Open menu

1η Παιδαγωγική & ενημερωτική συνάντηση γονέων

Εφηβεία & Σχολείο Μαρία Α. Μαμασούλα

Ο έφηβος & το σχολείο

Διευθύντρια Μαρία Μαμασούλα, Δ/ρ Παιδαγωγικής

Τα νιάτα είναι μια θεότητα με εκατομμύρια μορφές», είπε ο Mauriac. Τα νιάτα, αυτός ο αγριόκυκνος, είπε ο Shelley. Οι «μικροί βάρβαροι», «τα άγια νιάτα», «τα ωργισμένα νιάτα», ονομασίες ποικίλες που δείχνουν την ομορφιά, την επανάσταση, τον ενθουσιασμό της εφηβικής ηλικίας, της «ηλικίας των καταιγίδων». Η ωραία, αλλά και ανήσυχη και ηφαιστιώδης εφηβεία απασχολεί ιδιαίτερα γονείς και παιδαγωγούς με τα δύσκολα προβλή ματά της.

Θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς την εφηβεία με τις απότομες καμπές του δρόμου. Οι στροφές διακόπτουν τη μονοτονία του ίσιου δρόμου και παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη ομορφιά. Όταν μάλιστα περνούν μέσα από ωραία δάση, δημιουργούν ευχάριστα, αλλά και παράξενα συναισθήματα. Αλλά είναι γνωστό ότι οι απότομες στροφές είναι συγχρόνως και εξαιρετικά επικίνδυνες, γιατί σ’ αυτές γίνονται τα περισσότερα δυστυχήματα, πράγμα που μας αναγκάζει κάποιες φορές να τις περνάμε με συγκρατημένη αναπνοή. Μια τέτοια καμπή ειδυλλιακή, αλλά και επικίνδυνη περνά κάθε παιδί στα χρόνια της εφηβείας. Η εφηβική ηλικία είναι η ωραιότερη, αλλά και η κρισιμότερη για τη ζωή και το μέλλον του ανθρώπου. Και αυτή τη δύσκολη και κρίσιμη καμπή την περνά ο νέος μέσα στο σχολείο.

Το σχολείο είναι ο ενωτικός κρίκος μεταξύ της οικογενειακής ζωής και του αυριανού πεδίου δράσης του νέου μέσα στην κοινωνία. Η επίδραση του σχολείου στην εξέλιξη του εφήβου είναι πάρα πολύ μεγάλη. Μια προϋπόθεση της προσαρμογής του εφήβου προς το σχολικό του περιβάλλον είναι η προσαρμογή του προς τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος είναι η κυριαρχούσα προσωπικότητα μέσα στο σχολείο, διότι εξ αρχής και στη συνέχεια ελκύει σε μεγάλο βαθμό την προσοχή του εφήβου. Ο Comenius είχε αντιληφθεί ότι ένας παιδαγωγός είναι ένας οργανωτής στο βασίλειο του πνεύματος και, καθώς η εφηβική και η προεφηβική ηλικία διακρίνονται από την τάση και την κλίση προς αναζήτηση των αξιών, η ψυχολογική ανάγκη της «κρίσεως προσανατολισμού» ζητάει τον οργανωτή αυτόν του πνεύματος, τον οδηγό με τα υψηλά παραδείγματα. Ο δάσκαλος οφείλει να είναι ο ίδιος πνευματικό ανάστημα, διότι, όπως λέει ένας πανεπιστημιακός καθηγητής, «ένας καλός δάσκαλος πρέπει να διδάσκει με όλη του την προσωπικότητα, ή ακόμη πρέπει να δώσει στον διδασκόμενο να αντιληφθεί ότι, με την σειρά του, γίνεται κι αυτός υπεύθυνος για την προστασία των αξιών που υπάρχουν στον πολιτισμό».

Η εποχή μας το φανερώνει πλέον καθαρά. «Το παιδί, ιδιαίτερα το Ελληνόπουλο, τίποτε άλλο αν δεν έχει, όμως διαθέτει τούτο το πολύτιμο δώρο. Ξέρει να σέβεται. Ξέρει ακόμη να περιφρονεί. Σέβεται - κι ας γκρινιάζει καμιά φορά – την δύναμη που το ανεβάζει και το θεωρεί προσωπικότητα, που απ’ αυτήν έχει κανείς αξιώσεις. Περιφρονεί εκείνον, που τάχα πάει να του κάνει το γούστο του και να του δώσει στο σχολείο, ό,τι το τετραπέρατο Ελληνόπουλο βρίσκει και μόνο του στο δρόμο. Περιφρονεί εκείνον που ενώ η θέση του είναι να εμπνέει σεβασμό, δεν θέλει, ή δεν μπορεί να τον εμπνεύσει».

Εξ άλλου με την είσοδο στην εφηβεία, αναπτύσσεται η κριτική και αναλυτική ικανότητα του παιδιού και όσα δεν του φανέρωσε η διαίσθηση του, του αποκαλύπτει ως επί το πλείστον η αύξουσα κριτική του ικανότητα με μια παράδοξη διαύγεια.

Ο έφηβος μαθητής θέλει ο καθηγητής του να τον «καταλαβαίνει», να τον αισθάνεται, να τον παραδέχεται, να του απαντά στα ερωτήματά του και σε κείνα που του λέει με το στόμα, αλλά, ει δυνατόν, και σε κείνα που βρίσκονται μέσα στη ψυχή του και δεν τα εκφράζει από δειλία ή άλλη αιτία. Πρέπει να υπάρχει ψυχικός σύνδεσμος, ψυχική επαφή μεταξύ μαθητή και διδασκάλου. Ο σωστός ρόλος του δασκάλου είναι να γνωρίσει την ψυχή και τις εσωτερικές ανησυχίες του εφήβου – μαθητή, ώστε να τον βοηθήσει αποτελεσματικά. Ο δάσκαλος πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του εφήβου και να μη περιοριστεί σε μια αποστολή καθοδηγητική. Προς το σκοπό αυτό ο δάσκαλος πρέπει να εμβαθύνει στην ψυχή του παιδιού και να γνωρίσει τα προβλήματά του. Δεν αρκεί μόνο η θεωρητική γνώση. Για να υπάρξει προσέγγιση και αυτό το δέσιμο μεταξύ μαθητή και διδασκάλου και για να επιτευχθεί και να κυκλοφορήσει η γνώση μέσα στην τάξη, πρέπει ο δάσκαλος να μάθει να μιλάει τη γλώσσα της καρδιάς. Η γνήσια αγάπη του χωρίς νεύρα, χωρίς βία, δεν θα λογαριάσει τους κόπους και με αντικειμενικότητα θα σκορπίζεται στο πλούσιο και στο φτωχό μαθητή του, στον έξυπνο και στο λιγότερο ευφυή, στον καλό και στον κακό. Γελαστός, συγκρατημένος και αυτοκυριαρχημένος όσο χρειάζεται, ο δάσκαλος γίνεται ευκολότερα αγαπη τός. Και η ανθρωπιά του, η οποία δε σταματά ακόμη και στην ομολογία ενός κενού στις γνώσεις του, δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο το κύρος του. Οι φωνές μαρτυρούν αδυναμία. Η αυτοπειθαρχία θα κινεί τον καθηγητή να τελειοποιεί το δικό του χαρακτήρα για να επιβάλλεται και στα παιδιά. Η ψυχική επαφή και η μάθηση διακόπτονται όταν ο καθηγητής είναι ευέξαπτος ή καταφεύγει σε σαρκα σμούς, απειλές και σκληρότητα. Ο γέροντας Παΐσιος είπε ότι «τα παιδιά όταν τα αντιμετωπίζουμε με υπομονή και αγάπη πηγαίνουν καλά».

Είναι αναγκαίο και το υψηλό μορφωτικό επίπεδο του δασκάλου, όπως και η ικανότητα μετάδοσης του μορφωτικού υλικού. Ο εφηβικός κόσμος έχει τις αξιώσεις του, και για να μπορέσει ο καθηγητής να τον επηρεάσει, πρέπει να είναι ο ίδιος μια προσωπικότητα συγκροτημένη και ολοκληρωμένη.

Αγαπητοί γονείς, Το σχολείο έχει ως αποκλειστικό σκοπό το παιδευτικό έργο, το οποίο ασκεί κατά τρόπο συστηματικό και μεθοδικό, με ειδικευμένους λειτουργούς και μάλιστα σε ηλικία που οι τρόφιμοί του παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη δυνατή δεκτικότητα. Οικογένεια και σχολείο πρέπει να συνεργάζονται. Η έλλειψη προσαρμο γής και η αποτυχία ενός παιδιού οφείλεται σε λόγους προσωπικούς, οικογενειακούς ή κοινωνικούς, αλλά και σε δυσάρεστες σχολικές εμπειρίες, σε αίτια που σχετίζονται με το δάσκαλο, τους συμμαθητές, τη μέθοδο διδασκαλίας, τη διδασκόμενη ύλη, ακόμη και με το άψυχο περιβάλλον του σχολείου. Ο κύριος όμως αίτιος της αποτυχίας ενός παιδιού είναι η μη σωστή συνεργασία γονέων και σχολείου. Ο γονιός πρέπει να συνεργάζεται άμεσα με το σχολείο και ειδικότερα με τους δασκάλους του παιδιού του. Πρέπει να κάνει γνωστά τα προβλήματα υγείας, τις μαθησιακές δυσκολίες, τους φόβους και τις ανησυχίες του παιδιού για ένα συγκεκριμένο μάθημα ή και συγκε κριμένο καθηγητή που δυσκολεύει ή αναχαιτίζει το παιδί. Η σχέση του γονιού με το σχολείο πρέπει να είναι φιλική, σχέση συνεργασίας για την επίτευξη ενός μεγάλου σκοπού, το «κτίσιμο» μιας νέας προσωπικότητας, τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου, που κύριος στόχος θα είναι η ολοκλήρωσή του σαν Ανθρώπου πρώτα και μετά σαν επιστήμονα. Δεν πρέπει το παιδί να γίνεται ακροατής και θεατής διαφωνιών και εντάσεων, δεν πρέπει ο γονιός να υποτιμά το δάσκαλο του παιδιού του και αν ακόμη έχει δίκιο. Τα προβλήματα δε λύνονται με εντάσεις, αλλά με διάλογο και κατανόηση. Ούτε μπορούν να λυθούν τα πάντα και να τακτοποιηθούν, όπως εμείς θα θέλαμε. Ο γονιός πρέπει να βοηθά το παιδί του να έχει ψηλά το δάσκαλό του. Μη ξεχνάμε ότι ο σεβασμός και η εκτίμηση και η εμπιστοσύνη στο δάσκαλο είναι μια αξία, που όλοι μας παραπονιόμαστε ότι λείπει από τη σημερινή κοινωνία. Παιδί που δε θα σεβαστεί το δάσκαλό του, πολύ σύντομα δε θα σεβαστεί και τους γονείς του. Γονείς και δάσκαλοι στέκονται στο ίδιο βάθρο για το παιδί. Εξάλλου είναι γνωστή και πολύ σωστή η ρήση του Μ. Αλεξάνδρου, «στους γονείς μου οφείλω το ζην, στο δάσκαλό μου το ευ ζην». Και ο χειρότερος δάσκαλος έχει να προσφέρει πολλά στο παιδί. Γιατί είναι πολύ μεγάλο να είσαι δάσκαλος και να έχεις μπροστά σου καθημερινά παιδιά, ψυχές αθάνατες, που διψούν για μάθηση και γνώση, και που εσύ καλείσαι να τους την μεταδώσεις.

Αγαπητοί γονείς, τα παιδιά σας είναι και δικά μας παιδιά. Έτσι τα νοιώθουμε, έτσι τα ζούμε και προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο γι’ αυτά. Το σχολείο που διαλέξατε να στείλετε τα παιδιά σας είναι από τα καλύτερα σχολεία της περιοχής μας και από τα πιο προσεγμένα της χώρας μας, με πολλές δυνατότητες για τα παιδιά. Το Μουσικό σχολείο Αγρινίου με τη δική σας υλική και ηθική βοήθεια προχωράει.

Να βοηθήσουμε όλοι να γίνει το σχολείο μας ακόμη καλύτερο, να δώσουμε ευκαιρίες στα παιδιά μας να αναδειχθούν μέσα και έξω από το σχολείο, και παράλληλα με τα μαθήματά τους να αναδείξουν και τα καλλιτεχνικά τους ταλέντα.

Η στενή συνεργασία γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών θα βοηθήσει στην ποιοτική αναβάθμιση και στη δημιουργία ενός σχολείου ανοιχτού στην κοινωνία.

2η Συνάντηση - Σχολή Γονέων

Παράγοντες που επηρεάζουν την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου» Παιδοψυχίατρος, Α. Σταθοπούλου

 

 Με πολλή χαρά σας καλωσορίζω στη Σχολή Γονέων, που το Σχολείο μας σκέφθηκε να δημιουργήσει στα πλαίσια των ποικίλων δραστηριοτήτων του, για την καλύτερη προσέγγιση και την ουσιαστική βοήθεια των μαθητών μας και των γονέων τους. Η Σχολή Γονέων θα λειτουργεί περιστασιακά. Θεωρήσαμε αναγκαία τη δημιουργία της, γιατί θα μας δοθεί η δυνατότητα να κουβεντιάσουμε και να συμβουλευτούμε ειδικούς για τα παιδιά μας και τα προβλήματα που τα απασχολούν, να καταλάβουμε τον άγνωστο, πολλές φορές, κόσμο τους και να τα βοηθήσουμε ουσιαστικά στη δύσκολη εποχή που τους έλαχε να ζουν. Για την πρώτη εισήγηση καλέσαμε την Παιδοψυχίατρο κ. Αναστασία Σταθοπούλου.

Αντικείμενο της κ. Σταθοπούλου είναι η διαγνωστική εκτίμηση, θεραπεία και προληπτική παρέμβαση σε παιδιά και εφήβους με άγχος, φοβίες, καταθλιπτική διάθεση, προβλήματα συμπεριφοράς, υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής, μαθησιακές δυσκολίες και σχολική αποτυχία, οικογενειακά και περιβαλλοντικά προβλήματα, προβλήματα εφηβείας. Ασχολείται ιδιαίτερα με τη συμβουλευτική γονέων και την ατομική ψυχοθεραπεία παιδιών και εφήβων.

Η κ. Αναστασία Σταθοπούλου θα μας ξεναγήσει στον γνωστό αλλά και άγνωστο κόσμο των παιδιών μας με θέμα:

«Παράγοντες που επηρεάζουν την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου».

Αποσπάσματα από την εισήγηση της κ. Σταθοπούλου

Η Εφηβεία θεωρείται ως

Αναπτυξιακή εξελικτική περίοδος που αρχίζει με τις μεταβολές της φυσιολογίας της ήβης, σημαδεύει το τέλος της λανθάνουσας περιόδου και τελειώνει με το σχηματισμό της προσωπικής ταυτότητας

Σημαντική περίοδος στη φυσιολογική ανάπτυξη του ατόμου

 

Περίοδος μεγάλων και ταχύτατων αλλαγών σε όλους τους βασικούς τομείς της ανάπτυξής του: βιολογικό, σωματικό, γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό.

 

Περίοδος συγκρούσεων, όπου τα πάντα αναστατώνονται και

αμφισβητούνται στον ψυχικό κόσμο του ατόμου, πριν η δομή της

προσωπικότητας πάρει την τελική της μορφή.

Μιλούν οι έφηβοι: Πώς αισθάνονται στην εφηβεία

  • «Στην ηλικία που είμαι δηλ. στην εφηβεία αισθάνομαι ευτυχισμένη, αλλά και δυσαρεστημένη. Μου αρέσει ο εαυτός μου, οι φίλοι μου, όλα μου φαίνονται ωραία, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι έτσι. Κάποιες φορές θέλω να κάνω πράγματα, τα οποία, πιστεύω, πως είναι με μέτρο, οι γονείς μου όμως τα βρίσκουν υπερβολικά. Θέλω να ξεφύγω από την καθημερινότητα, φοβάμαι όμως, φοβάμαι την απόρριψη των γονέων μου, την απογοήτευση, κάποιες φορές νιώθω σίγουρη για τον εαυτό μου, στην ουσία όμως πιστεύω πως μου λείπει η αυτοπεποίθηση, η σιγουριά, νομίζω πως δεν πατάω στα πόδια μου».

  • «Νιώθω ότι έχει αλλάξει το σώμα μου. Οι πιο πολλές σωματικές αλλαγές δεν μου αρέσουν. Θέλω να αποκτήσω ξανά το παλιό μου σώμα. Μέσα μου νιώθω ότι θέλω να κάνω καινούργια πράγματα. Να γνωρίσω καινούργιους φίλους. Καμιά φορά νιώθω και θλίψη, γιατί βλέπω ότι τώρα οι παλιοί μου συμμαθητές δεν πηγαίνουν στο ίδιο τμήμα με μένα και δεν κάνουμε τόσο παρέα όσο πριν. Στην εφηβεία είμαστε πιο σοβαροί».

  •  «Η εφηβεία είναι μια περίεργη ηλικία. Η διάθεση του εφήβου αλλάζει συνεχώς και από τη μια είναι χαρούμενος και ευτυχισμένος και από την άλλη στενοχωριέται και μερικές φορές μπορεί να πέσει σε κατάθλιψη. Γενικά το άτομο γίνεται κυκλοθυμικό και αντιδρά περίεργα. Η συμπεριφορά του δεν είναι πάντα ίδια. Ένα ευγενικό άτομο μπορεί στη στιγμή να γίνει οξύθυμο. Αυτό, φυσικά, οφείλεται σε διάφορους παράγοντες που είναι απόλυτα φυσιολογικοί».

Στόχοι διεργασιών εφηβείας

  • Τελική απαλλαγή από την κατάσταση εξάρτησης σε σχέση με τους γονείς
  • Επίτευξη αυτονομίας
  • Εδραίωση ώριμων σχέσεων
  • Σταθεροποίηση εικόνας σώματος
  • Διαμόρφωση της τελικής σεξουαλικής ταυτότητας
  • Επίτευξη προσωπικής ταυτότητας
  • Αποδοχή και απαρτίωση μιας σειράς ενήλικων ρόλων
  • Ένταξη στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο - κριτική προσαρμογή
  • σε κοινωνικές προσδοκίες και πολιτισμικές αξίες

Παράγοντες που επηρεάζουν την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου

  • Ατομικοί, προδιαθεσικοί παράγοντες (κληρονομικότητα,σωματικοί παράγοντες, οικογενειακό περιβάλλον και ανατροφή κτλ.)
  • Οικολογικοί, προδιαθεσικοί παράγοντες (ατμόσφαιρα σχολείου), «κλίμα» ομάδας συνομηλίκων, παράγοντες της κοινότητας κ.τ.λ.
  • Τρέχουσες συνθήκες ζωής (στρες και κρίσεις, προστατευτικοί παράγοντες, δίκτυο υποστηρικτικών συστημάτων κ.τ.λ.)
  • Περιστασιακοί παράγοντες (δυνατότητες για προμήθεια ναρκωτικών, αλκοόλ, μόδα, μέσα μαζικής ενημέρωσης, αύξηση βίας / παραπτωματικότητας κ.τ.λ.)

Προστατευτικοί παράγοντες στην διαδικασία ανάπτυξης του εφήβου και στην εμφάνιση ή όχι ψυχικής διαταραχής

  • Η ομαλή ανάπτυξη παιδιού πριν την έναρξη της εφηβείας

  • Ποιότητα σχέσης εφήβου με γονείς

  • Η ιδιοσυγκρασία του παιδιού

  • Η ικανότητά του να αντιμετωπίζει το στρες

  • Η αυτοεκτίμηση του παιδιού

  • Ικανότητα για διαπροσωπικές σχέσεις

  • Η υψηλή νοημοσύνη του παιδιού

  • Η ποιότητα των υποστηρικτικών συστημάτων, όπως, π.χ., στενοί συγγενείς, δάσκαλοι, στη ζωή του παιδιού

Έντονη εφηβική αναστάτωση ή ψυχοπαθολογία;
Διαφοροδιαγνωστικά στοιχεία

  • Διατήρηση ικανότητας για σχέσεις με άλλους ανθρώπους

  • Εκδήλωση πλούσιων συναισθηματικών αντιδράσεων

  • Βαθμιαία προσαρμογή σε προσιτούς στόχους

  • Πρόοδος και καλύτερη οργάνωση της προσωπικότητας σταδιακά

  • Ικανότητα για αντικειμενική αντίληψη της πραγματικότητας

  • Επεξεργασία σωματικών και σεξουαλικών αλλαγών χωρίς πανικό και φόβο αποδιοργάνωσης

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ 15 – 25 %

 Έφηβοι και παρέα συνομηλίκων

Η παρέα :

  • Είναι το βοηθητικό “εγώ” του εφήβου που ρυθμίζει το άγχος και την αυτοεκτίμησή του
  • Ελέγχει, καθοδηγεί και θέτει καινούργια κριτήρια και πρότυπα συμπεριφοράς
  • Υποστηρίζει ναρκισιστικά τον έφηβο, διατηρεί τη συνοχή της προσωπικότητας του εφήβου σε περίοδο, που είναι ιδιαίτερα ευάλωτος.

Η προσωπική αυτοεκτίμηση του εφήβου εξαρτάται από την αξιολόγηση της παρέας, όπου ανήκει και στην οποία προβάλει μέρος του εαυτού του

Η πίεση που ασκεί η παρέα είναι μεγάλη για τη συμμόρφωση με τη μόδα, αλλά είναι πολύ μικρότερη όσον αφορά μακρόχρονες τάσεις και αξίες ζωής, που κυρίως εξαρτώνται από τη δομή και ποιότητα της γονεϊκής ζωής

Δυνητικά αρνητική η επιρροή της παρέας στους εφήβους.

Ο ρόλος των γονέων, του σχολείου και του κοινωνικού περίγυρου στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του εφήβου

Συνεπής παρουσία ενηλίκων

Ευδιάκριτα και σταθερά όρια

Ενθάρρυνση για κοινωνικοποίηση και συμμετοχή σε δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου

Ενίσχυση αισθημάτων αυτοαποτελεσματικότητας

Ενθάρρυνση για ανάληψη πρωτοβουλιών και κρίσεις

Ικανότητα των ενηλίκων να ανέχονται να αγνοούνται από τους εφήβους χωρίς προσωπική ευθιξία

Εμπιστοσύνη και όχι δυσπιστία - Αποφυγή υποτίμησης, απόρριψης και επίκρισης

Αποδοχή και συναισθηματική συμμετοχή

Μετάδοση αισθημάτων αισιοδοξίας για τη ζωή

Κατανόηση συναισθηματικών αναγκών του εφήβου και τις ανάγκες του να αυτονομηθεί

Οι μεγάλοι δεν καταρρέουν από την επιθετικότητα των εφήβων, ούτε αντεκδικούνται τις αντιπαραθέσεις τους γνωρίζοντας ότι τους είναι αναγκαίες για να προσδιορίσουν τα όριά τους

Υπερπροστασία, επιτρεπτικότητα, υπερβολικός έλεγχος, αδιαφορία ή απουσία των ενηλίκων οδηγεί σε προβλήματα στην ψυχική υγεία των εφήβων

Οι μεγάλοι αποτελούν παράδειγμα, πρότυπο έμμεσης ταύτισης

Αναζήτηση ικανοτήτων και υγιών δυνάμεων εφήβων και όχι υπερτονισμός αδυναμιών και προβλημάτων

Αν ένα παιδί…
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κριτική, μαθαίνει να κατακρίνει.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην έχθρα, μαθαίνει να καυγαδίζει.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ειρωνεία, μαθαίνει να είναι ντροπαλό.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ντροπή, μαθαίνει να είναι ένοχο.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην κατανόηση, μαθαίνει να είναι υπομονετικό.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ενθάρρυνση, μαθαίνει να έχει εμπιστοσύνη.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στον έπαινο, μαθαίνει να εκτιμά.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στη δικαιοσύνη, μαθαίνει να είναι δίκαιο.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην ασφάλεια, μαθαίνει να πιστεύει.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην επιδοκιμασία, μαθαίνει να έχει αυτοεκτίμηση.
Αν ένα παιδί ζει μέσα στην παραδοχή και τη φιλία,
μαθαίνει να βρίσκει την αγάπη μέσα στον κόσμο.
R. Russel

Το να είσαι γονιός…

Το να είσαι γονιός, δε σημαίνει να είσαι ένας τέλειος άνθρωπος.
Δεν σημαίνει καν να επιβάλεις αυτό που νομίζεις πως ξέρεις…
Σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου, ένα παιδί που μεγάλωσε μέσα του, γύρω του, μ’ όλα αυτά που γύρω μας αλλάζουν, μ’ όλα αυτά που με τα χρόνια φωτίζονται διαφορετικά. Γιατί, αυτό έχει νόημα. Και γιατί οι ανάγκες μας, παιδιών και γονιών, εκεί οδηγούν. Συνταγές δεν υπάρχουν, γιατί δεν υπάρχει μοναδική αλήθεια! Την αλήθεια τη φτιάχνουμε όλοι. Και κυρίως, όλοι μαζί.

3η Συνάντηση - Σχολή Γονέων

“ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ”

“ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ”

Άννα Σ. Στάππα

Ωτορινολαρυγγολόγος

 

Έφηβος και κάπνισμα είναι δύο λέξεις που δε θα έπρεπε να συνδέονται, γιατί κατά βάθος δεν ταιριάζουν. Έφηβος είναι ένας οργανισμός που περνώντας από το νηπιακό, προσχολικό και σχολικό στάδιο αναπτύσσεται για να φτάσει στην ενηλικίωση. Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την αύξηση, τη ζωντάνια και τη δραστηριότητα.

Από την άλλη, το κάπνισμα είναι μια λέξη που προσδιορίζεται από μόνη της σαν «μαύρισμα» του περιβάλλοντος, μια ομίχλη που θολώνει στο πέρασμά της τους καθρέπτες της ζωής κι αφήνει πίσω της πίσσα, πίκρα και προβλήματα.

Κι όμως αυτές οι λέξεις στην εποχή μας περισσότερο από οτιδήποτε άλλο πάνε μαζί. Πάνε μαζί από τότε που το κάπνισμα αυξήθηκε όχι μόνο στις αναπτυγμένες χώρες αλλά και στις αναπτυσσόμενες.

Όσον αφορά στην εφηβεία το κάπνισμα αποτελεί ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο. Ένα στα 7 παιδιά είναι τακτικός καπνιστής και μάλιστα ξεκίνησε το κάπνισμα πριν τα 10 του χρόνια. Το 60% των καπνιστών άρχισαν το κάπνισμα ανάμεσα στα 13-14 χρόνια.970 εκατομμύρια πακέτα τσιγάρα καταναλώνονται το χρόνο από εφήβους και δεν υπάρχει κανένας τοξικομανής που να μην καπνίζει. Αυτά είναι στοιχεία που αξίζουν την προσοχή μας και τον προβληματισμό μας.

Γιατί όμως ο έφηβος ωθείται στο κάπνισμα; Τι συντελεί σ’ αυτό;

Πρώτ’ απ’ όλα η διαφήμιση, η οποία εγκωμιάζει, εξυμνεί και προβάλλει το προϊόν, το οποίο πουλά μια επιχείρηση χρησιμοποιώντας επιστημονική τεχνική και μέσα που επιδρούν ψυχολογικά στον καταναλωτή με σκοπό την προσέλκυση πελατείας και μάλιστα γνωρίζοντας τη σχέση των εφήβων με το κάπνισμα άλλαξαν και τον τρόπο της διαφήμισης. Από τη φιγούρα του επιτυχημένου επιχειρηματία, που κάπνιζε το συγκεκριμένης μάρκας πούρο του, πέρασε στους λεβεντόκορμους αναρριχητές, στους γεροδεμένους που κατεβαίνουν καταρράχτες επιτυχώς με μεγάλη επιδεξιότητα, πέρασε μετά να το διαφημίζουν μέσα από νεαρές απελευθερωμένες κοπέλες, λεπτόσωμες κι όμορφες , που αφού μπορούν να ψηφίζουν μπορούν και να καπνίζουν.

Στη συνέχεια ενσωματώθηκε το τσιγάρο στις τρυφερές σχέσεις μεταξύ νεαρών, που τη ρομαντικότητα και τον έρωτα τον στεφάνωνε ένα νέφος καπνού, που δημιουργούσε το τσιγάρο.

Με τον καιρό οι διαφημίσεις απευθύνονται ακόμα και σε πιο νέες ηλικίες. Όλα τα πιτσιρίκια γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά όλες τις μάρκες των τσιγάρων και από εταιρείες ρούχων, παπουτσιών, μοτοσυκλετιστών κι αυτοκινήτων αναγνωρίζουν τη συνώνυμη εταιρεία που παράγει τσιγάρα με το ίδιο όνομα. Επινόησαν και το «τσιγάρο γλύκισμα» με σοκολάτα σε σχήμα πούρου προσφέροντας την ανάλογη φροντιστηριακή προπαίδευση. Έτσι δεν είναι ανεξήγητο το γεγονός γιατί αυξάνεται το ποσοστό των μικρών παιδιών που από το ψεύτικο περνούν στο αληθινό. Οι Έλληνες μαθητές χαρακτηρίζονται σαν τα πρώτα «φουγάρα» στην Ευρώπη, αφού καπνίζουν δυο με τρεις φορές περισσότερο από τους συνομήλικούς τους στην ενωμένη Ευρώπη.

¨Άλλος λόγος είναι η ίδια η εφηβική ηλικία, η οποία διακατέχεται από ανησυχίες, ψυχική αναστάτωση και άγχος, απέναντι στα οποία το κάπνισμα προσφέρεται ως διέξοδος προς έλεγχο των συγκινησιακών καταστάσεων μέχρι που τους γίνεται συνήθεια η οποία καταλήγει στην εξάρτηση από τη νικοτίνη, στη νικοτινομανία.

Οι περισσότεροι νέοι παρακινούνται από φίλους που προχωρούν στο κάπνισμα για να ταυτιστούν με την ομάδα για να αναγνωριστούν από την ομάδα ή γιατί φοβούνται την απόρριψη από τους συνομήλικούς τους.

Οι έφηβοι που καπνίζουν έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και εμφανίζουν δυσκολίες επικοινωνίας με το περιβάλλον. Δεν είναι ευχαριστημένοι από τον εαυτό τους και καπνίζουν νομίζοντας ότι θα βελτιώσουν και θα ανεβάσουν την υποτιμημένη από τους ίδιους προσωπική τους αξία νομίζοντας ότι έτσι πετυχαίνουν την αποδοχή και την αναγνώριση από τους άλλους.

Πολλοί αρχίζουν το κάπνισμα σαν απόδειξη λεβεντιάς ή για να κάνουν κάτι το επικίνδυνο σαν απόδειξη ότι μεγάλωσαν πλέον και μπορούν να κάνουν ότι και οι μεγάλοι.

Πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος, του οικογενειακού πιο συγκεκριμένα, είναι τα πρότυπα και οι ήρωες τους οποίους μιμούνται οι νέοι. Η στάση και οι πράξεις τους ως προς το κάπνισμα παίζουν τεράστιο ρόλο στην εξοικείωση των παιδιών μ’ αυτό. Τα στέλνουν στο περίπτερο για τα τσιγάρα τους, καπνίζουν όταν ξεκουράζονται κι όταν εργάζονται ακόμα και σε φιλικές ή οικογενειακές συντροφιές. ΄Ετσι εξηγείται, γιατί τα παιδιά σε σπίτια καπνιστών αρχίζουν το κάπνισμα δυο χρόνια νωρίτερα.

Επίδραση μεγάλη ασκούν θαυμαζόμενα πρόσωπα, τα οποία καπνίζουν σε δημόσιες εμφανίσεις, πετυχημένοι αστέρες του θεάματος, προβαλλόμενα πρόσωπα που εμφανίζονται σαν δυνατοί χαρακτήρες με ένα τσιγάρο στο χέρι λες κι αυτό είναι το όργανο της επιτυχίας τους.

Ο κατάλογος των λόγων και των αιτίων είναι μακρύς, όπως και πολλές είναι οι βλάβες που προκαλεί το κάπνισμα και οι οποίες οφείλονται στις 400 περίπου ουσίες του καπνού του τσιγάρου.

Από την καύση των φύλλων καπνού παράγεται ένα μείγμα αερίων. Η κύρια δέσμη αυτών εκπέμπεται με την εκπνοή και εξαρτάται από τον καπνό, το χαρτί, την παρουσία φίλτρου, τη θερμοκρασία και από διάφορες άλλες προσθετικές ουσίες. Ο καπνός περιέχει Ο2, Ν2, CO, πίσσα, νικοτίνη και υδρογονάνθρακες.

Ένας καπνιστής που καπνίζει 1 πακέτο τσιγάρα ημερησίως φυσά 50.000 φορές το χρόνο και έτσι το στόμα, η μύτη, ο φάρυγγας, ο λάρυγγας και τα πνευμόνια του εκτίθενται επανειλημμένα. Άλλες δρουν κατευθείαν στα σημεία επαφής, άλλες απορροφώνται κι άλλες διαλύονται στο σάλιο και καταπίνονται.

Η νικοτίνη και το μονοξείδιο είναι οι πιο βλαβερές ουσίες του καπνού. Η νικοτίνη προκαλεί απελευθέρωση από τον οργανισμό μιας ορμόνης της αδρεναλίνης, που κυριολεκτικά μαστιγώνει το καρδιαγγειακό σύστημα, αυξάνοντας την καρδιακή λειτουργία και την αρτηριακή πίεση. Φανταστείτε, λοιπόν, έναν υπερτασικό ασθενή που με φάρμακα έχει ρυθμίσει την πίεση στ 14 μετά από ένα τσιγάρο πάει στο 16. Επίσης η νικοτίνη ευθύνεται για τη συνήθεια του καπνίσματος και για την πρώιμη στεφανιαία νόσο, λόγω του ότι βοηθά στη συγκόλληση των αιμοπεταλίων προκαλώντας θρομβώσεις, στηθάγχη, έμφραγμα ή αιφνίδιο θάνατο, όπως επίσης και αδυναμία βάδισης, γάγγραινα ή εγκεφαλικά.

Το μονοξείδιο καταλαμβάνει τη θέση του οξυγόνου προκαλώντας βλάβες στο κεντρικό νευρικό σύστημα, μειωμένο οξυγόνο στην τροφοδοσία των κυττάρων του σώματος, ανοξία των ιστών με αποτέλεσμα μειωμένη ενεργητικότητα. Επίσης βλάπτει το εσωτερικό των αγγείων και τα κάνει πιο ευάλωτα στο να κολλήσει η χοληστερίνη πάνω σ’ αυτά και να κάνει απόφραξη με όλες τις συνέπειες αυτής.

Η νικοτίνη, το μονοξείδιο καθώς και πολλοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες προκαλούν διαταραχές στην αναπνευστική λειτουργία και ευθύνονται για το 80% των θανάτων από καρκίνο των πνευμόνων. Επίσης το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο λάρυγγα, στοματικής κοιλότητας, φάρυγγα, ουροδόχου κύστης, νεφρών και παγκρέατος. Το 95% των πασχόντων από καρκίνο λάρυγγα είναι βαριοί καπνιστές. Επίσης το κάπνισμα σχετίζεται με έλκος στομάχου, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, χρόνια στοματίτιδα, φαρυγγίτιδα και βρογχίτιδα.

Η ενημέρωση ενεργεί αποτρεπτικά και πρέπει να γίνει. Όμως μόνο η επισήμανση των βλαβερών συνεπειών του καπνίσματος δεν είναι αρκετή για την αλλαγή της στάσης των νέων απέναντι στο κάπνισμα, για το οποίο τοποθετούν τις βλάβες στην προχωρημένη ηλικία. Όμως ποιος δε θα εθορυβείτο, αν μάθαινε ότι καπνίζοντας 1 πακέτο ημερησίως χάνει 4,5 χρόνια ζωής κι ότι αν αρχίσει το κάπνισμα πριν τα 14 πενταπλασιάζει τον κίνδυνο για καρκίνο απ’ ότι αρχίζοντας μετά τα 25;

Μέσα από διάφορες μελέτες που έγιναν σε νέους και εφήβους φαίνεται ότι η παροχή γνώσης ως πρόληψη είναι αμφισβητήσιμη, γιατί οι νέοι δε θεωρούν τους εαυτούς τους καπνιστές κι έχουν την αίσθηση ότι μπορούν να το σταματήσουν όποτε θέλουν. Γι’ αυτούς οι απομακρυσμένοι κίνδύνοι αντισταθμίζονται από την ψευδαίσθηση της ωρίμανσης, της βελτίωσης της αυτοεκτίμησης και άλλες θετικές επιδράσεις, οι οποίες υπερτερούν στο μυαλό των εφήβων.

Η παροχή γνώσης έχει ενδιαφέρον όταν επικεντρώνεται όχι τόσο στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αλλά στις άμεσες όπως π.χ. η οσμή κι όταν αυτή συνδυάζεται με τον έλεγχο των ψυχοκοινωνικών παραγόντων που ευνοούν το κάπνισμα κατά την εφηβεία. Άρα πέρα από τη γνώση χρειάζεται και η αγωγή υγείας.

Η αγωγή υγείας αποσκοπεί στην ψυχική, πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη ευεξίας, επειδή αυτό συνιστά την καλή κατάσταση υγείας και αρχίζει από τα παιδικά χρόνια προκειμένου να διαμορφώνεται και να καλλιεργείται η αρνητική στάση απέναντι στο κάπνισμα, η οποία είναι και η πρέπουσα προς εξυπηρέτηση της καλής υγείας.

Η αγωγή υγείας πρέπει να αφορά όλα τα στάδια εξέλιξης του καπνίσματος, της προετοιμασίας, του πειραματισμού και της περιστασιακής χρήσης και της συστηματικής χρήσης και της εξάρτησης από τη νικοτίνη. Τα προγράμματα πρόληψης του καπνίσματος πρέπει να περιέχουν τις άμεσες επιπτώσεις στη φυσιολογία του οργανισμού, τις κοινωνικές συνέπειες και τις δεξιότητες άρνησης με την έννοια της επίλυσης προβλημάτων και την ικανότητα λήψης αποφάσεων.

Επειδή τα παιδιά ξεκινούν το κάπνισμα μεταξύ έκτης Δημοτικού και τρίτης Γυμνασίου, η παρέμβαση πρέπει να προηγείται άμεσα της ηλικίας αυτής και η μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο είναι μια μεταβατική περίοδος κρίσιμη για την έναρξη του καπνίσματος και η πιο κατάλληλη για την πρόληψη. Στις ηλικίες αυτές η συμμετοχή των γονιών είναι σημαντική δεδομένου ότι ακόμα ο γονιός έχει μεγάλη επιρροή στο παιδί. Στις μεγαλύτερες ηλικίες η συμμετοχή του γονέα είναι αμφισβητήσιμη και η εμπλοκή του στα αντικαπνιστικά προγράμματα πιθανόν να συνιστά παράγοντα αποτυχίας.

Για να βοηθηθούν οι έφηβοι να σταματήσουν το κάπνισμα χρειάζεται μια ευρεία προσέγγιση που μπορεί να περιλαμβάνει τη μείωση της διαφήμισης, τη διοργάνωση εκστρατείας από τα ΜΜΕ, τη μείωση του καπνίσματος από γονείς και καθηγητές και ανθρώπους που ασκούν επιρροή πάνω τους και πολλή υποστήριξη από τους γονείς και τα σχολεία.

Τα παιδιά είναι ότι πολύτιμο έχει ο κάθε γονιός. Κι όμως καπνίζουν μπροστά στα παιδιά τους και τα εκθέτουν στο παθητικό κάπνισμα μη γνωρίζοντας βέβαια ότι το παθητικό κάπνισμα επηρεάζει την ικανότητα ανάγνωσης, ανάπτυξης κρίσης και επίλυσης μαθηματικών προβλημάτων.

Δώστε το καλό παράδειγμα κα κόψτε το τσιγάρο. Είναι πολύ σημαντικό να σας έχουν πρότυπο μη καπνιστών. Μην προσπαθείτε άσκοπα να νουθετήσετε θεωρητικά τι πιθανόν θα τους συμβεί σε 20-30 ή 40 χρόνια μιας και τα παιδιά είναι δύσκολο να φανταστούν τους εαυτούς τους σαν ενήλικες. Επικεντρωθείτε στο εδώ και τώρα και στο άμεσο μέλλον. Πέστε τους ότι το τσιγάρο επηρεάζει αρνητικά την αναπνοή, αποδυναμώνει την καρδιά, μειώνει τις αθλητικές ικανότητες, προκαλεί βήχα, μυρίζει η αναπνοή, μυρίζουν άσχημα τα μαλλιά και τα ρούχα, κιτρινίζουν τα δόντια και τα νύχια, κάνουμε ρυτίδες, νυστάζουμε εύκολα, κολυμπάμε πιο δύσκολα, ξεραίνεται το στόμα μας.

Πείτε τους για το υψηλό κόστος των πακέτων και τι θα μπορούσαν να κάνουν μ’ αυτά τα χρήματα.

Μιλήστε τους για το κάπνισμα σαν κίνδυνο για την υγεία και όχι ως κακή συμπεριφορά. Δε χρειάζεται να δώσετε μεγαλύτερες διαστάσεις και να ωθήσετε το παιδί σας να θέλει να δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό.

Συζητήστε για άλλα παιδιά που καπνίζουν, ρωτήστε αν υπάρχουν συμμαθητές-συμμαθήτριες στο σχολείο που καπνίζουν και πως νιώθει το παιδί σας γι’ αυτό. Ρωτήστε το αν οι φίλοι του καπνίζουν κι αν το ίδιο έχει μπει στον πειρασμό ή έχει δοκιμάσει.

Αφήστε τα κανάλια της επικοινωνίας ανοιχτά ώστε το παιδί σας να αισθάνεται ότι μπορεί να σας μιλήσει.

Κουβεντιάστε και αναλύστε τα μηνύματα που μπορούν να περάσουν οι διαφημίσεις των τσιγάρων. Εξηγείστε του ότι η πρωινή φρεσκάδα στο πρόσωπο ενός κυρίου που καπνίζει στη διαφήμιση δεν έχει καμιά σχέση με το πρωινό ξύπνημα του καπνιστή που βήχει και βγάζει πτύελα κι ότι αυτός ο σοφιστικέ κύριος που καπνίζει με έντονα προβαλλόμενο δείκτη νοημοσύνης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, γιατί το κάπνισμα μειώνει την πνευματική συγκέντρωση και απόδοση γιατί μειώνεται το οξυγόνο στον εγκέφαλο. Ακόμη ότι ο κύριος που κατεβαίνει τη ζούγκλα του Αμαζονίου δεν έχει καμιά σχέση με το βαρύ καπνιστή που τον πιάνει δύσπνοια στην προσπάθειά του να ανάβει σκάλες. Επίσης εξηγείστε του ότι η σχέση του καπνίσματος με τη σεξουαλικότητα δεν είναι αυτή που προβάλλουν οι διαφημίσεις, που δείχνουν ένα αρμονικό ζευγάρι να χαίρεται τον έρωτά του καπνίζοντας, διότι το τσιγάρο μειώνει την ερωτική διάθεση και ικανότητα.

Διδάξτε στο παιδί σας να λέει ΟΧΙ και να αρνείται τις προσφορές που δεν επιθυμεί. Εξηγείστε του πόσο δύσκολο είναι να σταματήσει κάποιος το κάπνισμα. Ωθείστε το παιδί σας προς τον αθλητισμό και τη δημιουργική απασχόληση μέσα κι έξω από το σπίτι ώστε να μη βαριέται και να αισθάνεται ότι έχει τον έλεγχο της ζωής του κι έναν ικανοποιητικό βαθμό ευχαρίστησης.

Αν χρειαστεί θέστε κάποιες συνέπειες: μειώστε το χαρτζιλίκι, περιορίστε την επαφή του παιδιού σας μα κακές παρέες, ορίστε ώρα επιστροφής από την έξοδό του.

Μην εκθέτετε το παιδί σας στο παθητικό κάπνισμα. Καθημερινά βλέπουμε μητέρες καπνίστριες να πηγαίνουν τα παιδιά τους σχολείο μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα σ’ ένα αυτοκίνητο «κινούμενο τεκέ» που μετά βίας μπορείς να διακρίνεις μέσα στον καπνό τα μαραμένα προσωπάκια των παιδιών.

Ας σταματήσουμε το φαύλο κύκλο του καπνίσματος και ας γίνουμε ένθερμοι αντικαπνιστές, δίνοντας στα παιδιά μας το σφρίγος και το χαμόγελο της φυσικής ζωής.

Πέρα απ’ όλ’ αυτά όμως πρέπει να μας γίνει συνείδηση ότι η εφηβεία είναι μια ξεχωριστή αναπτυξιακή φάση με τη δική της κουλτούρα, το ιδιαίτερο ντύσιμο, το διαφορετικό μαλλί, το διαφορετικό είδος μουσικής, τη δική της γλώσσα τη με το δικό της τρόπο εκφρασμένη επιθετικότητα, με την ένταξη στην ομάδα και με την αμφισβήτηση του γονεϊκού προτύπου.

Το σχολείο είναι ο ενδιάμεσος μεταξύ οικογένειας και κοινωνίας. Γνωρίζοντας ο εκπαιδευτικός τις ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες του εφήβου θα είναι σε θέση όταν ο έφηβος απομακρυνθεί ψυχολογικά από τα γονεϊκά αντικείμενα να γίνει εκείνος πρότυπο μίμησης έτσι ώστε ο έφηβος να ταυτιστεί μαζί του και ο εκπαιδευτικός να τον αφήσει να βγάλει την ανάγκη του για αυτονομία και αυτοπροσδιορισμό. Έτσι θα μπορέσει να δώσει στον έφηβο να καταλάβει την οριοθέτηση, θα βγάλει από τον έφηβο τα κίνητρα των οποιωνδήποτε πράξεων- όπως ας πούμε γιατί καπνίζει- και να του δείξει άλλους δρόμους για να βγάλει την αντιφατικότητα , την υπερβολή, την παντοδυναμία και τον εγωκεντρισμό της ηλικίας του.

Η οικογένεια απέναντι στο έφηβο πρέπει να δέχεται, να ανέχεται και να μιλά μαζί του. Στη θέα του παιδιού να καπνίζει δεν επιτρέπεται ο πανικός και η αυταρχική συμπεριφορά. Επιβάλλεται η συζήτηση και η αναζήτηση των πιθανών ψυχοσωματικών αναγκών που οδήγησαν το παιδί σ’ αυτή την πράξη. Επιβάλλεται η καλλιέργεια ασφαλούς δεσμού παιδιού και γονέα. Παιδιά που από την παιδική ηλικία είχαν σταθερό δεσμό με την οικογένεια μπορούσαν στην εφηβεία να παραδεχθούν πως είναι ευάλωτα πως περνούν μια προσωπική δυσκολία και να ζητήσουν την υποστήριξη και τη βοήθεια των άλλων όταν τη έχουν ανάγκη.

Αντίθετα παιδιά που είχαν αποφευκτικό δεσμό με την οικογένεια είχαν δυσκολία να παραδεχτούν πως είναι ευάλωτα, δεν ζητούσαν βοήθεια, στηρίζονταν στον εαυτό τους, είχαν έντονο άγχος, θυμό και επιθετικότητα οδηγώντας τον εαυτό τους στην κατάχρηση είτε αυτό λέγεται κάπνισμα είτε κάποιο άλλο είδος τοξικής ουσίας.

Πίσω λοιπόν από τη στάση του εφήβου στο κάπνισμα κρύβεται μια ψυχοσωματική τρικυμιώδης κατάσταση. Όλοι μας γονείς, εκπαιδευτικοί και κοινωνία ας προσπαθήσουμε να γαληνέψουμε αυτή την τρικυμία. Είναι σίγουρο τότε ότι ο νέος θα αλλάξει κι εκείνος τη στάση του.

 

4η Συνάντηση – Σχολή Γονέων

«Αγωγή χωρίς απαγόρευση δε γίνεται»

Μαρία Α. Μαμασούλα

Διευθύντρια Μουσικού Σχολείου Αγρινίου

Το να μπορείς να πεις «όχι» θέλει δύναμη. Η απαγόρευση είναι απαραίτητη στο παιδί; Δυστυχώς, η απουσία της εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Άπειρες διαταραχές που συχνά φτάνουν μέχρι αρρώστια, μας διαβεβαιώνει ο ψυχαναλυτής και παιδοψυχίατρος Πατρίκ Ντελαρός στο βιβλίο του «Γονείς τολμήστε να πείτε όχι». Οι δάσκαλοι το αντιλαμβανόμαστε τόσο στο Νηπιαγωγείο όσο και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, με τις διαταραχές της συμπεριφοράς που εκδηλώνει το παιδί έξω από το οικογενειακό περιβάλλον, δηλαδή στο σχολείο. Εδώ κυρίως βλέπουμε την έλλειψη κύρους των γονέων, από την οποία υποφέρουν τα παιδιά. Μερικά παιδιά, ενώ στο σπίτι τους φαίνονται ήρεμα, ξεχαρβαλώνονται στην κυριολεξία στο σχολείο. Άλλα πάλι, ενώ είναι τρομερά στο σπίτι τους, συμπεριφέρονται παραδειγματικά έξω από αυτό. Έχουμε δηλαδή ένα διχασμό προσωπικότητας. Όλες αυτές οι συμπεριφορές μαρτυρούν την επίδραση της οικογενειακής αγωγής, πώς ο πατέρας καθώς και η μητέρα φέρονται στο παιδί και φανερώνουν ότι αυτοί ακριβώς δεν είχαν τη δύναμη να πουν όχι στο παιδί τους. Το παιδί έχει ανάγκη από γονείς που κρατούν σταθερά τα ηνία. Που έχουν σαφή στόχο μπροστά τους για την αγωγή του παιδιού τους. Που δεν αμφιταλαντεύονται και κυρίως που συμφωνούν.

Το παιδί έχει ανάγκη από ένα πραγματικό κύρος, που εκπέμπεται από γονείς ήρεμους, που γνωρίζουν τι θέλουν, που έχουν πειστεί ότι πρέπει να πουν «όχι» στο παιδί τους, που παίρνουν την υπόθεση της αγωγής του παιδιού τους σοβαρά, έχουν συνέπεια στη γραμμή τους, ώστε και το παιδί να αντιλαμβάνεται την παράβαση, όταν την κάνει. Δηλαδή, η σταθερότητα και η συνέπεια στα όρια που βάζουμε, πρέπει να τηρούνται με ευλάβεια. Έτσι το παιδί αισθάνεται την αναγκαιότητα της απαγόρευσης και καταλαβαίνει ότι προέρχεται από την αγάπη των γονέων και όχι από καπρίτσιο της στιγμής. Ενώ λοιπόν η απαγόρευση φαίνεται αναγκαία για την αγωγή, πολύ γρήγορα συνειδητοποιούμε ότι, όσο περισσότερο το κύρος των γονέων είναι αυθεντικό, τόσο λιγότερο χρειάζονται οι απαγορεύσεις. Το αυθεντικό κύρος άλλωστε, δεν έχει ανάγκη από τιμωρίες για να διατηρηθεί.

Γιατί οι γονείς διστάζουν να θέσουν όρια και γενικά να πουν όχι στα παιδιά τους; Λένε, πώς να τιμωρήσεις, όταν η απαγόρευση έχει ξεπεραστεί; Δυστυχώς, θα μπορούσαμε να πούμε, όσο και αν μας φαίνεται παράδοξο, ότι σήμερα η αγωγή στηρίζεται στον εκβιασμό. Εάν δεν με ακούσεις δεν έχει σουβλάκι, χαρτζιλίκι, τηλεόραση. Κυρίως όμως στηρίζεται στον συναισθηματικό εκβιασμό. Εάν δεν με ακούσεις, θα πάψω να σε αγαπώ. Με τη σειρά τους όμως και ένας μεγάλος αριθμός γονέων έχουν δυσκολία να τιμωρήσουν, γιατί φοβούνται μήπως και αυτοί χάσουν την αγάπη των παιδιών τους. Επίσης, μήπως χάσουν το γόητρο τους και το παιδί τους κατεβάσει από το βάθρο που τους έχει τοποθετήσει. Φοβούνται μήπως παύσουν να είναι καλοί γονείς και ότι αργότερα τα παιδιά τους θα τους κατηγορήσουν, όπως άλλωστε κατηγορούν κι αυτοί τους γονείς τους. Και όμως. Το παιδί έχει ανάγκη από γονείς που έχουν την ικανότητα να το καθοδηγήσουν, να του βάλουν όρια, να το τιμωρήσουν. Μέχρι κάποια ηλικία, το παιδί έχει ανάγκη οι γονείς του ν’ αποφασίζουν γι’ αυτό.

Λόγοι που κάνουν τους γονείς να διστάζουν.

Φαίνεται πράγματι ότι όλα αυτά έχουν σχέση με την εξασθένηση του θρησκευτικού συναισθήματος, με το υλιστικό πνεύμα της εποχής και την καταναλωτική κοινωνία. Ασφαλώς, μεγάλο μέρος ενοχής έχει η τηλεόραση. Αλλά πίσω από αυτήν υποκρύπτεται μια ολόκληρη φιλοσοφία. Ο κακώς εννοούμενος φεμινισμός, ο τρόμος για τον ψυχικό τραυματισμό του παιδιού που έχει γίνει της μόδας, η ψευτοδημοκρατία μέσα στην οικογένεια έχουν παραλύσει τη βούληση των γονέων και τους έχουν δημιουργήσει συμπλέγματα, το μεγαλύτερο των οποίων είναι να μη δημιουργήσουν αυτοί συμπλέγματα στα παιδιά τους. Μα τον πιο μεγάλο ρόλο σ’ αυτό το μπέρδεμα που νοιώθουν οι γονείς, είναι οι τύψεις που τυραννούν τους γονείς, οι οποίοι είτε υποχρεωτικά, λόγω εργασίας, είτε εκούσια λόγω κοσμικών και κοινωνικών υποχρεώσεων, λείπουν πολύ από τα παιδιά τους. Προσπαθούν λοιπόν το λίγο διάστημα που είναι κοντά τους να είναι ευχάριστοι, να τα γεμίζουν δώρα, να κάνουν ότι δεν βλέπουν, για να εφησυχάζουν τη δική τους συνείδηση και βέβαια, ούτε λόγος για απαγόρευση. Οι γονείς όμως πρέπει να γνωρίζουν να πουν όχι. Όχι βέβαια να αντιτίθενται συστηματικά, αλλά να διαλέγονται ήρεμα, για να μπορούν να θέσουν όρια στο παιδί. Με το να του πεις όχι, του αποδεικνύεις ότι οι λόγοι σου έχουν αξία. Επίσης του δείχνεις ότι, όταν οι γονείς λένε ναι, αυτό πράγματι είναι ναι.

Γονείς και δάσκαλοι, πώς να τιμωρούμε;

Η παράβαση των ορίων, η ανυπακοή, θα έχει σαν συνέπεια την τιμωρία. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Παράβαση χωρίς τιμωρία δεν γίνεται. Ας μη φοβούμαστε να προφέρουμε τη λέξη «τιμωρία». Γι’ αυτό ακριβώς η τιμωρία πρέπει να είναι αναγκαία συνέπεια της παράβασης. Ας είμαστε δε βέβαιοι ότι οι φωνές, ο εκνευρισμός, ταράζουν περισσότερο το παιδί και το παιδί προτιμά μια τιμωρία που το απελευθερώνει. Εάν την αποφεύγουμε, δεν βοηθάμε το παιδί να συνειδητοποιήσει την παράβαση. Η τιμωρία πρέπει να είναι κατανοητή και αποδεκτή από το παιδί. Και αυτό συμβαίνει μόνο όταν ο γονιός ή ο δάσκαλος έχει πεισθεί ότι έτσι πρέπει να αντιμετωπίσει την παρακοή. Πρέπει και οι δύο γονείς να συζητούν για το παιδί τους. Και να συζητούν με ανοιχτή καρδιά και προβληματισμένοι, ώστε να αισθάνεται το παιδί ότι ό,τι γίνεται, γίνεται εκ συμφώνου και για το καλό του και τότε η επίδραση θα είναι θετική. Αυτό έχει τεράστια σημασία για το παιδί. Το ότι οι γονείς του αποτελούν ένα ζευγάρι αλληλοσυμπληρούμενο και ότι ο ένας γονιός σέβεται και θεωρεί αξιόλογη τη γνώμη του άλλου. Ο πατέρας δεν πρέπει να κριτικάρει τη μητέρα και το αντίθετο, ενώπιον του παιδιού. Μπορεί βέβαια να έχει καθένας τις αντιρρήσεις του. Θα τις εκφράσει όμως αργότερα, όχι μπροστά στο παιδί. Αυτό είναι ένα σημείο καλής επικοινωνίας και το παιδί έχει απόλυτη ανάγκη να αισθάνεται ότι υπάρχει αυτή η επικοινωνία.

Τελικά, πώς να τιμωρούμε; Μα όσο το δυνατόν πιο έξυπνα. Π.χ. να επιβάλλουμε στο παιδί να καθαρίσει το χώρο που λέρωσε, να αποδώσει τα χρήματα που πήρε, να αγοράσει με το χαρτζιλίκι του κάτι που έσπασε ή ακόμη να το καταστήσουμε υπεύθυνο δίνοντάς του τη δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα στη στέρηση της εξόδου ή της απαγόρευσης να δει τηλεόραση. Να αποφεύγουμε να ταπεινώνουμε το παιδί και να το τιμωρούμε δημόσια. Η τιμωρία δεν έχει ανάγκη μαρτύρων. Όσο για τις σωματικές τιμωρίας, δεν είναι ασφαλώς η καλύτερη λύση. Σαφώς είναι προτιμότερο να συζητήσεις με το παιδί και να βρεθεί μια τιμωρία με νόημα. Παρ’ όλα αυτά, είναι καλύτερο να δώσεις ένα σκαμπίλι, παρά να του δημιουργήσεις μια αντίδραση επιζήμια με συνεχή διδάγματα, που κουράζουν και δεν είναι της ώρας. Τέλος, πρέπει να επιβάλουμε την προβλεπόμενη τιμωρία, αλλιώς χάνουμε το κύρος μας. Το παιδί συχνά αντιδρά, ουρλιάζει, χτυπά την πόρτα, εξωτερικεύει το θυμό του με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την ηλικία του. Πρέπει όμως να κρατήσουμε την ηρεμία μας και να επιβάλουμε την τιμωρία. Τέλος, εάν η παράβαση δεν τιμωρηθεί, τότε το παιδί μόνο του και συνήθως στο υποσυνείδητο, θα επιβάλει την τιμωρία που του αξίζει. Πρέπει δε να πούμε ότι συνήθως τα παιδιά είναι πολύ πιο αυστηρά από εμάς. Εμείς οι δάσκαλοι, μένουμε έκπληκτοι μπροστά στη διάθεση να τιμωρηθεί ο άτακτος με τιμωρίες που προτείνουν τα παιδιά, που ούτε τις είχαμε βάλει στο νου μας. Πώς να το εξηγήσουμε αυτό; Πρόκειται για το συναίσθημα ενοχής, αλλά και την απαίτηση της επιβολής δικαιοσύνης. Το συναίσθημα της ενοχής βαραίνει τον άνθρωπο και ιδιαίτερα το παιδί, γι’ αυτό απαιτεί σωματική τιμωρία η οποία του φέρνει άμεση ανακούφιση. Γι’ αυτό, συχνά, βλέπουμε ότι καταφεύγει στην αυτοτιμωρία. Οι απόπειρες αυτοκτονίας στους εφήβους έχουν τη ρίζα τους στο συναίσθημα της ενοχής. Για το παιδί δεν υπάρχουν μικρές παραβάσεις. Όταν γενικά κάνει μια αταξία, έχει την εντύπωση ότι αξίζει τη χειρότερη τιμωρία. Κατά συνέπεια, το συναίσθημα της ενοχής δεν είναι ανάλογο με το μέγεθος του λάθους. Το παιδί τέλος οικοδομείται αφ’ ενός από αυτό που του δίνουμε, όπως επίσης και από αυτό που του αρνιόμαστε. Και ας μην ξεχνάμε, και οι δύο γονείς πρέπει να είναι σύμφωνοι και να αποδέχονται την τιμωρία που αποφάσισε το σχολείο χωρίς αντιρρήσεις και διαφωνίες.

Η αγωγή πρέπει να προσαρμόζεται και να λαμβάνει υπ’ όψιν της τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Εκείνο που έχει σημασία είναι να γίνεται η απαγόρευση στην κατάλληλη στιγμή. Ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά. Γονείς και δάσκαλοι πρέπει να προσαρμόζονται, στην ηλικία και στα προβλήματα κάθε παιδιού. Ο έφηβος έχει ανάγκη από σεβασμό, κατανόηση και διάλογο. Συχνά ο διάλογος και η υπομονή είναι τα μόνα φάρμακα γι’ αυτή τη δύσκολη περίοδο.

Η αγωγή έχει ανάγκη από κύρος. Συχνά από απαγορεύσεις και ενίοτε από τιμωρία. Τα λόγια προηγούνται της πράξης. Η τιμωρία δεν είναι αναγκαστικά μια πράξη σαδισμού. Είναι το τίμημα μιας παράβασης, τίμημα που ξαναδίνει αξία στα λόγια των γονέων και του σχολείου και βοηθάει το παιδί να κατανοήσει την παράβασή του. Η ταραχή που συχνά εκδηλώνει το παιδί, δεν είναι μια ασθένεια, αλλά το έμμεσο αποτέλεσμα απουσίας απαγόρευσης. Υπάρχουν γονείς και παιδαγωγοί που αρνήθηκαν να χρησιμοποιούν την απαγόρευση και την τιμωρία ως μέσο αγωγής. Αναγκάσθηκαν να αναθεωρήσουν. Γιατί; Διότι η απαγόρευση είναι ουσιαστικό μέρος της αγωγής, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των μέσων που συμβάλουν στο σχηματισμό, στην ανάπτυξη και στην πρόοδο του ανθρώπου. Η παραμέλησή της, δημιουργεί σοβαρή παράλειψη στην αγωγή. Μια αγωγή χωρίς απαγορεύσεις, αρνείται τη διαφορά των γονέων και διαφθείρει την αρχή της αγωγής. Δεν γίνεται αγωγή στην οικογένεια, όταν βασιλεύει η δημοκρατική ισότητα. Αυτή η ψευδοϊσότητα δεν αναγνωρίζει ούτε τη διαφορά της ηλικίας, ούτε την πείρα, ούτε τη διαφορά της μάθησης, ούτε τον ξεχωριστό ρόλο του πατέρα και της μητέρας. Το παιδί έχει ανάγκη να αισθανθεί την ηγετική μορφή των γονέων και δασκάλων. Έτσι, η απαγόρευση οφείλει να αποτελεί μέρος της αγωγής, η οποία περιέχει το σύνολο των μέσων που χρησιμεύουν στο σχηματισμό και την ανάπτυξη του ανθρώπου. Τέλος, είναι βλαβερό για ένα παιδί, να το αφήνουμε να πιστεύει ότι τα πάντα του επιτρέπονται. Οι στερήσεις άλλωστε στη ζωή είναι αναπόφευκτες. Ας θυμηθούμε πόσοι έγιναν μεγάλοι, γιατί έζησαν τη στέρηση με όλη της τη μεγαλοπρέπεια (ορφάνια, φτώχεια, ξεριζωμό). Η στέρηση και η πειθαρχία ενισχύουν το παιδί στην προσπάθειά του. Είναι οι καλύτεροι παιδαγωγοί, εάν φυσικά εξηγούμε το λόγο στο παιδί. Η ζωή δεν είναι πάντοτε ονειρεμένη. Δεν είναι ένα μακρινό, ήσυχο ποτάμι. Έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε το παιδί να πιστέψει κάτι τέτοιο; Σ’ αυτή την περίπτωση δεν το εξαπατούμε;