Open menu

2poster Godot-page-001

playbill Godot-page-001

Σχετικά με το έργο
(από τις εργασίες των μαθητών της Α Λυκείου
για την Ερ. Ερ. με τίτλο 
«Αγγλικό Θέατρο 20ου αι.: 
Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμιουελ Μπέκετ»)

Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα έργο δύσκολο, γεμάτο πυκνούς συμβολισμούς και πολλαπλές διακειμενικές αναφορές. Είναι ένα έργο κλασσικό και το πρόβλημα που θέτει, της ανθρώπινης απελπισίας, κάνει την ενασχόληση και τον προβληματισμό μ’αυτό, όχι μόνο επίκαιρο, αλλά και αναγκαίο.  Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1953, αφήνοντας το κοινό και τους κριτικούς σκεπτικούς. Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν κατάλαβε την τομή που θα αποτελούσε για το σύγχρονο θέατρο.
Όσον αφορά την αρχή, δεν υπάρχει εισαγωγή, μια σαφής αφετηρία που να σηματοδοτεί την έναρξη της υπόθεσης. Οι δύο χαρακτήρες, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, μοιάζουν να έχουν βρεθεί στο συγκεκριμένο σημείο, όπου υποτίθεται ότι λαμβάνει χώρα το θεατρικό, όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στο παρελθόν, ενώ στη διάρκεια του έργου γίνεται σαφής η μελλοντική επιστροφή τους στο ίδιο σημείο. Επιπλέον την αίσθηση ότι το έργο δεν έχει πλοκή, ενισχύει το στοιχείο της αναμονής. Η αναμονή στο έργο, καθολική, ατέρμονη, ανεκπλήρωτη, λειτουργεί σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα.
Μετά τον Μπέκετ, το σύγχρονο θέατρο δεν είναι πια το ίδιο. Κυρίως γιατί το μπεκετικό θέατρο αναδιαπραγματεύεται τον αρχαιοελληνικό ορισμό του τραγικού και συνθέτει ένα καινούριο ορισμό του τραγικού για ένα κόσμο χωρίς Θεό, με μισερή επικοινωνία, με πολλή μοναξιά, όπου ο άνθρωπος ενώπιος ενωπίω νιώθει αδύναμος να αναλάβει την  ευθύνη που του ανήκει ολοκληρωτικά, δεν δρα, απλώς περιμένει ένα δικό του Γκοντό. Ποιος είναι, όμως, ο Γκοντό που οι δύο κεντρικοί ήρωες αναμένουν με τόση επιμονή;
Η παρουσία του Γκοντό θα προσφέρει στους ήρωες την αλλαγή, την μεταβολή των τετριμμένων σε κάτι νέο. Εξάλλου οι δύο ήρωες αντανακλούν την ανθρωπότητα, μία ανθρωπότητα που έχει μεγάλη ανάγκη να πιστεύει σε κάτι και να περιμένει κάτι ανώτερο συνήθως από την ίδια, το οποίο θα λειτουργήσει σαν σωτηρία για όποιο πρόβλημα την απασχολεί, είτε ως σύνολο είτε τον κάθεναν από εμάς ως μονάδα.
Δεν έχει σημασία τελικά ποιος ή τι είναι για εμάς ο Γκοντό. Ούτε είναι κατακριτέο το ότι τον περιμένουμε αν αυτό μας δίνει δύναμη. Τι γίνεται όμως όταν παγιδευόμαστε στην αναμονή και δεν προχωράμε στις πράξεις; Τι γίνεται όταν επαναπαυόμαστε σε μια κατάσταση που μπορεί να μη μας αρέσει καν αλλά δεν κάνουμε το βήμα να ξεφύγουμε από φόβο; Ο πραγματικός Γκοντό τελικά ίσως βρίσκεται μέσα μας.

Κούρτη Πηνελόπη / Ρεπετσά Θεοδώρα / Ταμπάκη Ερωφίλη / 
Τσιακανίκα Ζένια / Τσούλου Κασσιάννα

Το έργο Περιμένοντας το Γκοντό, παρουσιάζει δύο κουρασμένους και βαριεστημένους αλήτες, των οποίων οι χαρακτήρες έρχονται σε αντιπαράθεση. Οι δυο αυτοί πρωταγωνιστές, περιμένουν τον Γκοντό, έναν μυστηριώδη κύριο, που υπόσχεται τη σωτηρία τους, αλλά ποτέ δεν έρχεται!
Ανέστιοι, ρακένδυτοι και κωμικοτραγικοί, ανίκανοι να ζήσουν ή να πεθάνουν, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν περιπλανώνται στον χώρο και τον χρόνο ύστερα από μια ολοκληρωτική καταστροφή. Δεν είναι τυπικοί περιθωριακοί αλήτες. Εμφανίζονται σκεπτόμενοι, πάμφτωχοι διανοούμενοι, και κινούνται μέσα στους αιώνες με κουστούμια ξεσκισμένα.
Το έργο Περιμένοντας τον Γκοντό παρουσιάζει τον πόνο ως διαρκή και θεμελιώδη κατάσταση της ύπαρξης του ανθρώπου, κάτι που φαίνεται να το κατανοεί βαθύτατα μόνο ο Βλαντιμίρ, αφού ο Εστραγκόν βασίζεται μόνο σε επιφανειακές ερμηνείες. Οι ρόλοι του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν αλληλοεξαρτώνται καθώς και οι δύο μαζί συγκροτούν τον ανθρώπινο οργανισμό. Συγκεκριμένα, ο Εστραγκόν αντιπροσωπεύει το ανθρώπινο σώμα με όλες τις ανάγκες και τις αδυναμίες του αφού ενδιαφέρεται μόνο για την κάλυψη αυτών. Από την άλλη, ο Βλαντιμίρ αντιπροσωπεύει την ανθρώπινη ψυχή, αφού έχει ανάγκη να κοινωνικοποιηθεί, να διευρύνει του γνωστικούς του ορίζοντες και να κατανοήσει τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου.

Ειρήνη Ταμπάκη / Αναστασία Τραγουδάρα / Κασσιανή Τσερπέλη / 
Θεοδώρα Φαρμάκη

Ο Έστραγκον και ο Βλαδίμηρος είναι δύο αχώριστοι φίλοι, οι οποίοι συμπληρώνουν και στηρίζουν ο ένας τον άλλο. Και οι δύο αναμένουν με αγωνία την συνάντησή τους με τον Γκοντό, από τον οποίο προσδοκούν ένα είδος λύτρωσης. Οι χαρακτήρες νοιώθουν απεγνωσμένοι και αβοήθητοι και, θέλοντας να δώσουν νοήμα στη μονότονη ζωή τους, στρέφονται στο πρόσωπό του για βοήθεια. Ακόμη και όταν αυτός δεν εμφανίζεται στην προκαθορισμένη συνάντησή τους, εκείνοι εξακολουθούν να τον περιμένουν υπομένοντας οποιαδήποτε συνέπεια.
Ο Μπέκετ, βάζοντας τους δύο χαρακτήρες να περιμένουν τον Γκοντό, επιθυμεί να δείξει πως, όπως και οι δύο αυτοί φίλοι, έτσι και ο άνθρωπος περιπλανιέται άσκοπα στη ζωή, αναζητώντας το νόημα που θα τον κάνει να συνεχίσει να ζει. Παρ’όλα αυτά, συνεχίζει να ζει, επειδή συνεχίζει να ελπίζει στην έλευση αυτού του νοήματος, όπως ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν συνεχίζουν να περιμένουν απεγνωσμένα τον Γκοντό από τον οποίο εξαρτούν την ύπαρξή τους.

Κωνσταντίνα Καραντζίνη /Αριάδνη Καραπιπέρη / Γεωργία Μαυρογιάννη / Σοφία Νταγιάντα

Στο χαρακτήρα του Πότζο, αλλά κυρίως στη σχέση που αναπτύσσει τόσο με τους πρωταγωνιστές όσο και με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι το υπόβραθρο ενός εξουσιαστή. Χαρακτηριστικά του η ανασφάλεια, η δολιότητα, οι εξαιρετικές υποκριτικές ικανότητες και οι συνεχείς προσπάθειες να ισορροπίσει σε μια πολύ λεπτή κλωστή, αυτή της αδικίας.
Ο Πότζο έχει τον έλεγχο του Λάκυ μέσα από ένα μακρύ σχοινί το οποίο αποτινάζει ή τραβά αν ο Λάκυ δεν συγχρονίζεται, ενώ, παράλληλα, τον αποκαλεί με υβριστικά υποκοριστικά. Ο Λάκυ, απ’ την άλλη, δείχνει να είναι εξαιρετικά υπάκουος και εξυπηρετικός προς τον αφέντη του, παρόλα τα όσα του κάνει, και εκτελεί κάθε επιθυμία του χωρίς δισταγμό όπως ακριβώς κάνει ένα ζώο.

Κωνσταντίνα Λωρίδα / Μαρία Νταγιάντα

Στο έργο του Samuel Beckett, Περιμένοντας τον Γκοντό, παρακολουθούμε τα γεγονότα δύο ημερών, στη διάρκεια των οποίων οι χαρακτήρες περιμένουν ένα πρόσωπο που υποτίθεται ότι θα τους αλλάξει τη ζωή. Από την μία μέρα στην άλλη οι χαρακτήρες φαίνονται να ξεχνούν τι έχει συμβεί, γεγονός που μετατρέπει την μνήμη και τον στερημένο από νόημα, ξεχασμένο χρόνο σε δύο από τα κύρια θέματα του έργου.
Το γεγονός ότι όλοι ξεχνούν, σβήνει την κάθε μέρα και μετατρέπει την αναμονή σε κάτι μάταιο και ατέρμονο. Τα όσα συμβαίνουν δεν έχουν σημασία καθώς είναι εκεί απλά για να γεμίσουν την αναμονή και έπειτα να ξεχαστούν. Έτσι, ο χρόνος στις δυο πράξεις δεν περνά διαφορετικά, αντίθετα επαναλαμβάνεται. Τα κάποια νεφελώδη δείγματα μνήμης των ηρώων και εναλλαγής της μέρας και της νύχτας δεν είναι αρκετά για να απελευθερώσουν τους χαρακτήρες που βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα αέναο και χωρίς ουσιαστικές προσδοκίες μέλλον, ένα χρονικό βρόγχο.
Tο μόνο που απομένει στους χαρακτήρες είναι ο ήλιος και η σελήνη που φαίνονται να οδηγούν τις πράξεις τους. Ο χρόνος που περνάει, χάνεται και ξεχνιέται. δεν έχει καμία σημασία, έτσι είναι πιθανό πως ο Βλαδιμίρ και ο Εστραγκόν περίμεναν, περιμένουν και θα περιμένουν μέχρι ο χρόνος για αυτούς να τελειώσει με το θάνατο τους, ενώ καθ’ όλη την διάρκεια του έργου περιγράφονται γεγονότα και ιστορίες από τα «παλιά», τα οποία κανείς δεν ξέρει αν έγιναν ποτέ, καθώς η μνήμη όλων φαίνεται να είναι ελαττωματική.

Σπύρος Αγγελόπουλος / Κυριακή Αλεξοπούλου / Κατερίνα Ανδριοπούλου / Κωνσταντίνος Αραπογιάννης / Ειρήνη Νάκου

---

Η βασίλισσα, Κύριε μου, πέθανε.

ΜΑΚΒΕΘ:
Έπρεπε να 'χε πεθάνει αργότερα,
που θα 'βρίσκε και την κατάλληλή του ώρα ένας τέτοιος λόγος
To αύριο και το αύριο και πάλι το αύριο
σέρνεται με το μικρό του βήμα μέρα με την ημέρα
   μέχρι την έσχατη συλλαβή του εγγεγραμμένου χρόνου·
Κι όλα τα χτες μας, φώτιζαν τρελούς
   στο δρόμο τους για τη σκόνη του θανάτου. Σβήσε, σβήσε λιγόζωο κερί!
Σκιά που διαβαίνει είν' η ζωή
   άθλιος θεατρίνος που καρπώνεται χαραμίζοντας την ώρα του στη σκηνή
   και πια δεν ξανακούγεται. 
   Μια ιστορία ιστορημένη απ' έναν ανόητο, γεμάτη θόρυβο κι οργή,
   δίχως κανένα νόημα.

Macbeth, William Shakespeare


«Η συνείδηση του εαυτού είναι ένα υπέρτατο δώρο, ένας θησαυρός πολύτιμος όσο η ζωή. Είναι αυτό που μας καθιστά ανθρώπους. Έχει όμως ένα πολύ ακριβό κόστος: την πληγή της θνησιμότητας. Την ύπαρξή μας θα σκιάζει για πάντα η γνώση ότι θα μεγαλώσουμε, θα ανθήσουμε και αναπόφευκτα θα συρρικνωθούμε και θα πεθάνουμε.

Η θνητότητα μας στοιχειώνει από το ξεκίνημα της Ιστορίας.

Για ορισμένους από μας ο φόβος του θανάτου εκδηλώνεται μόνο έμμεσα, είτε σαν γενικευμένη ανησυχία είτε είναι μεταμφιεσμένος σε ένα άλλο ψυχολογικό σύμπτωμα...

Εδώ και πολλούς αιώνες στοχαστικοί φιλόσοφοι επιχειρούν να επιδέσουν την πληγή της θνητότητας και να μας βοηθήσουν να διαμορφώσουμε τη ζωή μας μέσα στην αρμονία και τη γαλήνη...

Ο Επίκουρος πίστευε ότι η αποστολή της φιλοσοφίας είναι ν’ ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ποια αιτία όμως βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης δυστυχίας; ... ο πανταχού παρών φόβος μας για το θάνατο.

Η τρομακτική σκέψη του αναπόφευκτου θανάτου ... μας εμποδίζει να απολαύσουμε τη ζωή μας και δεν αφήνει καμιά ηδονή αδιατάρακτη. Επειδή καμιά δραστηριότητα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη λαχτάρα μας για αιώνια ζωή, οποιαδήποτε δραστηριότητα είναι εγγενώς μη ικανοποιητική. Ο Επίκουρος έγραψε ότι πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν ένα μίσος για τη ζωή – σε σημείο να φτάνουν, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ακόμα και στην αυτοκτονία. Άλλοι αφοσιώνονται στη φρενιτιώδη και άσκοπη δραστηριότητα, η οποία δεν έχει άλλο στόχο από την αποφυγή της οδύνης που είναι εγγενής στην ανθρώπινη μοίρα.

Ο Επίκουρος τόνιζε ότι οι ανησυχίες μας για το θάνατο στους περισσότερους ανθρώπους δεν είναι συνειδητές, αλλά μπορούμε να τις συναγάγουμε από μεταμφιεσμένες εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα, την ακραία θρησκευτικότητα, την ολοκληρωτική ανάλωση στη συγκέντρωση πλούτου και την τυφλή αρπακτικότητα για εξουσία και τιμές, πράγματα που προσφέρουν μια επίπλαστη εκδοχή αθανασίας.

Το άγχος θανάτου είναι η μητέρα όλων των θρησκειών, οι οποίες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επιχειρούν να καταλαγιάσουν την αγωνία του πεπερασμένου της ύπαρξής μας.

Πολλοί άνθρωποι έχουν άγχος, κατάθλιψη και άλλα συμπτώματα που κινητοποιούνται από τον φόβο του θανάτου.

... ελπίζω ότι αν συλλάβουμε, αν στ’ αλήθεια συλλάβουμε την ανθρώπινη μοίρα μας – το πεπερασμένο της ύπαρξής μας, τον σύντομο χρόνο μας στο φως – θα φτάσουμε όχι μόνο να γευτούμε πόσο πολύτιμο είναι το κάθε λεπτό και πόσο απολαυστικό είναι και μόνο το γεγονός ότι ζούμε, αλλά και ν’ αυξήσουμε τη συμπόνοια μας για τον εαυτό μας και για τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα.»

Στον Κήπο του Επίκουρου, Irvin D. Yalom

Ποιο το όφελος της τέχνης; ... το έργο οποιουδήποτε σπουδαίου καλλιτέχνη ... χαρακτηρίζεται (άμεσα ή έμμεσα) από «την επιθυμία να εξαλείψει τα ανθρώπινα σφάλματα, να καθάρει την ανθρώπινη σύγχυση και να απαλείψει την ανθρώπινη δυστυχία». Σε κάθε σπουδαίο θεράποντα της τέχνης ... είναι βαθιά ενσταλαγμένη «η βλέψις ν’ αφήσει τον κόσμο καλλίτερον απ’ ό,τι τον ηύρε». Ορισμένοι μπορεί να μην ενσωματώνουν την επιδίωξη αυτή σε κάποιο αναφανδόν πολιτικό μήνυμα, ίσως να μην αντιλαμβάνονται καν ότι την καλλιεργούν, ωστόσο το έργο τους περιέχει πάντοτε σχεδόν μια διαμαρτυρία για την κατάσταση των πραγμάτων και επομένως την προσπάθειά τους να αναμορφώσουν τις αντιλήψεις μας. συνιστά μια απόπειρα να μας εκπαιδεύσουν, ώστε να διακρίνουμε την ομορφιά και να κατανοούμε τον πόνο, ή ακόμα να αναζωπυρώσουν τις ευαισθησίες μας, να διαπλάσουν την ικανότητά μας να συναισθανόμαστε την κατάσταση των άλλων και να μας κάνουν, μέσω της θλίψης ή του γέλιου, να βρούμε μια νέα ισορροπία στις αντιλήψεις μας περί ήθους. Η τέχνη ... είναι «η κριτική της ζωής»...
Τα έργα τέχνης που μας γοητεύουν – μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, πίνακες ή ταινίες – είναι ικανά, με χιούμορ ή με σοβαρότητα, να λειτουργούν ως πλάγια μέσα για να κατανοήσουμε την κατάστασή μας. Μπορεί μάλιστα να μας καθοδηγούν στην εξεύρεση μιας γνησιότερης, αδέκαστης, ευφυέστερης κατανόησης του κόσμου.


Περί του Κοινωνικού Status, Alain de Botton

Waiting for Godot Review-page-001

Waiting for Godot Review-page-002