Open menu

Διήγημα

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΑΣ

Βησσαρία Ζορμπά – Ραμμοπούλου

-Δε γουστάρω! Κατάλαβες; Μάλλον δεν κατάλαβες! Να σου το ξαναπώ λοιπόν: ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΑΡΩ! Κι αν ακόμα δεν κατάλαβες να σου το ξανατονίσω: Δ-Ε-Ν ΓΟΥ-ΣΤΑ-ΡΩ! Ο Σωτήρης τόνισε μία-μία τις συλλαβές στα μούτρα του φίλου του και μετά … ξεφούσκωσε!

-Τσάμπα τσακώνεστε! Πετάχτηκε και ο Ματθαίος. Γουστάρετε δε γουστάρετε, το πρόγραμμα είναι κανονισμένο!

Πάει και τελείωσε! Απόψε έχει εσπερινό!

Τα τέσσερα παιδιά, φίλοι, συμμαθητές και γείτονες στην Αθήνα, είχαν φτάσει μόλις χθες στην κατασκήνωση της Αγίας Σοφίας. Η ιδέα ήταν του Χρήστου. Φέτος που τελείωναν το Δημοτικό, γιατί να μην πρότειναν στους γονείς τους μια κάπως πιο μακρινή διαμονή. Το πρότειναν και οι γονείς τους… δέχτηκαν! Βέβαια σ’ αυτό το τελευταίο βοήθησε πολύ και η θεία του Χρήστου που έμενε μόνιμα στο Αγρίνιο και διαβεβαίωσε όλους τους γονείς πως «ναι, βέβαια, η ίδια θα παραλάμβανε τα παιδιά από την Αθήνα, η ίδια θα τα οδηγούσε ως την Αγία Σοφία, η ίδια γνώριζε προσωπικά τους υπεύθυνους της κατασκήνωσης και πως ναι, βέβαια, η ίδια θα τα επισκεπτόταν συχνά!»

Τώρα ήταν απόγευμα Σαββάτου, ένα γλυκό Αυγουστιάτικο απόγευμα που δεν θα ήταν καθόλου γλυκό αν τα παιδιά βρισκόταν μες στο καμίνι της Αθήνας. Αντίθετα εδώ, τα ψηλόλιγνα κυπαρίσσια, τα πολλά πλατάνια με τον παχύ τους ίσκιο, η δροσιά της λίμνης που αστραφτοκοπούσε χαμηλά και το κελάρυσμα της ποταμιάς που μουρμούριζε στο πλάι γλύκαιναν τη ζέστη του ήλιου που ετοιμαζόταν να δύσει μεγαλόπρεπος στα απέναντι βουνά.

Το πρόγραμμα , όπως τους το είχε ανακοινώσει το μεσημέρι ο κύριος Στέργιος, ο ομαδάρχης τους προέβλεπε… εσπερινό! Ναι μάλιστα, εσπερινό! Και όχι στην εκκλησία του χωριού! Εσπερινό, σε ένα παλιό βυζαντινό μοναστήρι, πνιγμένο στα σκοίνα και στις μυρτιές: Στο Μοναστήρι της Παναγιάς της Μυρτιάς. Και το πιο σπουδαίο: Ως εκεί θα πήγαιναν όχι με το αυτοκίνητο μα με τα πόδια!

-Επέμενα να πάμε σήμερα στο Μοναστήρι για πολλούς λόγους, εξηγούσε στα παιδιά βαδίζοντας μπροστά ο κύριος Στέργιος. Πρώτα –πρώτα, θέλω να νιώσετε την γλύκα του Εσπερινού, σε ένα τέτοιο χώρο, μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. Έπειτα θέλω να προσκυνήσουμε και να μελετήσουμε με την ησυχία μας τη φιλοξενούμενη εικόνα, γιατί αύριο η λειτουργία φαντάζομαι πως θα ’χει πολύ κόσμο. Η εικόνα έφτασε από τα Μετέωρα πριν μια βδομάδα και θα μείνει μόνο ως τη γιορτή της χάρης Της, το Δεκαπενταύγουστο. Καταλαβαίνεται λοιπόν πως πολλοί άνθρωποι…

-Κι άλλος βαρεμένος! σκούντηξε το Φάνη ο Σωτήρης ψιθυρίζοντας. Είχαμε έναν μόνιμο στην παρέα, τώρα βρήκαμε κι άλλον έναν, εποχιακό!

-Λοιπόν, σε βαρέθηκα, ε! ψιθύρισε θυμωμένος ο Χρήστος που κατάλαβε πως πάλι ο φίλος του ειρωνευόταν τον ίδιο. Εγώ σε ειρωνεύτηκα ποτέ όταν μου διηγείσαι και μου ξαναδιηγείσαι τις ταινίες σου; Ε; Ποτέ! Ίσα-ίσα! Πάντα σ’ ακούω με προσοχή!

Κατά βάθος ο Χρήστος δεν κρατούσε κακία στον φίλο του. Ήξερε καλά πως ο Σωτήρης πέρα από τις ειρωνείες και τα πειράγματα ήταν καλό παιδί και πολύ καλός φίλος. Απλά ήθελε πάντα να κάνει τον έξυπνο. Τον έξυπνο και τον… «ψαγμένο». Για το μόνο που ανησυχούσε ήταν μήπως με την γκρίνια και τη μουρμούρα του Σωτήρη χάσουν την γλύκα του εσπερινού και την ηρεμία των διακοπών τους.

Ευτυχώς τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Την ηρεμία τους βέβαια την έχασαν αλλά όχι εκείνο το σούρουπο. Γιατί περπατώντας και κουβεντιάζοντας είχαν κιόλας φτάσει χωρίς να το καταλάβουν. Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στο δρομάκι του μοναστηριού τους έδειξαν πως δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν έρθει για να προσκυνήσουν τη χάρη Της. Πέρασαν τη χαμηλή πύλη του πέτρινου περιβόλου και μπήκαν… σ’ έναν άλλον κόσμο. Γύρω-γύρω από τη μεγάλη αυλή, καθαρές και περιποιημένες, πετρόχτιστες, με κεραμοσκεπές και ξύλινους εξώστες στέκονταν σιωπηλές οι σειρές των κελιών. Και στο κέντρο της αυλής, χαμηλό, ταπεινό, με μόνο στολίδι τη σταυρόσχημη μορφή του και τον κωνικό του τρούλλο, στεκόταν το καθολικό. Η γέρικη φωνή του παπά-Νικόδημου, του μοναδικού καλόγερου και ηγούμενο του μοναστηριού έφτανε ως έξω απαλή και καρτερική, συνοδευομένη απ’ την πιο δυνατή και μελωδική φωνή κάποιου νεαρού ψάλτη.

Τα παιδιά μπήκαν μέσα κι άναψαν κεριά με μια κατάνυξη που ένοιωθαν πρώτη φορά. Το σούρουπο έπεφτε γοργά και το εσωτερικό φωτιζόταν μόνο από το φως των κεριών και των καντηλιών. Ανάμεσα στις σκιές που τρεμόπαιζαν στους τοίχους, τα παιδικά μάτια διέκριναν εκστατικά παλιούς αγίους και αρχαίους μάρτυρες που ευλογούσαν στέκοντας σοβαροί μέσα στα βαθυκόκκινά τους φαιλόνια. Και πίσω στην καμάρα του ιερού η Πλατυτέρα των Ουρανών πλαισιωμένη από αγγέλους δέχονταν το θυμίαμα τόσων ψυχών που προσεύχονταν στη χάρη Της.

Κανένα από τα παιδιά δε διαμαρτυρήθηκε, κανένας δεν κορόιδεψε ή ειρωνεύτηκε. Φως ιλαρόν ξεχύθηκε η επιλύχνια υμνωδία και μες απ’ τα ήρεμα μάτια και τα μαγεμένα αυτιά των παιδιών έφτασε στην καρδιά τους και τη γαλήνεψε.

-Κοίτα την εικόνα! Δεν έχω ξαναδεί τέτοια λάμψη! ψιθύρισε ο Ματθαίος στον Χρήστο.

-Προσέξτε τα χέρια Της! Γι’ αυτά τα χέρια τη λένε Χρυσοκρατούσα! έσκυψε και τους είπε ο κύριος Στέργιος.

Στηριγμένη σ’ ένα βαρύ ξύλινο αναλόγιο, τυλιγμένο σ’ ένα παλιό βαρύτιμο βελούδο στεκόταν μπροστά στο Ιερό η φιλοξενούμενη εικόνα. Δεξιά κι αριστερά της δύο ψηλόλιγνα ασημένια κηροπήγια έστελναν το φως στο χρυσό της φωτοστέφανο που αντιγύριζε τη λάμψη. Μα η πραγματική της λάμψη ερχόταν από αλλού. Με τα σοβαρά της μάτια η Παναγία Μητέρα κοίταζε μπροστά περήφανη για το Ατίμητο Παιδίο που κρατούσε και τα λεπτά Της χείλη έμοιαζαν έτοιμα να χαμογελάσουν μα… σαν να δίσταζαν. Με έγνοια και φροντίδα μητρική με τα απλωμένα Της χέρια κρατούσε σφιχτά τους καρπούς του Χριστού που σοβαρός και γλυκύς ευλογούσε πλατιά.

Με το «Δι’ ευχών» ο κόσμος σκόρπισε και τα παιδιά βγήκαν στην αυλή. Ανέβηκαν και κατέβηκαν ξύλινες και πέτρινες σκάλες, τρύπωσαν σε κελιά και κελάκια, ανέβηκαν και στάθηκαν στην πιο δυτική γωνία του πιο ψηλού εξώστη. Κάτω χαμηλά απλωνόταν ο κάμπος με τα λιόδεντρα και τις πορτοκαλιές κι ακόμα πιο βαθιά η Τριχωνίδα ασήμιζε στο φως του φεγγαριού που πολεμούσε να φωτίσει το θάμπωμα.

-Μοιάζει με κάστρο Μεσαιωνικό! είπε με θαυμασμό ο Ματθαίος.

-Μα είναι Μεσαιωνικό! Και πολλές φορές χρησίμεψε σαν κάστρο! είπε ο κύριος Στέργιος που είχε πλησιάσει.

Μόλις έφυγαν και οι τελευταίοι προσκυνητές, ο παπά-Νικόδημος ήρθε έξω να συναντήσει τα παιδιά. Χωρίς τα βαριά του άμφια, με το τριμμένο καθημερινό του ράσο φαινόταν ακόμα πιο γέρος και κουρασμένος. Η φωνή του όμως ακουγόταν βαθιά, γαλήνια και ευχαριστημένη. Φίλεψε τα παιδιά λουκούμια και κάθισε μαζί με τον κύριο Στέργιο στο πέτρινο πεζούλι.

-Αύριο, τους είπε, αύριο μετά τη Λειτουργία, με το φως της ημέρας θα έχετε την ευκαιρία να δείτε καλύτερα το μοναστήρι και τους γύρω χώρους.

-Αύριο θα σας ξεναγήσω παντού και θα σας εξηγήσω κάθε τοιχογραφία μία-μία! υποσχέθηκε ο κύριος Στέργιος.

Πήραν το δρόμο του γυρισμού μέσα στη νύχτα που απλώθηκε βαθιά και δροσερή κάτω από ένα ολόγιομο Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Μέσ’ στην αστροφεγγιά, οι φακοί που είχαν στερεώσει τα παιδιά στα καπελάκια τους χόρευαν ακατάστατα σαν ξεστρατισμένα αστεράκια.

Ήταν κιόλας δέκα όταν έφτασαν στην κατασκήνωση. Έφαγαν ψωμί με χωριάτικη μαρμελάδα, ήπιαν ένα ζεστό, πλύθηκαν στις βρύσες και χώθηκαν στις σκηνές. Ο μόνος που γκρίνιαζε ήταν ο Φάνης.

-Τώρα τι, βραδινό ήταν αυτό; Εμένα το στομάχι μου διαμαρτύρεται! είπε κλείνοντας τον υπνόσακο του.

-Πάλι καλά που δεν διαμαρτύρεται ο Σωτήρης! είπε ο Χρήστος. Ένα ολόκληρο απόγευμα δεν γκρίνιαξε κι έχω αρχίσει ν’ ανησυχώ!

-Έλα εντάξει τώρα, δεν είμαι τόσο σπασίκλας! μουρμούρισε μουδιασμένος ο Σωτήρης. Και για να μην καταθέσει εύκολα τα όπλα, συνέχισε: Απλά, συνεχίζω να μην καταλαβαίνω πόση σημασία έχει πια μια εικόνα! Γιατί είναι τόσο μεγάλη η αξία της;

Φαίνεται όμως πως κάποιοι άλλοι δεν είχαν καμιά αμφιβολία για τη αξία της. Και εκείνο το βράδυ το απέδειξαν.

Το άλλο πρωί τα παιδιά ξεκίνησαν για τη λειτουργία αλλά όχι με τα πόδια αυτή τη φορά. Το μικρό λεωφορείο της Κοινότητας είχε αναλάβει να τους μεταφέρει καθώς και στη λειτουργία θα ερχόταν και τα μικρότερα παιδιά της κατασκήνωσης με την ομαδάρχη τους.

Έφτασαν στη Μυρτιά μέσα στο δροσερό πρωινό φως μιας Κυριακής που θα τους έμενε αξέχαστη. Το λεωφορείο τους κατέβασε χαμηλά στο λόφο. Ήταν αδύνατο να ανεβεί το ανηφορικό δρομάκι του Μοναστηριού καθώς τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σήμερα έφταναν σε διπλές σειρές ως κάτω στο δημόσιο δρόμο. Όταν πέρασαν τον περίβολο είδαν πως ο κόσμος ήταν τόσο πολύς που στεκόταν και παρακολουθούσε τη λειτουργία ως έξω στην πόρτα της αυλής. Όμως μια παράξενη ησυχία επικρατούσε. Τα πρόσωπα μεγάλων και μικρών, γέρων και νέων ήταν στραμμένα προς την εκκλησία σοβαρά μα… και στενοχωρημένα; Ως και η φωνή του παπα-Νικόδημου παρά τα μεγάφωνα που είχαν τοποθετηθεί ειδικά για τη σημερινή πανηγυρική λειτουργία, ακούγονταν ασθενική, απρόθυμη, σα λιποθυμισμένη. Η ρωμαλέα φωνή του νεαρού ψάλτη ακούστηκε εκείνη τη στιγμή άτονη και ανέκφραστη, σαν κομπιασμένη. Οι δύο ομαδάρχες κοιτάχτηκαν αμήχανοι, και ο Χρήστος σκέφτηκε πως το τρακ μπροστά σε τόσο κόσμο δεν ήταν, φαίνεται, μόνο δικό του πρόβλημα.

Αλλά δεν ήταν βέβαια το τρακ. Τα παιδιά μπήκαν από τη χαμηλή είσοδο έτοιμα να ανάψουν το κερί τους και… έμειναν ακίνητα! Με απορία γύρισαν και κοίταξαν τους ομαδάρχες τους αλλά κι εκείνοι είχαν το ίδιο εμβρόντητο ύφος! Όλοι τους ξαναστύλωσαν το βλέμμα μπροστά με την ελπίδα να βεβαιωθούν πως είχε γίνει κάποιο λάθος, πως κάτι δεν είδαν καλά! Κι όμως! Δεν είχαν κάνει λάθος! Πως θα μπορούσαν άλλωστε; Όρθιο στο κέντρο του μικρού ναού, τυλιγμένο ακόμα με το βαρύτιμο βελούδο του, στέκονταν άδειο το παλιό ξύλινο αναλόγιο! Η Χεροκρατούσα δεν ήταν εκεί να στηρίξει τα Χέρια που αιώνες ευλογούσαν τον κόσμο.

Τα παιδιά στράφηκαν και παρατηρούσαν το εκκλησίασμα. Άλλοι με γερμένο το κεφάλι στο πλάι, άλλοι με το χέρι στο στόμα μα όλοι με τα μάτια στραμμένα στο άδειο αναλόγιο και τα φρύδια σμιχτά παρακολουθούσαν καρτερικά τη λειτουργία. Ο παπα-Νικόδημος παρά τα χρυσοκεντημένα του άμφια, σκυφτός, σχεδόν διπλωμένος στα δύο, με τρεμάμενα χέρια και υγρά μάτια έμοιαζε σήμερα σαν να είχε γεράσει… έναν αιώνα.

Ο Χρήστος έστρεψε το βλέμμα αργά προς τα πάνω. Κοίταξε τους αγίους και τους μάρτυρες, τους ζωγραφισμένους στους παλιούς τοίχους. Κάθε σκηνή του φαινόταν σήμερα όλο κίνηση, με μια ταραχή που χθες δεν είχε προσέξει, λες και οι άγιες μορφές ανυπομονούσαν να βγουν απ’ τους τοίχους, να περάσουν μέσα απ’ τα κόκκινα πλαίσια που ξεχώριζαν μεταξύ τους, να δραπετεύσουν μέσα απ’ τα τοξωτά παράθυρα, να βγουν έξω να ψάξουν. Έκπληκτος ο Άγιος Δημήτριος μέσα στη στρατιωτική του στολή, έτοιμος να σύρει το σπαθί, να ξεχυθεί στον κάμπο… Ο Χρήστος ύψωσε τα μάτια ως τον αριστερό τοίχο. Ορμητικός ο αναστημένος Χριστός σήκωνε από το χέρι ένα σωσμένο θνητό. Δεξιά και αριστερά δύο ομάδες Αγίων, Μαρτύρων, Μαθητών και Δικαίων. Ξανακοίταξε τις κεφαλές με τα βαρύτιμα στρέμματα, τα χρυσά φωτοστέφανα. Όλες στραμμένες η μια στην άλλη, με έκπληκτα μάτια, χειρονομούσαν και συζητούσαν έντονα.

Η λειτουργία τελείωσε μέσα σ’ αυτό το βαρύ κλίμα. Αποκαρδιωμένος ο κόσμος δεν έλεγε να φύγει και όλοι συζητούσαν σε μικρές ομάδες. Οι αστυνομικοί που αξημέρωτα είχαν φτάσει για αποτυπώματα και ίχνη είχαν αποχωρήσει αθόρυβα και μόνο ο Αρχηγός τους είχε μείνει να συζητήσει με το Δήμαρχο της περιοχής.

-Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί χάλασε το σύστημα συναγερμού! ακουγόταν τώρα αγανακτισμένη η βροντερή φωνή του Δημάρχου.

-Μα δε χάλασε! απαντούσε απορημένος ο αξιωματικός. Το ελέγξαμε πρωί-πρωί! Το σύστημα λειτουργεί!

-Ε, τότε τι έγινε; Ο παπα-Νικόδημος μπορεί να είναι γέρος αλλά δεν είναι κουφός. Αποκλείεται να χτύπησε ο συναγερμός και να μην τον άκουσε!

-Μα ο συναγερμός δεν χτύπησε! Και δεν χτύπησε, επειδή κανένας δεν τον παραβίασε! Η δουλειά έγινε από μέσα!

-Θέλεις να πεις δηλαδή… δηλαδή εννοείς πως… α, όχι, όχι! Δεν εννοείς βέβαια…

-Εννοεί βέβαια, ακούστηκε αδύναμη η φωνή του παπα-Νικόδημου που είχε πλησιάσει αθόρυβα, πως οι υποψίες βαρύνουν εμένα, τον ψάλτη και το νεωκόρο μας. Και προπαντώς εμένα!

-Μα όχι, πάτερ! Όχι βέβαια! Δεν εννοούσα αυτό! διαμαρτυρήθηκε ο αξιωματικός. Το ήθος σας είναι τόσο γνωστό στην περιοχή , που δεν θα τολμούσα…

-Εσείς δεν θα τολμούσατε! είπε ο γέροντας και κάθισε στο πεζούλι εξουθενωμένος. Και όπως είπατε το ήθος μου είναι γνωστό στην περιοχή. Αυτή η υπόθεση όμως θα κάνει το γύρο της Ελλάδας… για να μην πω του κόσμου όλου. Κι εκεί έξω το αυτό που θα ακουστεί είναι πως ο βασικός ύποπτος της κλοπής είναι οι καλόγερος του Μοναστηριού! Ανάξιος! Αυτό είμαι! Στάθηκα ανάξιος να φυλάξω τη Χάρη Της όταν Εκείνη καταδέχτηκε να φιλοξενηθεί στο φτωχικό μου! Ανάξιος! Χτες το βράδυ παρακοιμήθηκα!

-Ιερόσυλοι! Δε σεβάστηκαν τίποτα! αναστέναξε ο Δήμαρχος.

-Αρχαιοκάπηλοι! αγανάκτησε και ο κύριος Στέργιος.

-Όπως και να τους πεις, ο σεβασμός είναι λέξη άγνωστη στο λεξιλόγιό τους! συμφώνησε ο παπα-Νικόδημος.

-Και ο Χρήστος είναι αρχαιο… τέτοιος, τέλος πάντων, φώναξε ο Ματθαίος, αλλά δεν κλέβει εικόνες!

-Αρχαιοφάγος, μπουμπούνα! Όχι αρχαιοκάπηλος! διαμαρτυρήθηκε ο Σωτήρης. Sorry, Χρήστο, γύρισε κι είπε στο φίλο του, μα αυτό είναι το παρατσούκλι που σου κολλήσαμε! Το ’μαθες τώρα.

Ο παπα-Νικόδημος στράφηκε σαν να αντιλήφθηκε μόλις εκείνη τη στιγμή τη παρουσία των παιδιών.

-Αγγελούδια μου! είπε, τι κάθεστε εδώ! Πηγαίνετε στην εκκλησία να δείτε τις τοιχογραφίες.

-Άντε παιδιά, πάμε, είπε ο κύριος Στέργιος και σηκώθηκε. Πάμε να σας δείξω τις εικόνες του Διγενή…

-Του Διγενή Ακρίτα; Εδώ; ρώτησαν όλα τα παιδιά μαζί.

-Όχι βέβαια! γέλασε ο κύριος Στέργιος! Του Ξένου Διγενή, ενός πλανόδιου αγιογράφου από το Μωρηά. Έφτασε εδώ στα τέλη του 15ου αιώνα κι άφησε την υπογραφή του.

-Και στα κελιά! Να μας ανεβάσετε και στα κελιά! στριφογύρισε γύρω από τον κύριο Στέργιο ο Ματθαίος χοροπηδώντας. Να δούμε από ‘κεί τη λίμνη.

-Παντού θα σας πάω! Όλα θα σας τα δείξω! είπε ο κύριος Στέργιος και μπήκε μπροστά.

-Όχι όμως στη Γούρνα! Μην τα πάτε προς την Καταπακτή.

-Καταπακτή; Η τρίχα των παιδιών σηκώθηκε κάγκελο. Αχ, γιατί όχι; Σας παρακαλούμε, ας κατέβουμε κι εκεί!

-Όχι, όχι! Αυτό είναι αδύνατο! είπε έντονα ο κύριος Στέργιος μπαίνοντας κιόλας στην πόρτα του καθολικού.

-Γιατί;

-Υπάρχει υποψία πως εκεί βρίσκεται εγκαταλειμμένο πολεμικό υλικό…

-Πολεμικό υλικό; Όπλα δηλαδή; τα μάτια του Σωτήρη είχαν ανοίξει διάπλατα.

-Όπλα, χειροβομβίδες ίσως… Απ’ την Κατοχή ακόμα.

-Ουάου! Γουστάρω! Σαν πολεμική ταινία ακούγεται!

-Ναι, Σωτήρη, αλήθεια! Μα ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Στην Κατοχή, εδώ κάτω στον κάμπο έγινε μια μεγάλη μάχη ανάμεσα στους Γερμανούς και στους Έλληνες. Νίκησαν οι Έλληνες! Και ξέρετε γιατί; Γιατί οι Γερμανοί έρχονταν από κάτω από τον κάμπο. Οι Έλληνες τους χτυπούσαν από πάνω από τα υψώματα του Μοναστηριού. Σε αντίποινα οι Γερμανοί έκαψαν τα γύρω χωριά. Το 1943 έκαψαν και το Μοναστήρι. Πιστεύεται ότι κάπου μέσα στο χώρο έμεινε πολεμικό υλικό…

-…που μπορεί να είναι επικίνδυνο! είπε κι ο παπα-Νικόδημος που είχε πλησιάσει. Γι’ αυτό, αυτόν τον χώρο της Καταπακτής, χορταριασμένο σήμερα και μισοθαμμένο, δεν τον πλησιάζουμε μέχρι να ’ρθει Ειδική Υπηρεσία να τον καθαρίσει.

Τα παιδιά άκουγαν συνεπαρμένα.

-Μα να κάψουν το Μοναστήρι; Να καταστρέψουν έναν ιερό χώρο; αναρωτήθηκε ψιθυριστά ο Χρήστος.

-Ευτυχώς δεν κάηκε όλο! Η μια πλευρά των κελιών όμως κάηκε ολοσχερώς!

-Ολοσχερώς! ο Ματθαίος επανέλαβε τη λέξη του παπα-Νικόδημου σαν να ήθελε να καταλάβει καλύτερα.

-Όσο από καταστροφές, συνέχισε ο κύριος Στέργιος, άλλο τίποτα! Γιατί οι Τούρκοι κατακτητές άφησαν βέβαια κι αυτοί το σημάδι τους. Για να μην μιλήσουμε για τις αρχές του αιώνα μας που γκρεμίστηκε ο παλιός νάρθηκας, επειδή πίστευαν πως στα θεμέλιά του θ’ ανακαλύψουν κάποιο κρυμμένο θησαυρό!

Τα παιδιά κοίταζαν εκστατικά και αμίλητα. Περιπλανώμενοι αγιογράφοι, Τούρκοι κατακτητές, κυνηγοί θησαυρών, Γερμανικά καμιόνια, μάχες και πυρκαγιές ανακατεύονταν σαν ένα μακρινό παραμύθι που η αρχή του χάνονταν σε χρόνια πίσω κι απ’ το Μεσαίωνα.

Για δυο μέρες συνέχεια τα τέσσερα παιδιά δε συζητούσαν τίποτα άλλο παρά για τη μυστηριώδη εξαφάνιση της Χεροκρατούσας: Ποιος μπορεί να την έκλεψε; Από πού μπήκε; Γιατί δεν χτύπησε ο συναγερμός; Πού μπορεί να την πήγε; Για δύο ολόκληρες μέρες και δύο νύχτες! Ώσπου ο Ματθαίος δεν άντεξε άλλο. Το πρωί της τρίτης μέρας το δήλωσε ξεκάθαρα:

-Ως εδώ! Εγώ δεν το ξανασυζητάω άλλο το θέμα! Δύο μέρες τώρα λέμε τα ίδια και τα ίδια.

-Πάρα είναι μεγάλο το θέμα για μας! συμφώνησε κι ο Χρήστος.

-Τίποτα δεν είναι πολύ μεγάλο για κανέναν! διαφώνησε ο Σωτήρης. Όλα τα ζητήματα έχουν ένα αδύνατο σημείο, ένα σημείο-κλειδί! Φτάνει να το βρούμε!

-Ναι, αλλά μέχρι να το βρούμε, δεν κάνουμε τίποτα! Κι οι μέρες των διακοπών μας περνάνε γρήγορα! είπε ο Ματθαίος και πετάχτηκε όρθιος.

-Δηλαδή, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε; αναρωτήθηκε ο Χρήστος.

-Πολλά! Να ψαρέψουμε στο ποτάμι, να πάμε βόλτα στο χωριό, να κατέβουμε στη λίμνη! Ο Ματθαίος μιλούσε χωρίς ανάσα. Ως και στην Καταπακτή είμαι ικανός να πάω, αρκεί να μην κάθομαι άπραγος!

-Στην Καταπακτή! Γουστάρω! φώναξε ο Σωτήρης και κόλλησε το χέρι του στην ανοιχτή παλάμη του φίλου του.

-Στην Καταπακτή; Ακούω καλά; Μήπως τρελαθήκαμε τελείως; Εκεί είναι επικίνδυνα! Τα μάτια του Χρήστου είχαν ανοίξει διάπλατα.

-Έλα τώρα, Χρήστο! Πες ναι! Ώρα για λίγη δράση! Ο Ματθαίος εκλιπαρούσε το φίλο του κρατώντας του τα χέρια.

-Πες πως συμφωνώ! Και πάλι δεν γίνεται!

-Γιατί, Χρήστο;

-Γιατί Σωτήρη είναι τόση ώρα δρόμος από δω…

-Το έχουμε ξανακάνει!

-…οι ομαδάρχες δεν θα μας δώσουν την άδεια…

-…δε θα τη ζητήσουμε!

-Δηλαδή θα φύγουμε κρυφά;

-Ναι Χρήστο! Κάνε και συ μια φορά κάτι χωρίς άδεια, φίλε μου! Τελειώσαμε το Δημοτικό! Δεν είμαστε πια νιάνιαρα!

-Και πώς θα φύγουμε χωρίς να μας καταλάβουν; Σωτήρη φίλε μου, υπάρχουν όπως βλέπεις αντικειμενικές δυσκολίες!

-Στο μεσημεριανό σιωπητήριο! Ο Ματθαίος άνοιξε τα χέρια του θριαμβευτικά. Θα φύγουμε αφού κοιμηθούν όλοι!

-Ωραία! Φτάνουμε στο Μοναστήρι! Πώς μπαίνουμε μέσα;

-Κανονικά, από την πόρτα! Ως και τη γιορτή της Παναγίας το Μοναστήρι είναι κάθε μέρα ανοιχτό, όλες τις ώρες, Χρήστο!

-Και μετά κατευθείαν στη Γούρνα; Ωραία! Κατεβαίνουμε λοιπόν! Πώς ανοίγουμε την Καταπακτή;

-Μην ανησυχείτε γι΄ αυτό! πετάχτηκε ο Φάνης. Την πρόσεξα πολύ καλά τις προάλλες: είναι πολύ παλιά. Άμα πηδήξουμε δυο-τρεις φορές πάνω της όλοι μαζί, θα υποχωρήσει και…

-Και πού θα μας βγάλει;

-Στην περιπέτεια! φώναξε ο Σωτήρης.

-Στο θησαυρό ίσως; αναρωτήθηκε ο Φάνης.

-Επιτέλους λίγη δράση! αναστέναξε ο Ματθαίος.

-Άντε κι ο θεός βοηθός! πείστηκε τέλος ο Χρήστος.

Τα πράγματα ήρθαν ευκολότερα απ’ όσο το περίμεναν. Ως και ο ήλιος εκείνο το Αυγουστιάτικο μεσημέρι κράτησε τις ακτίνες του κρυμμένες πίσω από ένα περαστικό σύννεφο κάνοντας την πεζοπορία τους πιο ξεκούραστη. Βάδιζαν γρήγορα στο πλάι της δημοσιάς μέσα σε βουίσματα εντόμων και με συντροφιά το σταθερό τραγούδι των τζιτζικιών. Όλη η πλάση ξεκουραζόταν. Μόνο ο Χρήστος γύριζε κάθε τόσο και κοίταζε πίσω του σαν κυνηγημένος. Και μόνο η σκέψη πως μπορεί να ανακάλυπταν την απουσία τους του έφερνε ανατριχίλα. Ο Σωτήρης κοίταζε διαρκώς το ρολόι του: έπρεπε να είναι πίσω στην κατασκήνωση πριν τις πέντε, πριν σημάνει το απογευματινό εγερτήριο. Ο Ματθαίος περπατούσε χοροπηδώντας, κόβοντας συνέχεια βεργούλες και κλαδάκια απ’ τους πλαϊνούς θάμνους, κι ο Φάνης ακολουθούσε τελευταίος μουρμουρίζοντας συνέχεια.

Έσπρωξαν τη χαμηλή πύλη που στεκόταν μισάνοιχτη: απόλυτη ησυχία! Προχώρησαν αργά και προσεχτικά προς το κέντρο της αυλής: κανένας! Έσπρωξαν απαλά την πόρτα του καθολικού: τίποτα! Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Με μία κίνηση όλοι μαζί, σα να είχαν ακούσει ένα μυστικό σύνθημα, σύρθηκαν ως τη Γούρνα: με κομμένη την ανάσα από φόβο μην ακουστεί θόρυβος ανέβηκαν όλοι μαζί στην παμπάλαια Καταπακτή: Χωρίς θόρυβο, χωρίς τρίξιμο, σαν φρυγανιά μουλιασμένη στο γάλα, το παλιό ξύλο υποχώρησε, βούλιαξε, άνοιξε στα δύο και… τους άδειασε σε ένα σωρό από χώμα, ξύλα και πέτρες.

Τους τύλιξε απότομα μια βαριά μυρωδιά μούχλας κι ένα πηχτό, βαθύ σκοτάδι. Τα μάτια τους, ύστερα απ’ το λαμπρό φως του μεσημεριάτικου ήλιου, δεν έβλεπαν τίποτα. Άγγιξαν ο ένας τα χέρια του άλλου.

-Εεε… σαν πολύ εύκολα δεν υποχώρησε αυτή η Καταπακτή; ψιθύρισε στα σκοτεινά λ Χρήστος. Πίστευα πως τόσα χρόνια κλειστή πίσω της θα είχαν σφηνωθεί πέτρες, χώμα…

-…φυτά!

Τα μάτια τους σιγά-σιγά συνήθιζαν στο λιγοστό φως που η ανοιγμένη πια Καταπακτή άφηνε να φτάνει απ’ έξω. Τα παιδιά ανασηκώθηκαν, ανακάθισαν πάνω στο σωρό και κοίταξαν προς τα πάνω: Είχαν κυλήσει σε ένα μικρό κατηφορικό τούνελ πολύ καλά καθαρισμένο!

-Κοιτάξτε το χώμα στα πλάγια! ψιθύρισε ο Ματθαίος. Είναι φρεσκοσκαμμένο!

-Και χωρίς ίχνος φυτών ή βρύων πάνω του! μουρμούρισε σκεφτικός ο Σωτήρης.

-Είναι φανερό, είπε ο Φάνης. Κάποιος καθάρισε πρόσφατα εδώ!

-Κάποιος, κάτι έψαχνε! Γι’ αυτό η Καταπακτή υποχώρησε τόσο μαλακά! Τα κόκκινα μαλλιά του Ματθαίου είχαν σηκωθεί όρθια.

-Και κανένας δεν ψάχνει για παλιά άχρηστα όπλα! φώναξε σχεδόν ο Φάνης. Ξέρω εγώ τι λεω όταν μιλάω για θησαυρό!

Τα παιδιά στράφηκαν αργά πίσω τους. Στο βάθος του τούνελ ήταν αδύνατο να φτάσει το φως του ήλιου. Πίσω απ’ το χωμάτινο σωρό το σκοτάδι φαινόταν απόλυτο.

-Ας είχαμε σκεφτεί μόνο να πάρουμε μαζί και τους φακούς μας! αναστέναξε ο Φάνης.

-Εσύ δεν το σκέφτηκες, φίλε μου! Εγώ τον δικό μου τον έφερα!

Ο Ματθαίος τράβηξε από την τσέπη του το φακό του και τον άναψε αμέσως: Το τούνελ, πιο στενό, πιο σκοτεινό και πιο άγριο συνεχιζόταν πίσω απ’ το σωρό και μετά… έστριβε!

-Λοιπόν, πάμε; ρώτησε ο Σωτήρης κοιτάζοντας έναν-έναν τους φίλους του.

-Ελάτε γρήγορα! Κάτι λάμπει στο βάθος! ακούστηκε η φωνή του Ματθαίου που είχε εξαφανιστεί στη στροφή.

-Σας το ’λεγα εγώ! Δεν έχει όπλα! φώναξε ο Φάνης και ακολούθησε στα τέσσερα. Εδώ μέσα είναι κρυμμένος ο θησαυρός!

-Ματθαίε, περίμενε! Πήρες μαζί το φακό και δεν βλέπουμε τίποτα! φώναξαν και οι τρεις μαζί σκουντουφλώντας στη στροφή του βράχου. Έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον. Όσο κι αν δεν ήθελαν να το παραδεχτούν ο φόβος τούς είχε κυριέψει. Ξαφνικά κατάλαβαν πως άκουγαν ο ένας την καρδιά του άλλου. Σηκώθηκαν αργά και προσεκτικά. Βρίσκονταν πια στο πιο στενό μέρος του τούνελ. Το πρώτο που αντίκρυσαν ήταν τα έκπληκτα μάτια του Ματθαίου που έλαμπαν παράξενα κάτω απ’ το φως του φακού που είχε στερεώσει στο καπελάκι του.

-Κοιτάξτε τι βρήκα! τους είπε σοβαρά και παραμέρισε αργά.

Ξαπλωμένη στο χώμα, κομμένη στα δύο, πίσω από σάκους, ξύλα και πέτρες βρίσκονταν η Χεροκρατούσα!

-Την έκοψαν στα δύο! ψιθύρισε ο Φάνης και γονάτισε.

-Το συνηθίζουν αυτό οι αρχαιοκάπηλοι! είπε ο Χρήστος. Κόβουν τις εικόνες για να τις μεταφέρουν ευκολότερα, χωρίς να κινούν υποψίες. Μετά, στο εξωτερικό συνήθως, τις ξανακολλάνε και τις πουλάνε για αμύθητα ποσά!

-Αμύθητα ποσά! επανέλαβε ο Ματθαίος όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να καταλάβει κάτι καινούργιο.

Σήκωσαν τα κομμάτια και τα στερέωσαν στα πλαϊνά βράχια. Έσκυψαν και προσκύνησαν. Μετά αργά και προσεκτικά άρχισαν να οπισθοχωρούν με οδηγό το φακό του Ματθαίου. Πληγωμένη βαθιά η Παναγία Μητέρα εξακολουθούσε να κρατάει απαλά το Θείο βρέφος που για άλλη μια φορά χτυπημένο από την απληστία του κόσμου συνέχιζε να ευλογεί σταθερά.

Φυσικά κανένας δεν σκέφτηκε να τους μαλώσει. Μόνο ο κύριος Στέργιος σαν έφτασε ειδοποιημένος τους είπε ψευτοθυμωμένα:

-Θα σκεφτώ αν θα σας ξαναδεχτώ στην κατασκήνωση, μικροί μου ήρωες!

Όταν τους το ’λεγε όμως γελούσαν ως και τα μουστάκια του. Για μέρες το Μοναστήρι έχασε την ησυχία του: Αστυνομικοί έφτασαν, ερεύνησαν και ανακάλυψαν πως το τούνελ έφτανε ως την κόγχη του ιερού` δημοσιογράφοι ήρθαν, πέραν συνεντεύξεις και οι τέσσερις φίλοι είδαν τη φωτογραφία τους να φιγουράρει στις εφημερίδες` συντηρητές και αρχαιολόγοι ήρθαν, αποκατέστησαν και θεράπευσαν την πληγωμένη εικόνα. Και οι τέσσερις φίλοι για μέρες δεν σταμάτησαν να διηγούνται και να ξαναδιηγούνται το κατόρθωμά τους στα άλλα παιδιά της κατασκήνωσης.

Τη μέρα της γιορτής Της, η Μεγαλόχαρη ξαναστάθηκε όρθια μέσα στο Καθολικό, μια σοβαρή Δέσποινα που δέχθηκε συγχωρητική τα πλήθη των πιστών της. Χέρι αγγέλου σήκωσε το φορτίο των γερατειών απ’ τους ώμους του παπα-Νικόδημου κι η φωνή του νεαρού ψάλτη ξαναβρήκε το γλυκασμό της.

Κι ο Σωτήρης κοιτάζοντας έναν-έναν τους φίλους του σκέφτηκε πως ναι, αυτές ήταν οι πιο περιπετειώδεις διακοπές της ζωής του.