Open menu

Διήγημα

domeniko

(βασισμένο σε αφήγηση του πατέρα μου Στέφανου Σπυρέλη)

Βάια Σπυρέλη, Θεολόγος, Θεατρολόγος

 

5 Νοέμβρη 1943 έμπαιναν οι Γερμανοί στο χωριό. Ήμουν είκοσι χρονών. Έφευγα μ ένα μπόγο στην πλάτη μαζί μ ένα μπουλούκι ανθρώπους φορτωμένους με παιδιά, μπακιρένια σκεύη, τσόλια παραμάσχαλα.. ανθρώπους που έφευγαν απ το χωριό άρον- άρον, αφήνοντας στο έλεος των Γερμανών τις περιουσίες τους. Οι άξιοι και οι νιότεροι έμειναν πίσω να τους πολεμήσουν, μα του κάκου! Το μικρό απόσπασμα δεν θα συγκρατούσε μια ολόκληρη μεραρχία που ερχόταν από Αγρίνιο προς Καρπενήσι, καίγοντας τα πάντα και τσακίζοντας με τα πολυβόλα κάθε αντίσταση στο διάβα τους. Σίγουρα όμως θα καθυστερούσε λίγο την επέλαση και θα προλάβαιναν οι άνθρωποι να κρυφτούν.

Ο Προύλπος, όπως έλεγαν το καταφύγιό μας, ήταν δυο ώρες με κανονικό περπάτημα απ’ το χωριό, αλλά εκείνη τη μέρα δε χρειάστηκε ίσως ούτε μια ώρα να φτάσουμε. Για την ακρίβεια δεν περπατούσαμε αλλά τρέχαμε. Όλοι μικροί - μεγάλοι ακόμα και οι γέροντες όσο μπορούσαν να ταχύνουν το ποδάρι, μέχρι τον Κάτω Κάμπο.

Μετά, καθώς μπήκαμε στο λόγγο με τα ρείκια και τις κουμαριές, πήραμε όλοι μια ανάσα, λάγιασε λίγο ο φόβος και σταθήκαμε να μετρηθούμε. Αλλά όπου και να κοίταζες σ’ έκοβε η νίλα. Γυναίκες έκλαιγαν κρατώντας σφιχτά τα μωρά στην αγκαλιά τους, οι γριές καταριόνταν μουντζώνοντας κατά τον Αη_ Γιάννη, όπου μαίνονταν η μάχη με το συμμαχικό απόσπασμα. Σε μια γωνιά είχε ακουμπήσει ο πατέρας μου, είχε θέρμες μέρες τώρα, πόναγε το στήθος του κι η μάννα μου τον έτριβε. Οι γεροντότεροι στέκονταν σκεφτικοί και αναποφάσιστοι για πού θα τράβαγε ο καθένας, μερικοί είχαν βλαχοκάλυβα στον Προύλπο, δίπλα στο ποτάμι, αλλά ο κόσμος ήτανε πολύς και δεν υπήρχε τρόπος να βολευτούν. Θα έφτιαχναν πρόχειρα τσιατούρια[1] να φυλαχτούν απ’ τη βροχή αλλά το κρύο είχε αρχίσει κι αν συνέχιζε ο χαμός, δεν ήταν εύκολο να βγάλουν το χειμώνα.

Εμείς είχαμε ένα πέτρινο σπιτάκι για τις φορές που κατεβαίναμε απ’ το βουνό στον κάμπο με τα πρόβατα. Θα παίρναμε όμως σπίτι μας όποιον μπορούσαμε, έτσι κι αλλιώς αυτό γίνονταν πάντα. Το σπίτι μας ήταν ορθάνοιχτο για οδοιπόρους και περαστικούς, που ρίχνονταν με το καρέλι[2] απ’ το Βάλτο για να περάσουν το ποτάμι. Ο πατέρας μου ήταν πάντα ζεστός με τον κόσμο, τους καλωσόριζε στην πέτρινη αυλή, ώρες ατέλειωτες κουβέντιαζε μαζί τους. Εμείς καθόμασταν και τα έξη γύρω τριγύρω περιεργαζόμενοι τάχα μου διάφορα πράγματα, έτσι για να ακούμε.

Αλλά ο ίσκιος του σπιτιού ήταν η Βάβω, η μάνα της μάνας μου. Οι περισσότεροι έρχονταν γι αυτή επειδή ήτανε γιάτρισσα και ήξερε τα βότανα. Τους έβλεπες ανήμπορους καβάλα στο γαϊδούρι άλλοι με πόνους στην κοιλιά άλλοι με κόκαλα σπασμένα, και πάντα μ ένα φίλεμα στο σακούλι, στην περίπτωση που έγιαναν[3], να μας τα αφήσουν στο σπίτι.

Και πράγματι δεν ήταν λίγες οι φορές που οι άρρωστοι έφευγαν ποδαράτοι με χαμόγελα κι εμείς χορταίναμε μπομπότα και τυρί, ήτανε βλέπεις πείνα και δυστυχία.

Τέτοια εποχή μαζεύονταν και τα πουλιά στον Προύλπο, εγώ με τον Κώστα τον αδελφό μου παραβγαίναμε ποιος θα πιάσει κότσυφα στην παγίδα του. Είχε όμως πουλιά ένα ντέλο[4], φτιάχναμε και πουλόπιτα. Το λάδι δε μας έλειπε, δόξα σοι ο Θεός. Το ψωμί όμως το λιμάξαμε[5], πιο πολύ το καθάριο το σταρένιο, γιατί μπομπότα είχαμε από λίγο.

 

Η βάβω στέκονταν σκυφτή στο μπουχαρί[6] όσο ετοίμαζε φλαμούρι και αφροξυλιά για τον άρρωστο πατέρα μου, μα κάθε τόσο κούναε το κεφάλι και μουρμούριζε απελπισμένη όσο πέρναγαν οι μέρες κι έβλεπε πως τα βότανα δεν τον γιάτρευαν.

Ο κόσμος πέθαινε τότε κι από κρύωμα, δεν βρίσκονταν τα φάρμακα, έφταιγε πρώτα ο πόλεμος αλλά και η σουλφαμίδα[7] ήταν δυσεύρετη. Δε γίνονταν να πας στο Αγρίνιο, ήταν μια μέρα δρόμος να πας και μία να γυρίσεις. Εμείς δεν είχαμε ούτε λεφτά, άσε που στο δρόμο σε σταματούσαν οι αντάρτες και δεν ήξερες σε ποιους θα πέσεις κάθε φορά. Ήτανε βλέπεις δυο στρατόπεδα και σφάζονταν αναμεταξύ τους.

Θα πέθαινε κι ο πατέρας μου στα σίγουρα. Μέρα τη μέρα έλιωνε στο στρώμα από τη θέρμη. Η μάνα μου μουντόκλαιγε κρυφά. Αναλογίζονταν τι θα γινόμαστε έξη παιδιά στη λάκα, απροστάτευτοι δεν ήταν εύκολα.

Κάποιος μας είπε ότι στην Τέρβα είχε ξεπέσει ένας Ιταλός γιατρός, απ τους λιποτάκτες του Μουσολίνι .Οι δύστυχοι οι Ιταλοί….. Είχανε χάσει τον πόλεμο και ξέμειναν στην Ελλάδα μην ξέροντας τι να κάνουν. Ορισμένοι είχανε πάει με το μέρος των Γερμανών και πολεμούσαν μαζί τους αλλά οι περισσότεροι αντιστάθηκαν στον πόλεμο. Κηρύχτηκαν λιποτάχτες και μην έχοντας τρόπο να γυρίσουν πίσω, περιφέρονταν εδώ και κει, κρυμμένοι σε σπίτια Ελληνικά κάνοντας διάφορες δουλειές για να επιβιώσουν.

Ευτυχώς για μας υπήρχε ο Ντομένικο, έτσι τον έλεγαν, ήταν και καλός γιατρός. Ο κόσμος ήτανε ευχαριστημένος κι από στόμα σε στόμα η φήμη του έφτασε σε μας.

Χωρίς χρονοτριβή του παραγγείλαμε να έρθει. Τον περιμέναμε όλοι μαζί στην πέτρινη αυλή μας. Εμείς κι ένα τσούρμο άνθρωποι, όλοι είχαν από κάτι να τους κοιτάξει.

Έφτασε κατά το γιόμα καβάλα στο άλογο του κατσουλωμένος[8] με μια σκονισμένη χλαίνη ό,τι είχε απομείνει από τη στρατιωτική του ενδυμασία, κατάχλωμος και φοβισμένος ένα λιάγκρισμα[9] απ’ την πείνα. Σοβαρός και αμίλητος ξεπέζεψε απ’ τα’ άλογο. Ίσα - ίσα που μας κοίταξε.

Αρχίσαμε να κουνάμε τα χέρια μας φωνάζοντας όλοι μαζί. Μερικοί μάλιστα πολύ δυνατά σε μια προσπάθεια να μιλήσουμε τη γλώσσα του.

-Ντομένικο, καλώς ήρθες.

Ο πατέρας είναι άρρωστος βαριά, ξεχώρισα τη φωνή του Κώστα του αδελφού μου.

--Πεθαίνει, συμπλήρωσε με έμφαση κάνοντας ένα σωρό νοήματα για να τονίσει αυτά που έλεγε και στο τέλος έγειρε το κεφάλι σαν όπως κάνει κάποιος όταν πεθαίνει.

Εκείνος άνοιξε διάπλατα τα μάτια, κούνησε την παλάμη του σαν να προσπαθούσε να καταλάβει και πότε- πότε έσκυβε το κεφάλι όλο συγκατάβαση Στα χέρια του κρατούσε μια τριμμένη δερμάτινη τσάντα με τα εργαλεία του. Στεκόταν σα χαμένος και αναποφάσιστος. Η βάβω μου χωρίς καθυστέρηση τον άρπαξε απ το χέρι μπάζοντας τον στο σπίτι

Εξέτασε ώρα πολλή τον πατέρα μου.. Στο τέλος τον είδα να μισοκάθεται στο στρώμα κρατώντας τα ακουστικά στο χέρι του, σαν να μην ήθελε να πει τίποτα για το προδικασμένο. Δε μίλαγε κανείς. Η μάνα μου είχε σταυρώσει τα χέρια σε μια βουβή λύπη…. Ο πατέρας κοίταζε αλλού περιμένοντας…. Εμείς τα παιδιά όρθια, έλεγες πως αναμέναμε κάτι σωτήριο που δεν έπρεπε να καθυστερήσει. Και δεν καθυστέρησε!

Πώς έφεξε έτσι το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή! Θυμήθηκα που ένα χρόνο πριν ο πατέρας είχε κατεβεί στο Αγρίνιο να πάρει φάρμακα για την αδελφή μου την Αλέξω. Μέχρι να γυρίσει όμως, η Αλέξω είχε γίνει καλά και τα φάρμακα τα άφησε πάνω απ το μπουχαρί. Τα είχα συμμαζέψει το λοιπόν! Μάλιστα για να μη χαθούν τα βαλα στον πάτο της κασέλας με τα ρούχα μας!

Αστραπιαία την άνοιξα και πέταγα τα ρούχα ψάχνοντας για το πολύτιμο αγαθό. Τα μάγκωσα στη χούφτα μου και τα έφερα στον Ντομένικο. Εκείνος τα κράτησε στην παλάμη και τα περιεργάζονταν σαν να μην πίστευε στα μάτια του. Έπειτα ανασήκωσε το κεφάλι γουρλώνοντας τα μάτια.

_Μπόνοοοοοο… φώναξε ηχώντας με ένα τεράστιο γέλιο. Ντεν πετάνει γερο τώρα!!

Χαράς ευαγγέλια από κείνη τη στιγμή! Το σπίτι φώτισε όλο από τα γέλια μας… Περιποιηθήκαμε τον Ιταλό που εξακολουθούσε να με κοιτάζει με κατάπληξη κάθε φορά να σκάει στα γέλια λέγοντας πάντα: Μπόοοοοονοοοοοοο.

Εμείς το διασκεδάζαμε επαναλαμβάνοντας τα Ιταλικά που μας έλεγε, η τα σπαστά Ελληνικά με την τραγουδιστή προφορά.… Μπόοοοοονοοοοοοο.

Από κείνη τη στιγμή, έβλεπα τον Ντομένικο σαν ένα δικό μου άνθρωπο, λύθηκε η γλώσσα μου και άρχισα να λέω διάφορα… σαν να ήθελα να βγάλω την υποχρέωσή μου που κουβαλήσαμε τον ξένο άνθρωπο σπίτι για τον πατέρα.

Έμεινε τότε στον Προύλπο κάνα δυο τρεις μέρες. Εξέταζε κόσμο και κοσμάκη που δεν είχε δει ποτέ γιατρό στα μάτια του! Μαζί πεζοπορούσαμε γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι, όπου κι αν τον καλούσαν να βοηθήσει τους ανήμπορους ή να ξεγεννήσει καμιά γυναίκα ή να δέσει κανένα σπασμένο χέρι. Δεν τον άφηνα από δίπλα και τι καμάρι που το είχα όταν μου έδινε να κρατάω την τσάντα με τα εργαλεία.

Ήταν χειμώνας του 43, στα μέσα της Γερμανικής κατοχής, αλλά τούτος ο άνθρωπος είχε αλαφρύνει με τον τρόπο του τις δυσκολίες του κοσμάκη. Τότε έσωσε στην κυριολεξία απ’ το θάνατο και τη θεια Λευτερία που έμενε στη Λάκκα και είχε αφορμίσει το ποδάρι της. Αλλά κι ο πατέρας έγινε καλά.

 

Έφυγε στο καλό. Νόμιζα ότι δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ. Αλλά τον είδα, δυστυχώς, λίγους μήνες αργότερα…

Ήμασταν ένα μεσημέρι στο χωριό με τον Κώστα και καθόμασταν σε ένα καφενείο, έξω απ’ το αρχηγείο του Στρατού της Απελευθέρωσης,. Καλοκαίρι του 44. Έκανε τρομερή ζέστη.

Αντάρτες πήγαιναν κι ερχόταν. Είχανε κάνει επιχειρήσεις εκκαθάρισης όπως τις έλεγαν. Ξετρύπωναν τους Ιταλούς και τους οδηγούσαν για εκτέλεση. Εμείς παρακολουθούσαμε την κίνηση περίεργοι. Και ξάφνου χτύπησε ένας συναγερμός στην καρδιά μου.

Ήταν ο Ντομένικο! Περπάταγε σκυφτός στο δρόμο ανάμεσα σε μια ομάδα έξη Ιταλών και δεν μας έβλεπε. Γύρω τους οπλισμένοι αντάρτες…

Σηκώθηκα όρθιος! Πήγα κάτι να πω… αλλά ένοιωσα την παλάμη του Κώστα να μου βουλώνει το στόμα. Έβγαλα ένα βρυχηθμό απ’ τα σωθικά μου. Το βούλωσα. Εκείνοι ξεμάκραιναν. Καθίσαμε παγωμένοι στην καρέκλα και δεν κοιταζόμασταν.

Ώρα πολλή…. Έπειτα ακούσαμε την ομοβροντία των πυροβολισμών στη μελίστα[10] του Αη_ Γιάννη.

_Πάει αυτός… είπε ψιθυριστά ο Κώστας.

 


[1] Τσιατούρια= στέγαστρα

[2] καρέλι= κουβούκλιο που σύρονταν με τροχαλίες από τη μία ως την άλλη πλευρά του ποταμού.

[3] Έγιαναν= θεραπεύονταν, γίνονταν καλά.

[4] Ένα ντέλο= ένα σωρό, πάρα πολλά.

[5] Λιμάζω= στερούμαι από φαγητό.

[6] Μπουχαρί= τζάκι.

[7] Σουλφαμίδα= αντιβιοτικό χάπι που το αντικατέστησε η ανακάλυψη της πενικιλίνης.

[8] Κατσουλωμένος= σκεπασμένος καλά.

[9] Λιάγκρισμα= λέξη που θέλει να δείξει τον καχεκτικό άνθρωπο που έχει λιώσει απ τις κακουχίες.

[10] Μελίστα= γκρεμός με αργιλώδες έδαφος.