Open menu

Θέμα:
«Βιομηχανική Αρχαιολογία.
Κατάλοιπα από τη καλλιέργεια του καπνού
κατά τον 20ο αιώνα στο Αγρίνιο»

Τάξη: Γ΄ Γυμνασίου
Καθηγητές: Κ.Α. Κολοβός ΠΕ 02, Ε. Βουρσούκη ΠΕ 02, Δ. Α. Κουτσονίκας ΠΕ 02
Αγρίνιο 2009

Εισαγωγή

Όπως κάθε χρόνο, από τότε που καθιερώθηκε ο θεσμός της Τοπικής Ιστορίας, στη Γ Γυμνασίου,
επιλέγεται μια θεματική ενότητα και εργάζονται οι μαθητές πάνω σ’ αυτήν, στα πλαίσια βεβαίως των διαθεσίμων ωρών.
Αν για κάθε σχολείο ισχύει το γεγονός ότι δεν υπάρχει άνεση χρόνου, για τα Μουσικά Σχολεία αυτή η κατάσταση είναι πιο έντονη. Οι μαθητές και οι μαθήτριες έχουν επιπλέον μαθήματα και δραστηριότητες (όπως θεατρική παιδεία), μετέχουν σε διάφορα μουσικά σύνολα, πραγματοποιούν εκπαιδευτικές εκδρομές στο εσωτερικό κι εξωτερικό και συμμετέχουν σε εκδηλώσεις εντός κι εκτός σχολείου.
Εν τούτοις, εξοικονομήθηκαν 10 διδακτικές ώρες για κάθε τμήμα καθ’ όλη τη διάρκεια του διδακτικού έτους κι έγινε μια ιστορική αναδρομή πάνω σ’ ένα μεγάλο για τη περιοχή μας (κάποτε) θέμα.
Τη καλλιέργεια του καπνού.
Επειδή βασικός παιδευτικός στόχος ήταν η επικοινωνία των παιδιών με την ιστορική εξέλιξη του τόπου και τις σημαντικές αυτές ιστορικές μνήμες ανατέθηκε σε ομάδες των 3-4 παιδιών η καταγραφή ορισμένων στοιχείων της καπνοκαλλιέργειας, μιας και στο σύνολο τους σχεδόν προέρχονται (προερχόμαστε όλοι ) από οικογένειες καπνοκαλλιεργητών.
Βέβαια τώρα, με την αντικαπνιστική εκστρατεία που γίνεται (και καλώς γίνεται) ο καπνός, το φυτό «νικοτιανή» διατελεί υπό διωγμόν . Κι έγινε και γι’ αυτό συζήτηση –ενημέρωση στα τμήματα της Γ΄ Γυμνασίου .
Όμως τα ίχνη που άφησε η καπνοκαλλιέργεια στη περιοχή μας τον 19ο και 20ο αιώνα είναι ανεξίτηλα. Ήδη παλιές εγκαταστάσεις στη περιοχή «Φαρμακέϊκα» νοτίως του Αγρινίου, όπου σήμερα το Αστυνομικό Μέγαρο, διαμορφώθηκαν σε εστιατόριο πολυτελείας και παράλληλα μικρό μουσείο καπνού.
Τέλος επισημαίνεται ότι σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας (Καβάλα λ.χ.) στο θέμα αυτό δηλαδή στη διατήρηση κι ανάδειξη παλαιών εγκαταστάσεων σχετικών με τη καπνοκαλλιέργεια κι επεξεργασία, οι διάφοροι φορείς είναι πολύ πιο δραστήριοι και προχωρημένοι. Κι αυτό επισημάνθηκε πρώτα από τα ίδια τα παιδιά.

Μικρό ιστορικό σημείωμα για το καπνό
Ο καπνός είναι φυτό ποώδες που φτάνει μέχρι και τα δυο μέτρα σε ύψος. Επισήμως λέγεται Νικοτιανή η Κοινή (nicotiana tabacum) και οφείλει τ’ όνομα του στο Γάλλο διπλωμάτη Ιωάννη Νικό (Nicot) ο οποίος δεν έφερε μεν το φυτό αυτό στην Ευρώπη, ήταν όμως πρεσβευτής της Γαλλίας στη Λισσαβώνα κι έφερε φυτά και σπόρους από τη Πορτογαλία στη πατρίδα του περί το 1560 και τα προσέφερε στην Αικατερίνη των Μεδίκων. Το φυτό έχει καταγωγή από τη Κεντρική και Νότιο Αμερική . Έτσι ο καπνός διεδόθη στην Ευρώπη και ήρθε στην Ελλάδα που τότε ήταν επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γύρω στο 1600, όπως γράφει ο περιηγητής Πουκεβίλ. Όμως η ακμή της καπνοκαλλιέργειας στην Ελλάδα καταγράφεται στον 19ο και 20ο αιώνα. Μάλιστα , στα ανατολικού τύπου λεγόμενα καπνά η Ελλάδα έφτασε να κατέχει τόσο στη παραγωγή όσο και στις εξαγωγές παγκοσμίως τη πρωτεύουσα θέση.
Δηλαδή από παραγωγή 5,5 χιλιάδων τόνων εκλεκτών ανατολικών καπνών το 1885, έφτασε η Ελλάδα να παράγει 65 χιλιάδες τόνους το 1926 (πηγή : Εθνικός Οργανισμός Καπνού).
Οι ποικιλίες του καπνού είναι πάρα πολλές (Μπασμάς, Μυρωδάτα, Τσιμπέλια, Βιρτζίνια, Σιίρ Ντιλί ή Ζίχνα, Μπασί-Μπαγλί, Κουμπά –Κουλάκ, Καλούπ Σμύρνης , Σαρί, Μαύρα ή αράπικα, Σαμψούντος, Καράδες, Καστέλια και Τουμπεκί). Την Αιτωλοακαρνανία ενδιαφέρουν τα 4 πρώτα , ο Μπασμάς (που σημαίνει «πιεσμένος») τα Μυρωδάτα, και κυρίως τα Τσιμπέλια (από την αραβική λέξη τζεμπέλ που σημαίνει «λόφος») .Βιρτζίνια είναι η ομώνυμη πολιτεία των ΗΠΑ. Εκτός από την Αιτωλοακαρνανία , ονομαστές περιοχές για τα εκλεκτά καπνά τους ήταν η Θράκη, η Καβάλα, η Ξάνθη, η Φθιώτιδα κ.α.
Το 1911 εξήχθησαν σε 18 χώρες ελληνικά καπνά αξίας 17,5 εκατομμυρίων δραχμών, όταν η αξία του καπνού ήταν 2,5 δραχμές η οκά.
Πρώτη χώρα απορρόφησης ελληνικών καπνών ήταν και είναι η Ομοσπονδιακή Γερμανία (εκτός φυσικά της περιόδου των πολέμων).
Απ’ όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ο καπνός, η καπνοκαλλιέργεια, υπήρξε παράγων σοβαρού εισοδήματος για τον Έλληνα αγρότη-καπνεργάτη αλλά και σημαντικότατο έσοδο για το κράτος (έγγειος φόρος επί των παραγόμενων καπνών και φόρος κατανάλωσης των τσιγάρων).
Σήμερα η καπνοκαλλιέργεια παρακμάζει.. Από τη μια μεριά προβληματίζονται οι αρμόδιοι «για το εισόδημα των καπνοκαλλιεργητών που χάνεται» και από την άλλη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο γίνεται μια πολυδάπανη αντικαπνιστική εκστρατεία .
Στην Ελλάδα σήμερα η μόνη καπνοκαλλιέργεια που ακμάζει περιορίζεται στο χωριό Δομένικο Ελασόνος Λαρίσης, όπου παράγονται εντελώς διαφορετικά καπνά Κεντρικής Αμερικής, κατάλληλα για τη παρασκευή πούρων τύπου Αγίου Δομήνικου και Αβάνας.

Η «Τοπική Ιστορία» στο Μουσικό –Πειραματικό Σχολείο Αγρινίου
Η «πατριδογνωσία» αυτή είναι σπουδαίο μάθημα και καλώς καθιερώθηκε. Πολλοί συνάδελφοι το διδάσκουμε εξοικονομώντας λίγες ώρες από το Ωρολόγιο Πρόγραμμα πολύ πριν καθιερωθεί. Κάθε χρονιά επιλέγεται και μια διαφορετική ενότητα και όταν εξαντληθούν τα θέματα επανερχόμεθα. Συνεννοούμεθα οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν Ιστορία στη Γ΄ Γυμνασίου με τη Διευθύντρια και με τους συναδέλφους που δίδαξαν το μάθημα αυτό τα παρελθόντα σχολικά έτη.
Έχουν διδαχτεί έτσι τα εξής αντικείμενα:
* Η Αιτωλοακαρνανία στην Εθνική Αντίσταση 1941-44.
* Παραδοσιακοί –λαϊκοί οργανοπαίχτες ,
* Επαγγέλματα που χάνονται ,
* Γειτονιές και νεοκλασικά κτήρια του Αγρινίου,
* Ορεινά μονοπάτια –διαδρομές στην Αιτωλοακαρνανία,
* Παλιά και νέα τοπωνύμια, στην Αιτωλοακαρνανία,
* Χοροί του τόπου μας,
* Παραδοσιακές συνταγές και έθιμα κ.α.

Βιομηχανικά κατάλοιπα στο Αγρίνιο
Για περισσότερο από 100 χρόνια η καπνοκαλλιέργεια ήταν μακράν το πρώτο εισόδημα για τον λαό
της περιοχής μας. Ειδικά μετά το 1922-24, με τη μαζική άφιξη των προσφύγων παρά τα φοβερά προβλήματα, η τοπική οικονομία άνθισε(όπως αντίστοιχα κατέρρευσε η οικονομία των Μικρασιατικών παραλίων όταν ερήμωσε από το δραστήριο ελληνικό στοιχείο). Οι πρόσφυγες (Πόντιοι και Μικρασιάτες) ήταν ικανοί γεωργοί κι επίσης ένα εργατικό δυναμικό άφθονο και φτηνό.
1. Σήμερα διατηρείται στη περιοχή του «τραίνου» απέναντι από το 3ο Λύκειο και τα Γυμνάσια 2ο και 6ο , το τεράστιο κτήριο «Αδελφών Παπαπέτρου», πρώην καπναποθήκες, δείγμα αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου χωρίς διακοσμητικά στοιχεία, κτήριο χρηστικό και άσχημο δηλαδή, χωρίς αναγνωρίσιμο σχήμα. Σήμερα ανήκει στο Δημόσιο, άγνωστες δε η τύχη και η χρήση του στο μέλλον.
2. Κοντά στις «Αποθήκες Παπαπέτρου», στην οδό Δεληγιώργη, επίσης κοντά στο Σταθμό του τραίνου όπου και προτομή του ήρωος του Μακεδονικού Αγώνα Παναγιώτου Κουμπούρα, υπάρχουν οι Καπναποθήκες Παπαστράτου, κτήριο εξαιρετικού αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, και αισθητικής αξίας. Το κτίσμα αυτό κρίθηκε διατηρητέο, διεσώθη και εδωρήθη από τη οικογένεια Παπαστράτου στο Δήμο Αγρινίου μαζί με το νεότερο παραπλεύρως κτίσμα .
3. Στη οδό Παναγοπούλου, στη συμβολή της με την οδό Γρίβα, εκεί όπου σήμερα υπάρχει η πολυκατοικία καταστημάτων και γραφείων «Μπαρτσώκα», υπήρχαν οι «Αποθήκες Παναγοπούλου» .
Κατελάμβαναν ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο και είχαν κατασκευαστεί σε δυο φάσεις.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ένα πέτρινο κτήριο και στη δεκαετία του 1950 το υπόλοιπο από ατσάλι και μπετόν , έργο του μηχανικού Ευάγγγελου Κουλουμπή , του μετέπειτα υπουργού του ΠΑΣΟΚ.
Ένα κτίσμα απίστευτης στερεότητας, όπως φάνηκε από τη τρομερή δυσκολία να το κατεδαφίσουν.
Από κάποιες «ομάδες πρωτοβουλίας» είχαν γίνει το 2000 ενέργειες να κηρυχτεί διατηρητέο και να μην κατεδαφιστεί, ενέργειες όμως που δεν ευοδώθηκαν και οι Αποθήκες Παναγοπούλου κατεδαφίστηκαν και τη θέση τους πήρε αυτό που υπάρχει σήμερα.
4. Οι ίδιοι όμως αυτοί διαμαρτυρόμενοι για τη τύχη του προηγούμενου νεότερου μνημείου δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για κάποιο άλλο πολύ σημαντικότερο συγκρότημα κτισμάτων. Στη θέση «αερογέφυρα», κάτω στη συνοικία «Ντούτσαγα» με επαφή στην Εθνική Οδό Αντιρρίου –Αγρινίου –Ιωαννίνων, υπάρχουν οι πάλαι ποτέ εγκαταστάσεις του ΕΟΚ, Εθνικού Οργανισμού Καπνού.
Εκεί για δεκαετίες γίνονταν πειραματικές καλλιέργειες, δοκιμές λιπασμάτων, εκπαίδευση. Γεωπόνοι, τεχνολόγοι γεωπονίας, γεωργοτεχνίτες, αγρότες πέρασαν από εκεί. Υπάρχουν φούρνοι με ξύλα γαλλικού ρυθμού, εποχής του μεσοπολέμου, ξηραντήρια καπνού που τώρα βρίσκονται ερειπωμένα.
Ο Εθνικός Οργανισμός Καπνού καταργήθηκε και τώρα εκεί υπηρετεί μόνο ένας υπάλληλος, ο γεωπόνος κ. Τζάνης ο οποίος μάλιστα σε λίγες μέρες συνταξιοδοτείται . Το τι θα γίνει, ποια τύχη θα έχει το μοναδικό αυτό μνημείο βιομηχανικής αρχαιολογίας είναι άγνωστο.
Στη Καβάλα πάντως κάτι ανάλογο έχει αξιοποιηθεί ως Μουσείο Καπνοκαλλιέργειας.
5. Τέλος, το τελευταίο δείγμα κτηρίου σχετικού με τη καπνοκαλλιέργεια, ενός κτηρίου μ’ επιτυχημένη αλλαγή χρήσεως, είναι η «ΗΛΙΑΣΤΡΑ» στις αρχές της πεδιάδας του Αγρινίου, κάτω από τις εγκαταστάσεις Ορυζομύλων Αγρινίου του Πιστιόλα, κοντά στο νέο Αστυνομικό Μέγαρο .
Εκεί η οικογένεια Φαρμάκη είχε το περασμένο αιώνα ένα ενιαίο καπνοτόπι περί τα 400 στρέμματα.
Απ’ αυτά άλλα ρυμοτομήθηκαν, άλλα απαλλοτριώθηκαν, οι απόγονοι της οικογένειας δεν είναι πλέον καπνοπαραγωγοί, αλλά επιστήμονες, δικηγόροι, κτηνίατροι, εκπαιδευτικοί κλπ. Η καπνοκαλλιέργεια δεν αποδίδει πλέον και είναι γνωστό ότι ό,τι δεν πουλάει πεθαίνει. Ό,τι δεν προσαρμόζεται δεν επιβιώνει . Έτσι τα παλιά υποστατικά μετετράπησαν σε τουριστικό συγκρότημα πολυτελείας και μαζί ένα μικρό «Μουσείο Καπνού», με όλα τα παλιά εργαλεία.
Όλα τα παραπάνω συζητήθηκαν με τα παιδιά και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα και τα διδάγματα του.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Το Μουσικό Σχολείο διαθέτει ενημερωμένη βιβλιοθήκη, η οποία και πλήρως λειτουργεί και συνεχώς εμπλουτίζεται.
Οι παρακάτω εκδόσεις υπάρχουν στη βιβλιοθήκη αλλά τώρα, με το διαδίκτυο οι δυνατότητες ενημέρωσης σε κάθε θέμα έχουν πολλαπλασιαστεί.
Προσοχή όμως ! Στα παιδιά πάντα τονίζεται, ότι στο διαδίκτυο γράφει ο καθένας ό,τι θέλει και επισημαίνονται οι κίνδυνοι από τη χρήση του.
1. Αριστείδης Μπαρχαμπάς , ΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ ΚΑΠΟΤΕ…
Λεύκωμα. Εκδόσεις ERGO, Αθήνα 2003
2. Θεόδωρος Θωμόπουλος , ΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ. 1954
3. Δ. Λουκόπουλος , ΑΙΤΩΛΙΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΙΣ, σκεύη και τροφαί. Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1984.
4. Ευάγγελος Παπαστράτος, Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΙ Ο ΚΟΠΟΣ ΤΗΣ.
5. ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ –ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ. Έκδοση της Ιστορικής –Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Στερεάς Ελλάδος.
6. Το αντίστοιχο ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΗΣ ΤΕΔΚ.
7. Αριστείδη Μπαρχαμπά «ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΕΣ. ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ». Το βιβλίο συνοδεύεται από μουσικό cd του συναδέλφου καθηγητού στο Μουσικό Σχολείο, Κώστα Γκίκα.
8. Α.Ι.Μάντζάρη, ΤΑ ΚΑΠΝΑ ΜΑΣ, Αθήνα 1929. Το βιβλίο αυτό είναι σπάνιο και δυσεύρετο σήμερα. Υπάρχει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγρινίου.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
 

16

Παράδειγμα αλλαγής χρήσης.
Τα παλιά υποστατικά έγιναν εστιατόριο πολυτελείας –μουσείο καπνού.
Η «λιάστρα» μπροστά έχει μουσειακή αξία.

25

Παλιά ξηραντήρια καπνών.
Φούρνοι με ξύλα, εποχή μεσοπολέμου στον Καπνικό Σταθμό Αγρινίου.

 

3

Εναλλακτικές καλλιέργειες.
Το γλυκαντικό φυτό Stevia καλλιεργείται πειραματικά στον πρώην Καπνικό Σταθμό Αγρινίου.

 

 

 

 

 

 

4

Βιοτεχνίες, ιπποφορβείο, αμπέλια πήραν τη θέση των καπνοχώραφων.
Ό,τι δεν προσαρμόζεται πεθαίνει.

Από τα έθιμα του τόπου μας
Τα Πανηγύρια της Αιτωλοακαρνανίας
Από την εκδήλωση του Μουσικού Σχολείου Αγρινίου στα πλαίσια του Μαθητικού Φεστιβάλ
Περιβαλλοντική Ομάδα και Σύνολο Παραδοσιακής Μουσικής (Οργανικό και Φωνητικό). Απρίλιος 2003


Ο άνθρωπος του μόχθου διαπνεόμενος από βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα και έχοντας έντονη την ανάγκη της ανάπαυλας από τη δουλειά, άρπαξε κυριολεκτικά την ευκαιρία των θρησκευτικών εορτών των Αγίων τo όνομα των οποίων τιμούσαν οι εκκλησίες του χωριού και συνηθέστερα η κεντρική εκκλησία του χωριού, για να διασκεδάσει, τιμώντας έτσι με το δικό του τρόπο τη θρησκεία.
Συνήθως, όταν η κεντρική εκκλησία ή εξωκλήσια γιόρταζε επακολουθούσε γλέντι, το πανηγύρι. Συγκέντρωση όλων των κατοίκων (παν-αγείρω) οι οποίοι αφού συμμετείχαν σ’ όλες τις λατρευτικές τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα που συνηθίζονταν (εσπερινός – αρτοκλασία, θεία λειτουργία, περιφορά εικόνας, λιτανεία) και άναβαν ευλαβικά το κεράκι τους ζητώντας τη χάρη και την προστασία του θεού, έχοντας αναπαυμένη τη συνείδησή τους, άρχιζαν το χορό και το τραγούδι.
Πανηγύρι για το λαό της περιοχής μας σήμαινε γιορτή θρησκευτική και «κοσμική» μαζί, αξεχώριστα. Το πανηγύρι ήταν μέρα σταθμός για όλους τους συντοπίτες. Σ’ αυτό αντάμωναν με φίλους και συγγενείς, αυτό είχαν ορόσημο οι ξενιτεμένοι για την επίσκεψή τους στο χωριό «Να’ μαστε στο πανηγύρι».
Όλο το χωριό γιόρταζε, κοινός εορτασμός. Τα σπίτια καθαρίζονταν και άνοιγαν οι πόρτες τους σε κάθε επίσκεψη. Μαγειρεύονταν φαγητά άφθονα «μη κι έρθει κάποιος ξένος», ετοιμάζονταν τα φιλέματα, τα γλυκά, έβγαινε το τσίπουρο και το κρασί. Οι χωριανοί φορούσαν τα «καλά τα ρούχα» και οι κοπέλες και τα νεαρά αγόρια περίμεναν πως και πως τη μέρα του πανηγυριού. Θα τους δινόταν η ευκαιρία να δουν, να ρίξουν κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλο. Η ηθική της εποχής δεν επέτρεπε συγχρωτισμό ανάμεσα στα δύο φύλα. Ακόμα και αυτή η συνάντηση στο πανηγύρι περιορίζονταν στο αντίκρισμα και στο θαυμασμό χορευτικών ικανοτήτων, αλλά από απόσταση. Το πανηγύρι έχει κοινωνική διάσταση και δίνει λύσεις. Το νυφοδιάλεγμα εμπεριέχεται στις άδηλες και άτυπες  συνιστώσες του.
Ενδεικτικό είναι το τραγούδι:
«Μια γαλαζοφορεμένη μου ‘χει την καρδιά καμένη…
Δεν μπορώ να τη γελάσω το χεράκι της να πιάσω…
Στο χορό που θα χορεύει, σύρε πιάσ’ την απ’ το χέρι».
Βασικό στοιχείο της οργάνωσης της διασκέδασης είναι η οικογένεια και το σόι (η συγγένεια). Οι οικογένειες και τα σόγια του χωριού συγκροτούσαν παρέες, συντροφιές και πήγαιναν στο πανηγύρι. Όλοι μαζί κάθονταν και έτρωγαν και πάλι τα μέλη της παρέας θα σηκώνονταν για χορό μαζί. Οι αναμείξεις δεν επιτρέπονταν σύμφωνα με άγραφο κανόνα, ιδιαίτερα στις παρέες που είχαν ανάμεσά τους νεαρά κορίτσια, τα οποία ήταν σε ηλικία γάμου και στο πανηγύρι έκαναν την επίσημη παρουσίασή τους στην τοπική κοινωνία.
Υπάρχει ένα τυπικό που τηρούνταν στα περισσότερα πανηγύρια των χωριών. Ανήμερα της γιορτής του Αγίου, τον οποίο τιμούσε η εκκλησία και σχεδόν μετά τη θεία λειτουργία, αφού το εκκλησίασμα έβγαινε στο προαύλιο χώρο άρχιζε το γλέντι. Οι μουσικοί,  αυτόκλητοι του χωριού, (τα όργανα) ετοιμάζονταν. Οι παρέες έστρωναν κάτω από τα δέντρα ή στα πεζούλια χράμια ή μαντανίες κάθονταν και άρχιζαν το φαγητό σ’ αρκετές περιοχές. Το φαγητό το ετοίμαζε η οικογένεια και το έφερνε μαζί της από το σπίτι. Συνηθίζονταν κάθε σπίτι να ψήνει κρέας, να έχει δηλαδή ψητό αρνί, ψωμί, τυρί και κρασί. Έτσι όπως ήταν καθισμένοι ξεκινούσαν και το τραγούδι. Τα πρώτα τραγούδια που λέγονταν ήταν φωνητικά (χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων) τα λεγόμενα της τάβλας. Το έναυσμα τις περισσότερες φορές το έδινε ο παπάς του χωριού, ο οποίος αργότερα τιμής ένεκεν θα έσερνε πρώτος το χορό.
Πρώτο τραγούδι ήταν το υπέροχο, με τους ποιητικότατους στίχους:
«Σε τούτη την τάβλα που’ μαστε
σε τούτο το τραπέζι
τον άγγελο φιλεύουμε
και το Χριστό κερνάμε
και τη Παρθένα Δέσποινα
διπλά την προσκυνάμε…»
Ένα είδος προσευχής, όπου θαυμαστά ζητούσαν να παρακαθίσουν ως ομοτράπεζοι οι άγγελοι, ο Χριστός και η Παναγία. Οι άνθρωποι ζητούσαν όχι μόνο τη συγκατάβαση του Θεού, αλλά και την παρουσία του στο γλέντι τους. Αγνά και άδολα είχαν καταξιώσει το γλέντι τους ως προσφορά και στο Θεό τους. (λαϊκή σοφία).
Τα όργανα, οι μουσικοί του χωριού, καθισμένοι και αυτοί σ’ ένα πεζούλι άρχιζαν να παίζουν. Το ποιος θα χόρευε κανονιζόταν με σειρά προτεραιότητας, δήλωνε δηλαδή η κάθε παρέα την επιθυμία της, και έπαιρνε σειρά. Τη σειρά δεν επιτρέπονταν να την αλλάξουν. Όσο η παρέα χόρευε κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει στο χοροστάσι και να χορέψει.
Τα χορευτικά τραγούδια ήταν επιλογή του πρωτοχορευτή. Με το τέλος του χορού (συνήθως χόρευε ο καθένας δυο τραγούδια) κάθε τραγουδιού πλήρωναν τα όργανα. Την πληρωμή την έκανε ο ίδιος ο χορευτής ή στην περίπτωση που χόρευε γυναίκα ο κοντινότερος και προεστότερος συγγενής (πατέρας, σύζυγος, αδερφός).
Αν κάποια παρέα δεν ήθελε για πολλούς λόγους να χορέψει μπορούσε να παραγγείλει τραγούδι στα όργανα. Την παραγγελία κανένας άλλος δεν τη χόρευε. Τις περισσότερες φορές η παραγγελία ήταν αργό, καθιστικό τραγούδι. Ιδιαίτερη προτίμηση στους πανηγυριστές είχαν και τα ιστορικά τα κλέφτικα τραγούδια. (Μάρκου Μπότσαρη, Λεπενιώτη). Με το χορό και το τραγούδι το γλέντι συνεχίζονταν ως το βράδυ και έκλεινε με το τραγούδι «Τούτο τα’ αστέρι το λαμπρό» και την ευχή «Πάλε καλές ανταμώσεις».

Πανηγύρια μετά το ‘60

Με την ηλεκτροδότηση η χρονική διάρκεια του πανηγυριού αυξάνεται. Συχνά διαρκεί από τη νύχτα της παραμονής ως το πρωί, την επόμενη της εορτής. Τώρα το συγκρότημα έχει μικρόφωνα. Αλλά επέρχονται και άλλες αλλαγές. Το πανηγύρι ως γλέντι αλλάζει τόπο, μεταφέρεται σ’ άλλα σημεία του χωριού, όπου ο χώρος είναι μεγαλύτερος για να χωράει περισσότερα άτομα. Το αυτοκίνητο διευκολύνει τη μετάβαση πανηγυριστών και από τις γύρω περιοχές.
Τώρα οι μουσικοί οργανώνονται σε κομπανίες – συγκροτήματα. Ο υπεύθυνος του συγκροτήματος (συγκροτηματιάρχης) κλείνει συμφωνία με τον καταστηματάρχη ή εκείνον που αναλαμβάνει τη διοργάνωση του πανηγυριού. Συμφωνεί την αμοιβή των μουσικών αλλά η κύρια πηγή εσόδων του συγκροτήματος εξακολουθεί να παραμένει τα χρήματα που δίνουν οι χορευτές – πανηγυριστές (χαρτούρα). Τα τραγούδια της τάβλας σιγά - σιγά χάνονται. Την αρχή του γλεντιού κάνει το συγκρότημα παίζοντας δύο τρία οργανικά κομμάτια, τα μαρς.
Επίσης το πρόγραμμα το μουσικό διευρύνεται, μπαίνουν και λαϊκά ακούσματα. Μετά το ’50 γνωστοί λαϊκοί τραγουδιστές από την Αθήνα, όπως η Ρίτα η Αμπατζή έρχονται στην περιοχή Μεσολογγίου. Τραγουδούν και δημοτικά και λαϊκά. (Χαράλαμπος Μαργιέλης)
Όσο οι δυσκολίες της μεταπολεμικής περιόδου υποχωρούν στα πανηγύρια δεν παίζουν οι μουσικοί του χωριού ή των διπλανών χωριών. Καλούνται και αναζητούνται οι καλύτεροι στην περιοχή ή μετακαλούνται και μουσικοί έξω από την Αιτωλοακαρνανία. Μαζί τους βέβαια αυτοί έφερναν και το ηχόχρωμα του τόπου τους στο παίξιμό τους και έπαιζαν και τραγούδια γνωστά στην ευρύτερη περιοχή.
Το ραδιόφωνο συμβάλλει στη δημιουργία των λεγόμενων «σουξέ» τραγουδιών που αγαπιούνται σ’ όλη την Ελλάδα και έτσι αυτά (κυρίως λαϊκά) ζητούνται και παίζονται στα πανηγύρια διαβρώνοντας το τοπικό χαρακτήρα των μουσικών ακουσμάτων. Στα χρόνια μετά το ’50 ανεβαίνει στο πάλκο, μπαίνει στο συγκρότημα και η γυναίκα τραγουδίστρια. Μέχρι τώρα τραγουδούσε συνήθως ένας οργανοπαίχτης – καλλίφωνος. Η σχετική φιλελεύθερη ποίηση στα ήθη της Ελληνικής κοινωνίας επέτρεψε αυτή την καινοτομία. Η γυναίκα τραγουδίστρια μέλος του συγκροτήματος στην αρχή, κρατούσε ένα μικρό μέρος του προγράμματος, ο ρόλος της περιορίζονταν, συνόδευε τα τραγούδια παίζοντας το ντέφι.
Είναι γεγονός ότι η παραγωγή δημοτικών τραγουδιών έχει σταματήσει. Τον προηγούμενο αιώνα τα τραγούδια πλάθονταν στην ύπαιθρο και τροφοδοτούσαν τα αστικά κέντρα, σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Τα τραγούδια διαμορφώνονται από επαγγελματίες στα αστικά κέντρα και διαδίδονται στην υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία γίνεται παθητικός δέκτης. Η επικοινωνία με τη συμβολή ραδιοφώνου, τηλεόρασης, c.d. πλουτίζει το ρεπερτόριο των μουσικών και αυτός ο πλουτισμός έχει εμπορικούς – οικονομικούς λόγους (ικανοποίηση πελατείας). Παλιά, στις αρχές 20ου αιώνα ο παιχνιδιάτορας μάθαινε κυρίως τα ντόπια τραγούδια από πανηγύρι σε πανηγύρι, από γάμο σε γάμο και είχε την αυθεντικότητα και το ηχόχρωμα της περιοχής του. Σήμερα όμως, λόγω των μετακινήσεων (στα πανηγύρια καλούνται μουσικοί και φίρμες τραγουδιστές των αστικών κέντρων) δέχονται την επίδραση και άλλων ειδών μουσικών ακουσμάτων και έτσι η τεχνική και η αισθητική χάνει την ποιότητά της.
Ένας «λαϊκός» μουσικός δε λειτουργεί παρά μόνο στο φυσικό περιβάλλον (πανηγύρι, γάμο, γιορτή) σε συνεργασία με τους χορευτές. Η διάρκεια του γλεντιού εξαρτάται από το κέφι και τις ικανότητες χορευτών και μουσικών που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Αυτός όμως ο διάλογος καταργείται από το βιομηχανοποιημένο, σχεδόν σύγχρονο, δημοτικό τραγούδι και τη δομή του σύγχρονου πανηγυριού.
Το πανηγύρι σήμερα οδεύει να μορφοποιηθεί σε μια κακώς οργανωμένη εμπορική επιχείρηση μαζικής διασκέδασης, με στόχο το όσο μεγαλύτερο κέρδος του οργανωτή. Ευτυχώς όμως σε μικρά χωριά μπορούμε ακόμα να συναντήσουμε την αυθεντικότητα των παλιών πανηγυριών ακόμα.

Χορός
«Αυτός που σέρνει το χορό, σέρνει και το καγκέλι
σέρνει και κατά πόδι του, κορίτσια σαν αγγέλοι
Αυτός που σέρνει το χορό, είναι κόκκινο μήλο
έχει το βασιλιά γενιά και το βεζίρη φίλο».
Ο χορός είναι πολύ αγαπητή εκδήλωση του ανθρώπου σε κάθε ευκαιρία χαρά, λύπη, πόλεμος ή ειρήνη ο άνθρωπος εκδηλώνεται, εκφράζει τα συναισθήματά του με το χορό. Με το χορό προετοιμάζονταν ή ζούσαν τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής (θρησκευτική λατρεία, εκδηλώσεις που απέβλεπαν στη γονιμότητα της γης, γάμος, πάθη, έρωτας, πόλεμος).
«Ο χορευτής», γράφει ο Μ. Παναγιωτόπουλος, «με τα χείλη και τα μάτια γεμάτα κρασί, καταϊδρωμένος κατασκονισμένος, ένας σταυρωμένος Διόνυσος, ένας φτωχός Σειληνός, εκείνη τη στιγμή του χορού του, χωρίς να το ξέρει, ξαναβρίσκει τις ρίζες του, ξαναγυρίζει στην πρωτόγονη όρχηση που ήταν γεμάτη Θεό και δίψα της γης, γεμάτη ένστικτο. Με το χορό, μια κατάσταση γεμάτη ενέργεια και ζωτικότητα εκτονώνεται το περίσσευμα της συγκίνησης».
Τα πανηγύρια αποτελούσαν μια κατ’ εξοχήν ευκαιρία για το χορό και για επίδειξη των χορευτικών ικανοτήτων των πρωτοχορευτών. Καλός χορευτής είναι εκείνος που πηγαίνει σωστά τα βήματα σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής που κάνει φιγούρες και έχει το κορμί του ίσιο. Το κοινό παρακολουθεί στα πόδια το χορευτή. Οι φράσεις «αυτός χορεύει στα νύχια» ή «αυτός πατάει σταφύλια» από δω έχουν την αρχή τους.
Ο πρωτοχορευτής κερνάει τα όργανα ή στην αρχή του χορού ή στη μέση όταν βρίσκεται σε έκσταση. Τα χρήματα συνήθως ο μερακλής τα πετούσε ψηλά ή σ’ άλλες περιπτώσεις τα κολλούσε στα όργανα. Όταν πρώτη χόρευε γυναίκα (απαραίτητα στενή συγγενής του κύκλου των χορευτών) τα όργανα κερνούσε κάποιος συγγενής της. Όπως προαναφέρθηκε η παρέα δεν αναμειγνύονταν με ξένους στο χορό, αν αυτό γινόταν έπρεπε ο εξωσυντροφίτης να πάρει την άδεια της παρέας. Ο πρώτος του κύκλου τελειώνοντας το χορό του, οδηγούνταν στο τέλος και τη θέση του έπαιρνε ο επόμενος. Ο πρωτοχορευτής διάλεγε και παράγγελνε όχι μόνο το τραγούδι που θα χόρευε αλλά και κείνον που θα τον κρατούσε (τιμητική διάκριση). Η χορευτική του δεινότητα στα τσακίσματα απαιτούσε και γερό κράτημα. Η επιλογή γίνονταν με το δόσιμο του μαντηλιού. Το μαντήλι σύνδεε τα χέρια του πρώτου και του δεύτερου στο χορό για να επιτρέπει άνεση στις κινήσεις του πρώτου. Ο δεύτερος στον κύκλο δεν ακολουθούσε τα βήματα του χορού, αλλά είχε την έννοια να κρατήσει σταθερά τον πρωτοχορευτή. Οι δεινοί πρωτοχορευτές παραγγέλνουν οργανικούς σκοπούς.
Οι γυναίκες χόρευαν συνήθως συρτό και οι άντρες τσάμικο. Μπορούσαν και γυναίκες να χορέψουν τσάμικο αλλά πέρα από κάποια κοινά βήματα με το τσάμικο των ανδρών η παρουσίαση στις φιγούρες ήταν διαφορετική. Ο άνδρας χόρευε πιο βαριά και πιο ελαφρά, χαριτωμένα η γυναίκα.
Ως το μεσημέρι χόρευαν έξω από την εκκλησία. Σε πολλές περιπτώσεις έφτιαχναν αυτοσχέδια καφενεία στο προαύλιο της εκκλησίας, και πουλούσαν λουκούμι, τσίπουρο. Δεν έφερναν φαγητό μαζί τους . Το μεσημέρι επέστρεφαν στο σπίτι και εκεί φιλοξενούσαν και τυχόν καλεσμένους ή επισκέπτες του χωριού. Το γλέντι και ο χορός συνεχίζονταν στο σπίτι. Αν ο καιρός το επέτρεπε το απόγευμα έβγαιναν στην εκκλησία (αν ήταν κοντά) και πάλι γλεντούσαν ως το βράδυ.
Στα μεγάλα χωριά το πανηγύρι μπορούσε να κρατήσει και τρεις ημέρες, άρχιζε την παραμονή μετά τον εσπερινό, συνεχίζονταν ανήμερα της θρησκευτικής γιορτής και συνεχίζονταν την επόμενη. Αυτή η διάρκεια εξαρτιόνταν από την οικονομική κατάσταση της περιοχής, από την εποχή που γίνονταν το πανηγύρι (φόρτος γεωργικών εργασιών) αλλά κι από τους γλεντζέδες του χωριού.
Κάθε χωριό είχε και τους μερακλήδες του, ανθρώπους δηλαδή που αγαπούσαν το χορό και το τραγούδι, που πρώτοι ξεκίναγαν το γλέντι και το συνέχιζαν όταν οι άλλοι κουράζονταν. Αυτοί συνήθως ήταν και δεξιοτέχνες στο χορό και όταν έκαναν τις χορευτικές τους φιγούρες, τους θαύμαζαν οι παρευρισκόμενοι, αλλά είχαν και τραγούδια που σχεδόν τα θεωρούσαν δικά τους, ταυτίζονταν μαζί τους και μόνο αυτά χόρευαν και παράγγελναν στα όργανα.

Χοροί, που συνήθως χορεύονταν στα πανηγύρια ήταν:

•    Ο συρτός
•    Ο αργός Καλαματιανός
•    Ο τσάμικος
•    Το χασαποσέρβικο (χορεύονταν συνήθως όταν η παρέα αποχωρούσε από το χορό)
•    Το πιπέρι (κωμικός, μιμητικός χορός)
Στα πανηγύρια του Αη - Συμιού οι αρματωμένοι χορεύουν και το χορό του πεθαμένου, το χορό του σουβλιού, το χελάκι, το πιπέρι και την καρακάξα. Στο πανηγύρι του Αιτωλικού, την Αγι - Αγάθη χορεύουν τον Αγιαγαθιώτικο, το συρτό της Μπαντονάδας, την Καρακάξα, ανάμεσα στους άλλους ευρύτερα διαδεδομένους χορούς στα πανηγύρια της Αιτωλοακαρνανίας. Ο χορός του «πεθαμένου» είναι μιμητικός χορός. Ο ένας χορευτής μιμείται το νεκρό, ο άλλος χορεύει διονυσιακά ζητώντας θεία επίκληση για την ανάσταση του φίλου του. Τον καταβρέχει με νερό, ο πεθαμένος σηκώνεται, αγκαλιάζονται και συνεχίζουν το χορό. Μιμητικοί επίσης είναι οι χοροί: Του σουβλιού, το πιπέρι και η καρακάξα. Η τελευταία ουσιαστικά είναι αργό τσάμικο που πήρε τ’ όνομά του από το ομώνυμο πουλί, γιατί οι κινήσεις του πρωτοχορευτή θυμίζουν το πουλί, όταν περπατά.
Ο Αγιαγαθιώτικος χορός είναι το εμβατήριο των αρματωμένων και μοιάζει η μελωδία του με ένα εμβατήριο του γαλλικού στρατού της εποχής του Ναπολέοντα. Ο Γ. Κομζιάς στο βιβλίο του «Το πανηγύρι της Αγιαγάθης» αναφέρει ως πιθανή προέλευσή του το εξής: «Οι γύφτοι μουσικοί συνυπήρχαν με τους γάλλους οργανωτές του στρατού του Ιμπραήμ στην πολιορκία του 1826. Με την απελευθέρωση οι Έλληνες το καθιέρωσαν ως εμβατήριο των αρματωμένων ταυτίζοντας τους γύφτους με τους νικημένους Τούρκους». Οι αρματωμένοι στο χορό αυτό σηκώνουν τα χέρια προς τα πάνω εκφράζοντας την ελευθερία. Ο συρτός της Μπαντονάδας χορεύεται στους δρόμους του Αιτωλικού από τους αρματωμένους. Γενικά οι χοροί που ήταν κοινοί στην Αιτωλοακαρνανία ήταν ο συρτός (εύκολος χορός, κυρίως των γυναικών), ο αργός Καλαματιανός και τσάμικος.
Βέβαια, αν παρευρίσκονταν στο πανηγύρι και πανηγυριστές άλλων περιοχών μπορούσαν να ζητήσουν από τα όργανα να παίξουν το δικό τους χορό π.χ. Ηπειρώτικο. Άλλωστε η περιοχή μας ως ενδιάμεση γεωγραφικά δέχτηκε επιρροές στη μουσική της παραγωγή και από τους σχετικά γρήγορους ρυθμούς της Πελοποννήσου και τους αργούς ρυθμούς της Ηπείρου.
Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν πληθυσμοί από την Ήπειρο και στην Ευρυτανία κυρίως καθώς και Μικρασιάτες πρόσφυγες του ’22. Οι πληθυσμοί αυτοί έφεραν μαζί τους και τα δικά τους τραγούδια. Άλλα τραγούδια διαδόθηκαν από τους ίδιους τους μουσικούς, οι οποίοι αρκετά συχνά κατάγονταν από άλλες περιοχές.
Συνήθως το γλέντι ξεκινούσε με το τραγούδι «Σε τούτ’ την τάβλα που ‘μαστε» ή το «Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερτιλήδες» και έκλεινε με το τραγούδι «Τούτο τ’ αστέρι το λαμπρό, που πάει κοντά στην Πούλια.

Τραγούδια
Τα τραγούδια που ακούγονταν στα πανηγύρια ήταν ιστορικά (του Μάρκου Μπότσαρη, του Λεπενιώτη και της Εξόδου του Μεσολογγίου) και κλέφτικα (του Κατσαντώνη, του Καραϊσκάκη). Είναι τραγούδια καθιστικά, της τάβλας, τραγούδια της αγάπης, της ξενιτιάς. Αγαπημένα ακούσματα της περιοχής μας είναι ανάμεσα στ’ άλλα:
Τα τσάμικα:
Η Διαμαντούλα (κάτω στα δάση, τα πλατάνια, στην κρυόβρυση)
Η Διαμάντω (Σήκω Διαμάντω μ’ να πας για ξύλα
Τα μάγια (Ανάθεμα ποιος τα ‘ριξε τα μάγια στο πηγάδι)
Κόψ’ την Ελένη την ελιά, γιατί μαραίνεις τα παιδιά
Αγγέλω μ’ κρένει η μάνα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει
Ένας λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένιο αλώνι
Η ιτιά
Τα μανουσάκια
Μου παρήγγειλε τ’ αηδόνι
Ας παν να ειδούν τα μάτια μου
Βιολέτα μ’ ανθισμένη
Βρύση μου μαλαματένια
Μαραίνομ’ ο καημένος, σαν το βασιλικό
Τα καθιστικά:
Κείνο τ’ αστέρι το λαμπρό που πάει κοντά στην Πούλια
Νεραντζούλα
Τα συρτά: Τώρα είν’ ο Μάης και η άνοιξη, τώρα είν’ το καλοκαίρι
Τα τσάμικα: Ο αμάραντος (για δέστε τον αμάραντο, σε τι γκρεμό φυτρώνει)
Στη βρύση στην κρυόβρυση, που ‘ναι το κρυονέρι
Η Ρούσα Παπαδιά  (Σαν πήρα ένα κατήφορο στην άκρη στο ποτάμι) (συρτό)
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στον πνιγμό δυο αδερφών από την Κατοχή στην προσπάθεια τους να περάσουν τον Αχελώο.