Open menu

Τα Πανηγύρια της Αιτωλοακαρνανίας

Από την εκδήλωση του Μουσικού Σχολείου Αγρινίου στα πλαίσια του Μαθητικού Φεστιβάλ
Περιβαλλοντική Ομάδα και Σύνολο Παραδοσιακής Μουσικής (Οργανικό και Φωνητικό). Απρίλιος 2003


Ο άνθρωπος του μόχθου διαπνεόμενος από βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα και έχοντας έντονη την ανάγκη της ανάπαυλας από τη δουλειά, άρπαξε κυριολεκτικά την ευκαιρία των θρησκευτικών εορτών των Αγίων τo όνομα των οποίων τιμούσαν οι εκκλησίες του χωριού και συνηθέστερα η κεντρική εκκλησία του χωριού, για να διασκεδάσει, τιμώντας έτσι με το δικό του τρόπο τη θρησκεία.
Συνήθως, όταν η κεντρική εκκλησία ή εξωκλήσια γιόρταζε επακολουθούσε γλέντι, το πανηγύρι. Συγκέντρωση όλων των κατοίκων (παν-αγείρω) οι οποίοι αφού συμμετείχαν σ’ όλες τις λατρευτικές τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα που συνηθίζονταν (εσπερινός – αρτοκλασία, θεία λειτουργία, περιφορά εικόνας, λιτανεία) και άναβαν ευλαβικά το κεράκι τους ζητώντας τη χάρη και την προστασία του θεού, έχοντας αναπαυμένη τη συνείδησή τους, άρχιζαν το χορό και το τραγούδι.
Πανηγύρι για το λαό της περιοχής μας σήμαινε γιορτή θρησκευτική και «κοσμική» μαζί, αξεχώριστα. Το πανηγύρι ήταν μέρα σταθμός για όλους τους συντοπίτες. Σ’ αυτό αντάμωναν με φίλους και συγγενείς, αυτό είχαν ορόσημο οι ξενιτεμένοι για την επίσκεψή τους στο χωριό «Να’ μαστε στο πανηγύρι».
Όλο το χωριό γιόρταζε, κοινός εορτασμός. Τα σπίτια καθαρίζονταν και άνοιγαν οι πόρτες τους σε κάθε επίσκεψη. Μαγειρεύονταν φαγητά άφθονα «μη κι έρθει κάποιος ξένος», ετοιμάζονταν τα φιλέματα, τα γλυκά, έβγαινε το τσίπουρο και το κρασί. Οι χωριανοί φορούσαν τα «καλά τα ρούχα» και οι κοπέλες και τα νεαρά αγόρια περίμεναν πως και πως τη μέρα του πανηγυριού. Θα τους δινόταν η ευκαιρία να δουν, να ρίξουν κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλο. Η ηθική της εποχής δεν επέτρεπε συγχρωτισμό ανάμεσα στα δύο φύλα. Ακόμα και αυτή η συνάντηση στο πανηγύρι περιορίζονταν στο αντίκρισμα και στο θαυμασμό χορευτικών ικανοτήτων, αλλά από απόσταση. Το πανηγύρι έχει κοινωνική διάσταση και δίνει λύσεις. Το νυφοδιάλεγμα εμπεριέχεται στις άδηλες και άτυπες  συνιστώσες του.
Ενδεικτικό είναι το τραγούδι:
«Μια γαλαζοφορεμένη μου ‘χει την καρδιά καμένη…
Δεν μπορώ να τη γελάσω το χεράκι της να πιάσω…
Στο χορό που θα χορεύει, σύρε πιάσ’ την απ’ το χέρι».
Βασικό στοιχείο της οργάνωσης της διασκέδασης είναι η οικογένεια και το σόι (η συγγένεια). Οι οικογένειες και τα σόγια του χωριού συγκροτούσαν παρέες, συντροφιές και πήγαιναν στο πανηγύρι. Όλοι μαζί κάθονταν και έτρωγαν και πάλι τα μέλη της παρέας θα σηκώνονταν για χορό μαζί. Οι αναμείξεις δεν επιτρέπονταν σύμφωνα με άγραφο κανόνα, ιδιαίτερα στις παρέες που είχαν ανάμεσά τους νεαρά κορίτσια, τα οποία ήταν σε ηλικία γάμου και στο πανηγύρι έκαναν την επίσημη παρουσίασή τους στην τοπική κοινωνία.
Υπάρχει ένα τυπικό που τηρούνταν στα περισσότερα πανηγύρια των χωριών. Ανήμερα της γιορτής του Αγίου, τον οποίο τιμούσε η εκκλησία και σχεδόν μετά τη θεία λειτουργία, αφού το εκκλησίασμα έβγαινε στο προαύλιο χώρο άρχιζε το γλέντι. Οι μουσικοί,  αυτόκλητοι του χωριού, (τα όργανα) ετοιμάζονταν. Οι παρέες έστρωναν κάτω από τα δέντρα ή στα πεζούλια χράμια ή μαντανίες κάθονταν και άρχιζαν το φαγητό σ’ αρκετές περιοχές. Το φαγητό το ετοίμαζε η οικογένεια και το έφερνε μαζί της από το σπίτι. Συνηθίζονταν κάθε σπίτι να ψήνει κρέας, να έχει δηλαδή ψητό αρνί, ψωμί, τυρί και κρασί. Έτσι όπως ήταν καθισμένοι ξεκινούσαν και το τραγούδι. Τα πρώτα τραγούδια που λέγονταν ήταν φωνητικά (χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων) τα λεγόμενα της τάβλας. Το έναυσμα τις περισσότερες φορές το έδινε ο παπάς του χωριού, ο οποίος αργότερα τιμής ένεκεν θα έσερνε πρώτος το χορό.
Πρώτο τραγούδι ήταν το υπέροχο, με τους ποιητικότατους στίχους:
«Σε τούτη την τάβλα που’ μαστε
σε τούτο το τραπέζι
τον άγγελο φιλεύουμε
και το Χριστό κερνάμε
και τη Παρθένα Δέσποινα
διπλά την προσκυνάμε…»
Ένα είδος προσευχής, όπου θαυμαστά ζητούσαν να παρακαθίσουν ως ομοτράπεζοι οι άγγελοι, ο Χριστός και η Παναγία. Οι άνθρωποι ζητούσαν όχι μόνο τη συγκατάβαση του Θεού, αλλά και την παρουσία του στο γλέντι τους. Αγνά και άδολα είχαν καταξιώσει το γλέντι τους ως προσφορά και στο Θεό τους. (λαϊκή σοφία).
Τα όργανα, οι μουσικοί του χωριού, καθισμένοι και αυτοί σ’ ένα πεζούλι άρχιζαν να παίζουν. Το ποιος θα χόρευε κανονιζόταν με σειρά προτεραιότητας, δήλωνε δηλαδή η κάθε παρέα την επιθυμία της, και έπαιρνε σειρά. Τη σειρά δεν επιτρέπονταν να την αλλάξουν. Όσο η παρέα χόρευε κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει στο χοροστάσι και να χορέψει.
Τα χορευτικά τραγούδια ήταν επιλογή του πρωτοχορευτή. Με το τέλος του χορού (συνήθως χόρευε ο καθένας δυο τραγούδια) κάθε τραγουδιού πλήρωναν τα όργανα. Την πληρωμή την έκανε ο ίδιος ο χορευτής ή στην περίπτωση που χόρευε γυναίκα ο κοντινότερος και προεστότερος συγγενής (πατέρας, σύζυγος, αδερφός).
Αν κάποια παρέα δεν ήθελε για πολλούς λόγους να χορέψει μπορούσε να παραγγείλει τραγούδι στα όργανα. Την παραγγελία κανένας άλλος δεν τη χόρευε. Τις περισσότερες φορές η παραγγελία ήταν αργό, καθιστικό τραγούδι. Ιδιαίτερη προτίμηση στους πανηγυριστές είχαν και τα ιστορικά τα κλέφτικα τραγούδια. (Μάρκου Μπότσαρη, Λεπενιώτη). Με το χορό και το τραγούδι το γλέντι συνεχίζονταν ως το βράδυ και έκλεινε με το τραγούδι «Τούτο τα’ αστέρι το λαμπρό» και την ευχή «Πάλε καλές ανταμώσεις».

Πανηγύρια μετά το ‘60

Με την ηλεκτροδότηση η χρονική διάρκεια του πανηγυριού αυξάνεται. Συχνά διαρκεί από τη νύχτα της παραμονής ως το πρωί, την επόμενη της εορτής. Τώρα το συγκρότημα έχει μικρόφωνα. Αλλά επέρχονται και άλλες αλλαγές. Το πανηγύρι ως γλέντι αλλάζει τόπο, μεταφέρεται σ’ άλλα σημεία του χωριού, όπου ο χώρος είναι μεγαλύτερος για να χωράει περισσότερα άτομα. Το αυτοκίνητο διευκολύνει τη μετάβαση πανηγυριστών και από τις γύρω περιοχές.
Τώρα οι μουσικοί οργανώνονται σε κομπανίες – συγκροτήματα. Ο υπεύθυνος του συγκροτήματος (συγκροτηματιάρχης) κλείνει συμφωνία με τον καταστηματάρχη ή εκείνον που αναλαμβάνει τη διοργάνωση του πανηγυριού. Συμφωνεί την αμοιβή των μουσικών αλλά η κύρια πηγή εσόδων του συγκροτήματος εξακολουθεί να παραμένει τα χρήματα που δίνουν οι χορευτές – πανηγυριστές (χαρτούρα). Τα τραγούδια της τάβλας σιγά - σιγά χάνονται. Την αρχή του γλεντιού κάνει το συγκρότημα παίζοντας δύο τρία οργανικά κομμάτια, τα μαρς.
Επίσης το πρόγραμμα το μουσικό διευρύνεται, μπαίνουν και λαϊκά ακούσματα. Μετά το ’50 γνωστοί λαϊκοί τραγουδιστές από την Αθήνα, όπως η Ρίτα η Αμπατζή έρχονται στην περιοχή Μεσολογγίου. Τραγουδούν και δημοτικά και λαϊκά. (Χαράλαμπος Μαργιέλης)
Όσο οι δυσκολίες της μεταπολεμικής περιόδου υποχωρούν στα πανηγύρια δεν παίζουν οι μουσικοί του χωριού ή των διπλανών χωριών. Καλούνται και αναζητούνται οι καλύτεροι στην περιοχή ή μετακαλούνται και μουσικοί έξω από την Αιτωλοακαρνανία. Μαζί τους βέβαια αυτοί έφερναν και το ηχόχρωμα του τόπου τους στο παίξιμό τους και έπαιζαν και τραγούδια γνωστά στην ευρύτερη περιοχή.
Το ραδιόφωνο συμβάλλει στη δημιουργία των λεγόμενων «σουξέ» τραγουδιών που αγαπιούνται σ’ όλη την Ελλάδα και έτσι αυτά (κυρίως λαϊκά) ζητούνται και παίζονται στα πανηγύρια διαβρώνοντας το τοπικό χαρακτήρα των μουσικών ακουσμάτων. Στα χρόνια μετά το ’50 ανεβαίνει στο πάλκο, μπαίνει στο συγκρότημα και η γυναίκα τραγουδίστρια. Μέχρι τώρα τραγουδούσε συνήθως ένας οργανοπαίχτης – καλλίφωνος. Η σχετική φιλελεύθερη ποίηση στα ήθη της Ελληνικής κοινωνίας επέτρεψε αυτή την καινοτομία. Η γυναίκα τραγουδίστρια μέλος του συγκροτήματος στην αρχή, κρατούσε ένα μικρό μέρος του προγράμματος, ο ρόλος της περιορίζονταν, συνόδευε τα τραγούδια παίζοντας το ντέφι.
Είναι γεγονός ότι η παραγωγή δημοτικών τραγουδιών έχει σταματήσει. Τον προηγούμενο αιώνα τα τραγούδια πλάθονταν στην ύπαιθρο και τροφοδοτούσαν τα αστικά κέντρα, σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Τα τραγούδια διαμορφώνονται από επαγγελματίες στα αστικά κέντρα και διαδίδονται στην υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία γίνεται παθητικός δέκτης. Η επικοινωνία με τη συμβολή ραδιοφώνου, τηλεόρασης, c.d. πλουτίζει το ρεπερτόριο των μουσικών και αυτός ο πλουτισμός έχει εμπορικούς – οικονομικούς λόγους (ικανοποίηση πελατείας). Παλιά, στις αρχές 20ου αιώνα ο παιχνιδιάτορας μάθαινε κυρίως τα ντόπια τραγούδια από πανηγύρι σε πανηγύρι, από γάμο σε γάμο και είχε την αυθεντικότητα και το ηχόχρωμα της περιοχής του. Σήμερα όμως, λόγω των μετακινήσεων (στα πανηγύρια καλούνται μουσικοί και φίρμες τραγουδιστές των αστικών κέντρων) δέχονται την επίδραση και άλλων ειδών μουσικών ακουσμάτων και έτσι η τεχνική και η αισθητική χάνει την ποιότητά της.
Ένας «λαϊκός» μουσικός δε λειτουργεί παρά μόνο στο φυσικό περιβάλλον (πανηγύρι, γάμο, γιορτή) σε συνεργασία με τους χορευτές. Η διάρκεια του γλεντιού εξαρτάται από το κέφι και τις ικανότητες χορευτών και μουσικών που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Αυτός όμως ο διάλογος καταργείται από το βιομηχανοποιημένο, σχεδόν σύγχρονο, δημοτικό τραγούδι και τη δομή του σύγχρονου πανηγυριού.
Το πανηγύρι σήμερα οδεύει να μορφοποιηθεί σε μια κακώς οργανωμένη εμπορική επιχείρηση μαζικής διασκέδασης, με στόχο το όσο μεγαλύτερο κέρδος του οργανωτή. Ευτυχώς όμως σε μικρά χωριά μπορούμε ακόμα να συναντήσουμε την αυθεντικότητα των παλιών πανηγυριών ακόμα.

Χορός
«Αυτός που σέρνει το χορό, σέρνει και το καγκέλι
σέρνει και κατά πόδι του, κορίτσια σαν αγγέλοι
Αυτός που σέρνει το χορό, είναι κόκκινο μήλο
έχει το βασιλιά γενιά και το βεζίρη φίλο».
Ο χορός είναι πολύ αγαπητή εκδήλωση του ανθρώπου σε κάθε ευκαιρία χαρά, λύπη, πόλεμος ή ειρήνη ο άνθρωπος εκδηλώνεται, εκφράζει τα συναισθήματά του με το χορό. Με το χορό προετοιμάζονταν ή ζούσαν τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής (θρησκευτική λατρεία, εκδηλώσεις που απέβλεπαν στη γονιμότητα της γης, γάμος, πάθη, έρωτας, πόλεμος).
«Ο χορευτής», γράφει ο Μ. Παναγιωτόπουλος, «με τα χείλη και τα μάτια γεμάτα κρασί, καταϊδρωμένος κατασκονισμένος, ένας σταυρωμένος Διόνυσος, ένας φτωχός Σειληνός, εκείνη τη στιγμή του χορού του, χωρίς να το ξέρει, ξαναβρίσκει τις ρίζες του, ξαναγυρίζει στην πρωτόγονη όρχηση που ήταν γεμάτη Θεό και δίψα της γης, γεμάτη ένστικτο. Με το χορό, μια κατάσταση γεμάτη ενέργεια και ζωτικότητα εκτονώνεται το περίσσευμα της συγκίνησης».
Τα πανηγύρια αποτελούσαν μια κατ’ εξοχήν ευκαιρία για το χορό και για επίδειξη των χορευτικών ικανοτήτων των πρωτοχορευτών. Καλός χορευτής είναι εκείνος που πηγαίνει σωστά τα βήματα σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής που κάνει φιγούρες και έχει το κορμί του ίσιο. Το κοινό παρακολουθεί στα πόδια το χορευτή. Οι φράσεις «αυτός χορεύει στα νύχια» ή «αυτός πατάει σταφύλια» από δω έχουν την αρχή τους.
Ο πρωτοχορευτής κερνάει τα όργανα ή στην αρχή του χορού ή στη μέση όταν βρίσκεται σε έκσταση. Τα χρήματα συνήθως ο μερακλής τα πετούσε ψηλά ή σ’ άλλες περιπτώσεις τα κολλούσε στα όργανα. Όταν πρώτη χόρευε γυναίκα (απαραίτητα στενή συγγενής του κύκλου των χορευτών) τα όργανα κερνούσε κάποιος συγγενής της. Όπως προαναφέρθηκε η παρέα δεν αναμειγνύονταν με ξένους στο χορό, αν αυτό γινόταν έπρεπε ο εξωσυντροφίτης να πάρει την άδεια της παρέας. Ο πρώτος του κύκλου τελειώνοντας το χορό του, οδηγούνταν στο τέλος και τη θέση του έπαιρνε ο επόμενος. Ο πρωτοχορευτής διάλεγε και παράγγελνε όχι μόνο το τραγούδι που θα χόρευε αλλά και κείνον που θα τον κρατούσε (τιμητική διάκριση). Η χορευτική του δεινότητα στα τσακίσματα απαιτούσε και γερό κράτημα. Η επιλογή γίνονταν με το δόσιμο του μαντηλιού. Το μαντήλι σύνδεε τα χέρια του πρώτου και του δεύτερου στο χορό για να επιτρέπει άνεση στις κινήσεις του πρώτου. Ο δεύτερος στον κύκλο δεν ακολουθούσε τα βήματα του χορού, αλλά είχε την έννοια να κρατήσει σταθερά τον πρωτοχορευτή. Οι δεινοί πρωτοχορευτές παραγγέλνουν οργανικούς σκοπούς.
Οι γυναίκες χόρευαν συνήθως συρτό και οι άντρες τσάμικο. Μπορούσαν και γυναίκες να χορέψουν τσάμικο αλλά πέρα από κάποια κοινά βήματα με το τσάμικο των ανδρών η παρουσίαση στις φιγούρες ήταν διαφορετική. Ο άνδρας χόρευε πιο βαριά και πιο ελαφρά, χαριτωμένα η γυναίκα.
Ως το μεσημέρι χόρευαν έξω από την εκκλησία. Σε πολλές περιπτώσεις έφτιαχναν αυτοσχέδια καφενεία στο προαύλιο της εκκλησίας, και πουλούσαν λουκούμι, τσίπουρο. Δεν έφερναν φαγητό μαζί τους . Το μεσημέρι επέστρεφαν στο σπίτι και εκεί φιλοξενούσαν και τυχόν καλεσμένους ή επισκέπτες του χωριού. Το γλέντι και ο χορός συνεχίζονταν στο σπίτι. Αν ο καιρός το επέτρεπε το απόγευμα έβγαιναν στην εκκλησία (αν ήταν κοντά) και πάλι γλεντούσαν ως το βράδυ.
Στα μεγάλα χωριά το πανηγύρι μπορούσε να κρατήσει και τρεις ημέρες, άρχιζε την παραμονή μετά τον εσπερινό, συνεχίζονταν ανήμερα της θρησκευτικής γιορτής και συνεχίζονταν την επόμενη. Αυτή η διάρκεια εξαρτιόνταν από την οικονομική κατάσταση της περιοχής, από την εποχή που γίνονταν το πανηγύρι (φόρτος γεωργικών εργασιών) αλλά κι από τους γλεντζέδες του χωριού.
Κάθε χωριό είχε και τους μερακλήδες του, ανθρώπους δηλαδή που αγαπούσαν το χορό και το τραγούδι, που πρώτοι ξεκίναγαν το γλέντι και το συνέχιζαν όταν οι άλλοι κουράζονταν. Αυτοί συνήθως ήταν και δεξιοτέχνες στο χορό και όταν έκαναν τις χορευτικές τους φιγούρες, τους θαύμαζαν οι παρευρισκόμενοι, αλλά είχαν και τραγούδια που σχεδόν τα θεωρούσαν δικά τους, ταυτίζονταν μαζί τους και μόνο αυτά χόρευαν και παράγγελναν στα όργανα.

Χοροί, που συνήθως χορεύονταν στα πανηγύρια ήταν:

•    Ο συρτός
•    Ο αργός Καλαματιανός
•    Ο τσάμικος
•    Το χασαποσέρβικο (χορεύονταν συνήθως όταν η παρέα αποχωρούσε από το χορό)
•    Το πιπέρι (κωμικός, μιμητικός χορός)
Στα πανηγύρια του Αη - Συμιού οι αρματωμένοι χορεύουν και το χορό του πεθαμένου, το χορό του σουβλιού, το χελάκι, το πιπέρι και την καρακάξα. Στο πανηγύρι του Αιτωλικού, την Αγι - Αγάθη χορεύουν τον Αγιαγαθιώτικο, το συρτό της Μπαντονάδας, την Καρακάξα, ανάμεσα στους άλλους ευρύτερα διαδεδομένους χορούς στα πανηγύρια της Αιτωλοακαρνανίας. Ο χορός του «πεθαμένου» είναι μιμητικός χορός. Ο ένας χορευτής μιμείται το νεκρό, ο άλλος χορεύει διονυσιακά ζητώντας θεία επίκληση για την ανάσταση του φίλου του. Τον καταβρέχει με νερό, ο πεθαμένος σηκώνεται, αγκαλιάζονται και συνεχίζουν το χορό. Μιμητικοί επίσης είναι οι χοροί: Του σουβλιού, το πιπέρι και η καρακάξα. Η τελευταία ουσιαστικά είναι αργό τσάμικο που πήρε τ’ όνομά του από το ομώνυμο πουλί, γιατί οι κινήσεις του πρωτοχορευτή θυμίζουν το πουλί, όταν περπατά.
Ο Αγιαγαθιώτικος χορός είναι το εμβατήριο των αρματωμένων και μοιάζει η μελωδία του με ένα εμβατήριο του γαλλικού στρατού της εποχής του Ναπολέοντα. Ο Γ. Κομζιάς στο βιβλίο του «Το πανηγύρι της Αγιαγάθης» αναφέρει ως πιθανή προέλευσή του το εξής: «Οι γύφτοι μουσικοί συνυπήρχαν με τους γάλλους οργανωτές του στρατού του Ιμπραήμ στην πολιορκία του 1826. Με την απελευθέρωση οι Έλληνες το καθιέρωσαν ως εμβατήριο των αρματωμένων ταυτίζοντας τους γύφτους με τους νικημένους Τούρκους». Οι αρματωμένοι στο χορό αυτό σηκώνουν τα χέρια προς τα πάνω εκφράζοντας την ελευθερία. Ο συρτός της Μπαντονάδας χορεύεται στους δρόμους του Αιτωλικού από τους αρματωμένους. Γενικά οι χοροί που ήταν κοινοί στην Αιτωλοακαρνανία ήταν ο συρτός (εύκολος χορός, κυρίως των γυναικών), ο αργός Καλαματιανός και τσάμικος.
Βέβαια, αν παρευρίσκονταν στο πανηγύρι και πανηγυριστές άλλων περιοχών μπορούσαν να ζητήσουν από τα όργανα να παίξουν το δικό τους χορό π.χ. Ηπειρώτικο. Άλλωστε η περιοχή μας ως ενδιάμεση γεωγραφικά δέχτηκε επιρροές στη μουσική της παραγωγή και από τους σχετικά γρήγορους ρυθμούς της Πελοποννήσου και τους αργούς ρυθμούς της Ηπείρου.
Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν πληθυσμοί από την Ήπειρο και στην Ευρυτανία κυρίως καθώς και Μικρασιάτες πρόσφυγες του ’22. Οι πληθυσμοί αυτοί έφεραν μαζί τους και τα δικά τους τραγούδια. Άλλα τραγούδια διαδόθηκαν από τους ίδιους τους μουσικούς, οι οποίοι αρκετά συχνά κατάγονταν από άλλες περιοχές.
Συνήθως το γλέντι ξεκινούσε με το τραγούδι «Σε τούτ’ την τάβλα που ‘μαστε» ή το «Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερτιλήδες» και έκλεινε με το τραγούδι «Τούτο τ’ αστέρι το λαμπρό, που πάει κοντά στην Πούλια.

Τραγούδια
Τα τραγούδια που ακούγονταν στα πανηγύρια ήταν ιστορικά (του Μάρκου Μπότσαρη, του Λεπενιώτη και της Εξόδου του Μεσολογγίου) και κλέφτικα (του Κατσαντώνη, του Καραϊσκάκη). Είναι τραγούδια καθιστικά, της τάβλας, τραγούδια της αγάπης, της ξενιτιάς. Αγαπημένα ακούσματα της περιοχής μας είναι ανάμεσα στ’ άλλα:
Τα τσάμικα:
Η Διαμαντούλα (κάτω στα δάση, τα πλατάνια, στην κρυόβρυση)
Η Διαμάντω (Σήκω Διαμάντω μ’ να πας για ξύλα
Τα μάγια (Ανάθεμα ποιος τα ‘ριξε τα μάγια στο πηγάδι)
Κόψ’ την Ελένη την ελιά, γιατί μαραίνεις τα παιδιά
Αγγέλω μ’ κρένει η μάνα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει
Ένας λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένιο αλώνι
Η ιτιά
Τα μανουσάκια
Μου παρήγγειλε τ’ αηδόνι
Ας παν να ειδούν τα μάτια μου
Βιολέτα μ’ ανθισμένη
Βρύση μου μαλαματένια
Μαραίνομ’ ο καημένος, σαν το βασιλικό
Τα καθιστικά:
Κείνο τ’ αστέρι το λαμπρό που πάει κοντά στην Πούλια
Νεραντζούλα
Τα συρτά: Τώρα είν’ ο Μάης και η άνοιξη, τώρα είν’ το καλοκαίρι
Τα τσάμικα: Ο αμάραντος (για δέστε τον αμάραντο, σε τι γκρεμό φυτρώνει)
Στη βρύση στην κρυόβρυση, που ‘ναι το κρυονέρι
Η Ρούσα Παπαδιά  (Σαν πήρα ένα κατήφορο στην άκρη στο ποτάμι) (συρτό)
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στον πνιγμό δυο αδερφών από την Κατοχή στην προσπάθεια τους να περάσουν τον Αχελώο.

Ιδιότυπα πανηγύρια

Πανηγύρια των αρματωμένων, στα οποία συμμετέχουν πανηγυριστές αρματωμένοι και οργανωμένοι σε παρέες όπως οι ομάδες των κλεφτών είναι:

  • Το Πανηγύρι της Αγι - Αγάθης. 23 Αυγούστου, Αιτωλικό, απαρχή 1835
  • Το Πανηγύρι της Σταμνάς, την ίδια μέρα στον ίδιο τόπο
  • Το Πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής 26 Ιουλίου,. Νεοχώρι. (1900 οι πρώτοι αρματωμένοι)
  • Το Πανηγύρι της Γουριάς, 29 Αυγούστου (1917)
  • Το Πανηγύρι των Αγίων Ασωμάτων, 5-6 Σεπτεμβρίου, Αιτωλικό. Το πανηγύρι ξεκίνησε στα 1912 από κάποιον Μαυρομάτη, ο οποίος έταξε να πάει με τους γιους του αρματωμένος στον Αη – Σώματο, αν οι τελευταίοι γύριζαν ζωντανοί από το Μπιζάνι.
  • Το Πανηγύρι τ’ Αη – Γιώργη (23 Απριλίου ή Δευτέρα του Πάσχα) στο Μάστρο.
  • Το Πανηγύρι του Αη – Συμιού, Πεντηκοστή στο Μεσολόγγι
  • Το Πανηγύρι του Αη – Γιάννη, 23 Ιουνίου, στο Μποχώρι (Ευηνοχώρι) 1900

Τα πανηγύρια αυτά έχουν πολυσύνθετο χαρακτήρα: ιστορικό, θρησκευτικό, κοινωνικό. Την αρχή τους τη βασίζουν στην ανάμνηση κάποιου γεγονότος τοπικής ή ευρύτερης ιστορικής αξίας. Τα μεγαλύτερα πανηγύρια που αποτελούν και πυρήνες των υπολοίπων είναι του Αη-Συμιού στο Μεσολόγγι και της Αγι’-Αγάθης στο Αιτωλικό.

Το πανηγύρι της Αγι - Αγάθης

Πανηγύρι αρματωμένων στο Αιτωλικό. Γίνεται στις 23 Αυγούστου, ενώ υπάρχει και χειμωνιάτικη Αγι-Αγάθη στις 5 Φλεβάρη, που είναι και η γιορτή της Αγίας Αγάθης. Το πανηγύρι όμως γίνεται τον Αύγουστο στο ξωκλήσι της Αγίας, που βρίσκεται στην πλαγιά του Αράκυνθου στη θέση Ψηλή Παναγιά. Για τη γέννηση του πανηγυριού υπάρχουν δύο ερμηνείες, που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα. Η μια αναφέρεται σε συνέλευση των οπλαρχηγών της περιοχής με πρόσκληση του Μαυροκορδάτου στις 23 Αυγούστου 1824 με θέμα την εξέταση της κατάστασης και τις κινήσεις των επαναστατών. Οι αποφάσεις αυτής της συγκέντρωσης οδήγησαν στην απελευθέρωση του Αιτωλικού (14-5-29).
Η άλλη ερμηνεία αναφέρει: Το 1835 αναβιώνει από τους Αιτωλικιώτες το πανηγύρι της Ψηλής Παναγιάς, το οποίο ήταν πανηγύρι θρησκευτικού καθαρά περιεχομένου και γίνονταν στις 23 Αυγούστου. Ήταν τόσο γνωστό πανηγύρι, που συμμετείχαν σ’ αυτό και Βραχωρίτες. Άλλωστε το 1835 Βραχωρίτες μ’ επικεφαλής το Ζέρβα και το Δήμο Τσέλιο επαναστατούν κατά του Όθωνα και βρίσκουν καταφύγιο στην Ψηλή Παναγιά.
Η οργάνωση Πανηγυριού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συμμετέχουν αρματωμένοι και καβαλαραίοι. Οι αρματωμένοι, μέρες πριν, οργανώνονται σε παρέες 10 ως 20 ατόμων και έχουν τη δομή των νταϊφάδων του ’21. Δηλαδή, κάθε παρέα έχει τον αρχηγό της, τον καπετάνιο (συνήθως ο γεροντότερος). Αυτός κάνει το κουμάντο της παρέας, θα φροντίσει για οργανοπαίχτες, τρόφιμα, ποτά, άρματα, ρούχα και στο τέλος θα κάνει και τον απολογισμό της διαχείρισης. Ο καπετάνιος έχει και το βοηθό του, το πρωτοπαλίκαρο. Οι νεότεροι κάνουν τις βοηθητικές εργασίες. Ο καπετάνιος ελέγχει και την κασέλα της παρέας (τρόφιμα και άλλα). Η κάθε παρέα έχει τα τραπέζια της, τις καρέκλες της και βέβαια το στέκι της (χώρο που κάθεται και γλεντάει) και απαραίτητα τη ζυγιά της.
Το πανηγύρι στις αρχές ως και μετά τα μέσα του αιώνα άρχιζε με τη σύναξη των αρματωμένων στις 22 Αυγούστου οι οποίοι αφού προσκυνούσαν στην Παναγία το απόγευμα ανέβαιναν στις σούστες και έφταναν στον Αλμυρό. Από κει με υποζύγια (2 ώρες) έφταναν στην Αγι- Αγάθη, προσκυνούσαν και περίμεναν τους αρματωμένους της Σταμνάς. Μετά την υποδοχή ξαρματώνονταν, κάθονταν στο στέκι τους και έτρωγαν (σε πλατανόφυλλα αντί για πιάτα) ψάρια παστά, χέλια, πετάλια και κρασί.
Το πρωί (23ης Αυγούστου) ντυμένοι με τις φουστανέλες και αρματωμένοι παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία και την επιμνημόσυνη δέηση. Συγκεντρώνονταν κάτω από το μεγάλο πλάτανο και άρχιζε ο χορός (με ούζο και ραβανί). Στο μεσημεριανό φαγητό η κάθε ζυγιά συναγωνίζονταν ποια θα παίξει το καλύτερο ταξίμι. Τ’ απόγευμα σε πομπή ξεκινούσαν για το Αιτωλικό.
Πρώτοι έμπαιναν οι καβαλαραίοι. Στη διαδρομή πυροβολούσαν. Αλλά μέσα στη πόλη συνεχίζονταν το γλέντι στην πλατεία που τελείωνε με μπαντονάδα. Την τρίτη μέρα πήγαιναν στην τοποθεσία  Μέσο Πηγάδι (ανατολικά του Αιτωλικού) όπου με ψητά αρνιά και κρασί έδιναν το αποχαιρετιστήριο γλέντι:
«Σ’αφήνω την καληνυχτία, Αγι- Αγάθη μου γλυκιά…»
Σήμερα το πανηγύρι έχει τροποποιηθεί κάπως.

Το πανηγύρι Αη – Συμιού

Το πανηγύρι του Αη – Συμιού, που γίνεται την Πεντηκοστή και λέγεται καλοκαιρινό ή των αρματωμένων. Δεν έχει ημερολογιακή σχέση με τη γιορτή του Αγίου Συμεών. Επίσης δεν ταυτίζεται ούτε με το ιστορικό γεγονός της εξόδου ή της μάχης του Αη Συμιού, καθόσον η έξοδος έγινε 10 Απρίλη. Το πανηγύρι κράτησε την προεπαναστατική του καταβολάδα, αλλά συνοδεύεται από την πικρή θύμηση της μάχης του Άη – Συμιού και δέθηκε μαζί της.
Όπως και στην Άγι- Αγάθη και εδώ συμμετέχουν οι παρέες των αρματωμένων και οι καβαλαραίοι. Την Κυριακή της Πεντηκοστής, ο καπετάνιος κάθε παρέας με τη συνοδεία της ζυγιάς, (που παίζει την Αη – Συμιώτικη μπαντονάδα) περνάει από τα σπίτια των μελών. Κερνιέται ούζο, ραβανί και χαιρετά «γεια σου αδέρφι, χρόνια πολλά και πάλες καλές αντάμωσες». Το απόγευμα όλες οι παρέες συγκεντρώνονται στο Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, παίρνουν τις σημαίες τους, το Αη- Συμιώτικο μπαϊράκι που το κρατάει καβαλάρης και το δίσκο με τα κόλλυβα. Στα Ηρώα σταματούν για επιμνημόσυνη δέηση.
Όταν η δέηση τελειώσει οι πανηγυριστές παίρνουν το δρόμο για το μοναστήρι κι αρχίζουν οι ζουρνάδες και οι μπαταρίες .Φτάνοντας στον Αη – Συμιό προσκυνούν, ανάβουν τα τάματα (λαμπάδες), αφήνουν τα κόλλυβα στην εκκλησία, κάθε παρέα αφήνει τη σημαία της στον πλάτανό της. Ξαρματώνονται, ξεσελώναν και ξεκινούν ολονύκτιο γλέντι.
Το πρωί του Αγίου Πνεύματος, μετά τη λειτουργία ανταμώνουν γλεντοκόποι από τις γύρω περιοχές, ξενιτεμένοι Μεσολογγίτες και βογκούν οι ρεματιές από το ζουρνά και το νταούλι. Γύρω από το μοναστήρι υπάρχουν υπαίθρια ψητοπωλεία και πλανόδιοι μικροπωλητές. Οι παρέες ψήνουν αρνιά και κοκορέτσια αλλά και χέλια πετάλια. Τ’ απόγευμα κατά τις 5 αρχίζει η επιστροφή στην πόλη με τους ήχους των ζουρνάδων και χορό. Καταλήγουν στον Άγιο Σπυρίδωνα όπου παραδίνουν τις σημαίες και το μπαϊράκι στον παπά.   
Το γλέντι τώρα συνεχίζεται στην πόλη. Παλιότερα την Τρίτη, το πανηγύρι μεταφέρονταν στο νησάκι της Κλείσοβας.

Άλλα Πανηγύρια ιστορικής εστίασης

Και στην περιοχή Θέρμου, την 3η του Πάσχα υπάρχει ιδιότυπο πανηγύρι ιστορικής εστίασης. Μάλιστα χορεύεται το «Γαϊτανάκι» απ’ όλους τους κατοίκους του χωριού. Υπενθυμίζει την περιπέτεια αρματολού Κατσούδα. Ο Αλής των Ιωαννίνων στην προσπάθειά του να ελέγξει την περιοχή καλεί τον Κατσούδα στα Γιάννενα δήθεν για διαπραγματεύσεις, αλλά τον συλλαμβάνει. Τα παλικάρια του στο Θέρμο - Ανάληψη προχωρούν σε κινητοποιήσεις και έτσι εξαναγκάζεται ο Αλής να τον απελευθερώσει.
Πολλά πανηγύρια θρησκευτικού αρχικά περιεχομένου συνδέθηκαν στην πορεία με ιστορικά γεγονότα και κατέληξαν να έχουν διπλό και τριπλό χαρακτήρα (θρησκευτικό – ιστορικό - ψυχαγωγικό).

Επίλογος


Τα πανηγύρια είναι μια συνάντηση, μια ευκαιρία για να τιμηθεί ο Θεός και να δοξαστεί, χαλαρώνοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας ο άνθρωπος. Είναι μια πράξη ουσιαστικής επικοινωνίας και ανάπαυλας στην τύρβη της καθημερινότητας. Είναι όμως μια κοινοτική και διακοινοτική συνάντηση, λαϊκή συνάθροιση, όπου οι διαφοροποιήσεις των συμμετεχόντων δε λειτουργούν. Σχεδόν αταξικά, τιμούν τον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Μια γιορτή για όλους. Τα περισσότερα έχουν ρίζες παλιές, σχεδόν αρχαίες. Όπως οι ναοί κτίστηκαν επάνω σε ή κοντά σε αρχαία ιερά, έτσι και οι γιορτές διατηρήθηκαν, αλλά με διαφορετικό χαρακτήρα.
Μια  περιφρονητική, κάπως αντιμετώπισή τους, που προέκυψε τις τελευταίες δεκαετίες, εκτός των άλλων οφείλεται και στην αλλοίωσή τους. Παρά ταύτα όμως παραμένουν ένας θεσμός, που αξίζει την προσοχή μας, γιατί εκεί εκφράζεται το λαϊκό αίσθημα.