Open menu

 Όταν γεννιόταν ο Πυθαγόρας Παπασταματίου στη μικρή πόλη του Αγρινίου, την περίοδο του μεσοπολέμου, οι κυρίες με τα ομπρελίνα είχαν καιρό να εμφανιστούν στους χωματένιους δρόμους της Αθήνας. Ο ίδιος βρίσκεται στην Αθήνα κοντά το 1960 για να σπουδάσει θέατρο με καθηγητή μάλιστα τον Ροντήρη. Παρόλο που όλα δε θύμιζε την πρωτεύουσα των αρχών του αιώνα κατάφερε με τη δύναμη της φαντασίας του να περιγράψει τις εικόνες της σαν να διηγείται την περασμένη του ζωή. Η παλιά Αθήνα, πριν τον ηλεκτρικό, με τα λουλούδια της, τις καντάδες της, τα αμαξάκια της. Στιγμές ρομαντισμού που παραπέμπουν στην μάνδρα του Αττίκ, στο λεγόμενο ελαφρό τραγούδι. Έγραψε στο ξεκίνημά του μια σειρά τραγουδιών που μελοποίησε ο Νίκυ Γιάκοβλεφ και τραγούδησε η Μαίρη Λώ.

Από κει και πέρα θ’ αλλάξει πορεία. Ενώ στη μουσική σκηνή της χώρας δυναμώνει η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζηδάκι, τα πολιτικά και τα κοινωνικά προβλήματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας κορυφώνονται και από την άλλη γεννιέται το «νέο κύμα» στη μουσική αυτός δε θα συνεχίσει να εύχεται ανάλαφρα «Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα» ούτε «καλή αντάμωση ματάκια γαλανά». Βρίσκει τη θέση του κοντά στο λαϊκό τραγούδι. Δεν αναμετριέται με τους μεγάλους ποιητές. Καταγράφει ό,τι γύρω του συμβαίνει και με αφοπλιστική απλότητα το κάνει στίχο.

Ένα ρεμπέτικο τραγούδι πέστε μου,

το πιο βαρύ, το πιο θλιμμένο βρέστε μου.

Να μας ξηγήσει ντράγκα-ντρούγκ ο μπαγλαμάς

γιατί η μοίρα κάνει πόλεμο με μας.

 

Ντράγκα-ντρούγκ ο μπαγλαμάς,

φίλε μη βαρυγκομάς.

Ντράγκα-ντρούγκ ο μπαγλαμάς,

κι έχει ο Θεός για μας.

Αυτό ζητούσε το 1971 ο Πυθαγόρας Παπασταματίου, οχτώ χρόνια σχεδόν πριν από το θάνατό του. Σ’ αυτούς τους στίχους κρύβεται ολόκληρη η φιλοσοφία του. Τραγούδησε λαϊκά για τον απλό άνθρωπο, τον άνθρωπο που η μοίρα τον «εχθρεύεται» και τον πολεμάει, όπως η αντίληψη των πολλών το θέλει. Την ίδια στιγμή όμως που θέλει να τραγουδήσει θλιμμένα δίνει και την προοπτική της αλλαγής των πραγμάτων στο καλύτερο εναποθέτοντας τις ελπίδες του στο Θεό. Θυμίζουν οι στίχοι του αυτοί τις εικόνες από την «υπόγεια ταβέρνα» του Βάρναλη.

Λίγα χρόνια μετά το 1974 θα γράψει:

«Πέστε μου του Σολωμού μας ένα στίχο,

άνθρωπος λιγάκι να αισθανθώ.»

Έδενε την ποιητική κληρονομιά με τα απλά και τα βαθιά που ένοιωθε ο λαός. Ερευνούσε κάτω από την επιφάνεια έστω κι αν δεν ενέτασσε τον εαυτό του στους ποιητές τους βαθυστόχαστους ήξερε να περνάει τα μηνύματά του με τους στίχους ενός λαϊκού τραγουδιού. Γι αυτό και αγαπήθηκαν οι στίχοι του και τα περισσότερα τραγούδια του έγιναν μεγάλες επιτυχίες της εποχής του.

Έχει τη σφραγίδα του «εμπορικού» αν και όπως λένε άνθρωποι που τον γνώριζαν δεν έγραφε κατά παραγγελία. Πάντα είχε έτοιμους στίχους, γιατί πάντα αισθανόταν την ανάγκη αυτά που τον άγγιζαν να τα περνάει στο χαρτί. Μεγάλα κοινωνικά ζητήματα όπως οι ταξικές διακρίσεις, η φτώχεια, η μετανάστευση, η καταπίεση της αγροτιάς, το όραμα για μια καλύτερη, πιο δίκαιη ζωή για όλους, τα εθνικά ζητήματα (προσφυγιά, συμβίωση με τους Τούρκους), τα ιστορικά γεγονότα (ο πόλεμο του ’40), όλα έγιναν στίχοι. Κατέθεσε τη δική του άποψη η οποία έγινε κοινό κτήμα αφού πέρασε στο τραγούδι και αγαπήθηκε.

Ζει την εποχή του και την αισθάνεται, δε διστάζει με την ίδια ευκολία που μιλά για τον πόνο του έρωτα να γράψει και για την συναδέλφωση των λαών.

Η εποχή που έζησε ήταν πλούσια σε κοινωνικές διεκδικήσεις αλλά τα πολιτικά πράγματα της χώρας στερούσαν το δικαίωμα από ένα στιχουργό τραγουδιών ελεύθερα να καταγγέλλει τα κακώς κείμενα.

Εκείνο όμως που δεν μπορούμε να παραγράψουμε στην περίπτωση του Πυθαγόρα, διαβάζοντας τους στίχους των τραγουδιών του, είναι ότι στάθηκε δίπλα στον καθημερινό άνθρωπο, σκέφτηκε όπως εκείνος και τον εξέφρασε. Το έργο του δεν έχει ίσως στίχους άψογους, βαθυστόχαστους και ιδιαίτερα επεξεργασμένους, διαθέτει όμως αμεσότητα και αυθορμητισμό, λαϊκή θυμοσοφία. Η καθημερινή κουβέντα του καφενείου γίνεται τραγούδι. Πώς πετυχαίνεται αυτό; Ο Πυθαγόρας το γνώριζε, γιατί γνώριζε πολύ καλά το συνάνθρωπο.

 

Γειτονιά μου παιδική

και περήφανη μιζέρια

οι γειτόνοι καρδιακοί

κατακάθαρα τα χέρια.

 

Το καρβέλι μύριζε

χτύπαγε η καμπάνα

ο πατέρας γύριζε

στο κατώφλι η μάνα.

 

Όλα στάχτη γίνανε

και τα πήρε ο αγέρας

μα οι αλήθειες μείνανε

που ’λεγε ο πατέρας. (1974) τραγούδι

Καρυωτάκης

Αφιερωμένο στη Μ. Πολυδούρη.

Συλλογή «Ελεγεία»

«Ένα σπιτάκι»

Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι

στον ελαιώνα/

μια καμαρούλα φτωχική……..

ω μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!

Πολλοί από μας ίσως αναγνωρίσουν εικόνες του Αγρινίου του μεσοπολέμου και των μεταπολεμικών δεκαετιών. Γιατί ο Πυθαγόρας γεννήθηκε το 1930 στο Αγρίνιο από γονείς Μικρασιάτες. Απ’ ό,τι φαίνεται κράτησε στη μνήμη του ό,τι περισσότερο τον άγγιξε: την αγάπη των γονιών του και των φτωχών γειτόνων του. Ξεκίνησε τη ζωή του σε μια περήφανη μιζέρια με κατακάθαρα χέρια.

Φοίτησε στο οκτατάξιο Γυμνάσιο του Αγρινίου. Πέρασε εδώ την Κατοχή. Όχι με σκυμμένο το κεφάλι. Μόλις 14 χρονών μπήκε στο αντάρτικο και πολέμησε τους Γερμανούς ως την απελευθέρωση. Υπερασπίστηκε νωρίς τις μεγάλες αλήθειες της ζωής (Μάρτης του ’44). Αφού μετά τη φυγή των γονιών του στον ορεινό Βάλτο, για την αποφυγή της σύλληψής του από τους Γερμανούς, την προσχώρηση ενός αδελφού του στο αντάρτικο παρέμεινε για ένα διάστημα σε χωριό της καμένης Μακρυνείας φιλοξενούμενος. Έτσι έμαθε την αδικία από πρώτο χέρι, τη σκλαβιά και τη σκληράδα του εχθρού, είδε τα βάσανα του λαού και ανατράφηκε μαζί τους.

Αυτά τα βιώματα, ο πόλεμος του ’40, η περίοδος της κατοχής βαθιά πρέπει να τον πλήγωσαν και να τον σημάδεψαν. Γράφει ένα κύκλο τραγουδιών με τίτλο «Αλβανία» στον οποίο παρουσιάζει τον πόλεμο στα Αλβανικά βουνά ως την οπισθοχώρηση. Και εδώ όπως θα κάνει και στην Μικρά Ασία θα παρατηρήσει τα γεγονότα από τη θέση του λαού, του απλού στρατιώτη, του Έλληνα που υπερασπίζεται τη λευτεριά του, του άδικα ηττημένου αλλά και εκείνου που δεν έχει να μοιράσει τίποτα με τον αντίπαλο γιατί τους πολέμους τους κάνουν οι άλλοι, για συμφέροντα άλλα που δεν θέλει να τα συμμεριστεί. Με στίχους άμεσους που περιέχουν στωικότητα και κρυμμένη οργή, χωρίς πομπώδεις και ρηξικέλευθες εκφράσεις γράφει, λες και μιλάει γέρος σοφός, νοιώθοντας την ασφάλεια που του χαρίζει η βεβαιότητα ότι λέει την αλήθεια.

Μελαχρινέ Ναπολιτάνο,

ο πόλεμος είναι φριχτός.

Εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο

μετά σε σκότωσε κι αυτός.

Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι

όπως το θέλησε ο Θεός

να ’ναι οι λαοί αδερφωμένοι

μαύροι, λευκοί ένας λαός.

Εσύ στη Νάπολη μπαρμπέρης

κι αυτός ψαράς στο Αιτωλικό.

Να μάθεις δε θα καταφέρεις

πως φτάσατε στο φονικό. Κι αλλού:

 

Μην τους τουφεκάς Ανδρέα,

μην τους τουφεκάς, γιατί

είναι παλικάρια νέα,

είναι σαν κι εμάς κι αυτοί.

 

Είναι εχθροί μας, είναι ξένοι,

ποιος δεν το κατανοεί;

Μα το θέλουν ορισμένοι

να σκοτώνονται οι λαοί.

 

Μεγάλες κουβέντες, βαριές και μάλιστα μέσα στο κλίμα του εθνικισμού που έζησε η Ελλάδα ως το 1975. Έντονα παρεξηγήσιμο το περιεχόμενο αυτών των στίχων που εύκολα θα μπορούσε να τον κατατάξει στους υπονομευτές τους έθνους. Πετυχαίνει όμως να πει αυτά που πιστεύει χωρίς να προδώσει την εθνική του συνείδηση. Ζητάει συμπόνια για το νεαρό Ιταλό φαντάρο γνωρίζοντας την εχθρική του διάθεση, δεν του καταλογίζει όμως την ευθύνη της επίθεσης. Αυτή είναι η ουσία του ανθρωπισμού, ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και η καταδίκη του πολέμου, το αίτημα για ειρήνη. Πηγάζουν μέσα απ’ αυτούς τους στίχους χωρίς να διαφαίνεται καμιά καμία επαναστατική διάθεση για ανατροπή των δοσμένων αξιών. Η ουσία της πολιτικής και της κομματικής σε πολλές περιπτώσεις προτροπής, γίνεται στάση ζωής του καθημερινού φαντάρου, σαν να κρέμεται η ειρήνη από τα χέρια, από το όπλο του Αντρέα, του όποιου ψαρά από το Αιτωλικό.

Γιατί οι άνθρωποι έχουν άλλη μέριμνα, άλλο σκοπό, πρέπει να γυρίζουν «να τινάξουν τις ελιές», γιατί «στάχτη η ελιά, τ’ αμπέλι και το σπίτι» (Ρωμιοσύνη). Όμως όταν γυρνούν οι φαντάροι λαβωμένοι από το μέτωπο και «της νίκης το κλωνάρι με παράπονο μαδούν» δεν αντέχει, συμβιβάζει τα φαινομενικά ασυμβίβαστα., όπως γράφει και ο ποιητής Σαράντος Παυλέας στο ποίημά του «Πατρίδα»: «ακόμα και όταν καταργηθούν τα σύνορα και όλη η ανθρωπότητα πατρίδα μια γενεί, σαν τη γη των πατέρων μας καμιά! Κι αν ένας ήλιος φέγγει, σαν τον ήλιο της πατρίδας κανένας!»

«Ο καιρός θα ξαναρθεί να σηκωθούμε όλοι…Τούτη η πατρίδα κι η φυλή δεν κάθεται δεμέν绨

Μπροστά στην ελευθερία τίποτα δεν ορθώνεται. Το ξέρει καλά ο ίδιος και η οικογένειά του. Έτσι είναι ο Έλληνας, χαρίζεται, προσφέρει μεγαλόθυμα αλλά να μην θιγεί το φιλότιμό του. Τότε δίνει όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα.

Ίδια τα λόγια του Ρίτσου: «τη ρωμιοσύνη μην την κλαις νάτη θεριεύει…». Ίδιος και ο Πυθαγόρας, απαράλλαχτη η Ελληνική ψυχή. Και στη Ρωμιοσύνη «αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο.»

Τα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου τα έζησε και τον μάτωσαν. Στάθηκε έξω από παρατάξεις, έβλεπε το αδιέξοδο και ίσως διέβλεπε ότι τις επιπτώσεις σίγουρα θα τις επωμίζονταν ο λαός. Αυτός ο λαός που με τα βάσανά του πάντα τον συγκινούσε, μα που του είχε τεράστια εμπιστοσύνη.

«Το σκοτάδι είν’ ο χάρος

κι απ’ την άλλη όλο θάρρος

ο μεγάλος μας Λαός.

Μες στα μαρμαρένια αλώνια

όπως τα παλιά τα χρόνια

νικητής είναι το φως.

 

Τράβα, χάρε, το δρεπάνι

αν μπορείς και αν τολμάς.

Δε νικάς το Μακρυγιάννη

δεν πεθαίνει ο Παλαμάς.»

 

Ο Παλαμάς είχε γράψει στους «Ίαμβους και Ανάπαιστους»: (1897)

«Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα

δεν περνώ με τα χρόνια.

Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες

στα μαρμαρένια αλώνια.»

 

Άνθρωποι της Αιτωλοακαρνανίας που εκτίμησε τη ζωή και τη δράση τους, τον αγώνα τους, την αδικία που δέχτηκαν από το σκληρό καθεστώς πέρασαν στους στίχους του χωρίς σαφή υπαινιγμό στις πολιτικές τους απόψεις π.χ. ο Στέλιος Κοντώσης από τους Γιαννόπουλους Βάλτου και ο Κώστας Ρεμπελιάς, από το Αγρίνιο, που εκτελέστηκε στις φυλακές της Κεφαλονιάς το 1949. Ο Κωσταντής ο Ρεμπελιάς να εξηγήσει προσπαθούσε γιατί υπάρχει άδικο αλλά

«Κι ο Κωσταντής ο Ρεμπελιάς

έλιωσε μες στο χώμα,

κι ο κόσμος γύρω κι ο ντουνιάς

δεν άλλαξε ακόμα.»

Πικρή διαπίστωση, τόσες ζωές να πήγαν άδικα χαμένες; Το ίδιο θ’ αναρωτηθεί και για τα παιδιά του Πολυτεχνείου αλλά και κάθε γενιάς τους αγωνιστές. «Πού παν εκείνα τα παιδιά» θα φωνάξει (ο δίσκος με το τραγούδι αυτό θα κατασχεθεί μ’ απόφαση του εισαγγελέα την περίοδο της δικτατορίας).

«Πού πάνε οι σταυραετοί

που πολεμούσαν γελαστοί

φονιά, φασίστα και ληστή,

πού πάνε;»

Ρωτάει, ρωτάει χωρίς να περιμένει απάντηση. Ξέρει για το δίκιο του αγώνα, αλλά τ’ άδικο της κοινωνίας, ο παραγκωνισμός των πολλών, τον αγανακτεί. Την ίδια αγανάκτηση, την ίδια οργισμένη ερώτηση θα απευθύνει και στο τραγούδι του (1971) «Ο θάνατος του ποιητή» (Μουσική Απ. Καλδάρας). Πρόκειται για τον Ισπανό Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που σκότωσε το καθεστώς του δικτάτορα Φράνκο στις 19 Αυγούστου 1936 στον Ισπανικό εμφύλιο.

Βέβαια ο Ν. Εγγονόπουλος θα γράψει: «μα επιτέλους` πια ο καθείς γνωρίζει πως από καιρό τώρα και προπαντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα είθισται να δολοφονούν τους ποιητές.»

«Γιατί τον σκότωσαν, γιατί

το γελαστό τον ποιητή

αυγούλα στη Γρανάδα;

Αυτός εκένταγε φιλιά,

αυτός ζωγράφιζε πουλιά

και κρίνα στην κοιλάδα

το σούρουπο οι Παναγιές

θρηνούν στον ελαιώνα

και του κορμιού του οι πληγές

κατάρες είναι και ντροπές

στον εικοστό αιώνα.

Γιατί τον σκότωσαν, γιατί

το γελαστό τον ποιητή

μες στου Βιθμάρ το ρέμα;

Κι αυτός ακόμα γελαστός,

παρακαλάει να ’ναι αυτός

το τελευταίο αίμα». (Το γελαστό παιδί)

Αυτό το ποίημα, γιατί για ποίημα πρόκειται, είναι από τις καλύτερες στιγμές του Πυθαγόρα. Δεν μπορώ να αντισταθώ στο να θυμηθώ το ποίημα «Φίλιππος» του Τάκη Σινόπουλου. Μου θυμίζει ίδια βιώματα, σκέψεις, καταστάσεις σαν αυτές που ανιχνεύονται στον Πυθαγόρα

Γράφει ο Σινόπουλος (συλλογή Μεταίχμιο Β` 1937):

«Εδώ στοχάζομαι δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος

σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα..

Πολλά του τάξαμε από λάφυρα κι από σειρήνες,

μα κείνος ήτανε στραμμένος σ’ άλλα οράματα.

Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε.

«Πού είναι το πρόσωπό σας

το αληθινό σας πρόσωπο;» μου φώναξε.

Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.

Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα.

Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας.»

 

Αυτόν τον κακό χειμώνα θα ζήσει και στιγμές του θα βγάλει στα τραγούδια του ο Πυθαγόρας. Στη δεκαετία 1960-1970 θα γράψει τραγούδια που λίγο πολύ συμπλέουν θεματικά με το μελό του Ελληνικού κινηματογράφου. Χωρίς περισπούδαστες κοινωνιολογικές μελέτες και σαφείς επώνυμες αναφορές στον φορέα της κοινωνικής αδικίας, θεωρεί υπεραπλουστεύοντας την κοινωνία, άδικη, σκληρή και ψεύτρα, που πληγώνει τα καλύτερα παιδιά. Δε στιγματίζει τους κακούς, ίσως γιατί όλοι γνώριζαν και ίσως γιατί δεν τον ενδιέφερε, ακόμα ίσως γιατί δεν είναι σταθερή σε πρόσωπα η ομάδα εκείνων από τους οποίους εκπορεύεται το κοινωνικά άδικο. Απρόσωπη η αδικία χτυπάει του φτωχούς, τους εργάτες, τους αγρότες, τους μετανάστες. Τον Πυθαγόρα τον ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι της κοινωνίας και μ’ αυτό συνταυτίζεται. Ο πλούτος είναι τα «σπίτια τα ψηλά». Γράφει:

«Από τα σπίτια τα ψηλά

δε φαίνεται η φτώχεια.

 

Αν θα σου λείψει το νερό

απ’ το βουνό να φέρεις.

Και το ψωμάκι το πικρό

αν δεν λαχτάρησες μωρό

τη φτώχεια δεν την ξέρεις» (1966)

Η φτώχεια και κατ’ επέκταση η φτωχολογιά δε θεωρείται κατάρα. Εξιδανικεύεται, ωραιοποιείται και εξαγιάζεται δεδομένου ότι της αποδίδονται συλλήβδην όλες οι ηθικές αξίες που ανήκαν στο καλό. Οι φτωχοί δεν είναι της γης οι κολασμένοι αλλά οι υγιής κοινωνία, οι εργάτες ως αδικημένοι είναι οι τίμιοι και καλοί. Ο στιχουργός συμμερίζεται την άποψη για αυτοαξιολόγηση που εμφιλοχωρούσε στα λαϊκά στρώματα, όπως συμβαίνει άλλωστε με τον κώδικα αξιών όλων των κλειστών ομάδων.

Η φτώχεια παρουσιάζεται ως δεινό αλλά ως δεινό που μόνο οι τίμιοι μπορούν να έχουν. Η προσπάθεια γι’ απαλλαγή απ’ αυτή δεν είναι έντονα παρούσα. Οι ελπίδες γι’ αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας μετατίθενται αόριστα σ’ ένα άλλο χρόνο. Προς το παρόν ο φτωχός γνωρίζει τη μοίρα του και κάπου στο βάθος περηφανεύεται γι’ αυτήν.

Τα ροζιασμένα χέρια

« Όταν θα μάθεις πως είμ’ εργάτης

τότε θα πάψεις να μ’ αγαπάς,

κι αυτά τα χέρια μου τα ροζιασμένα

με ειρωνεία θα τα κοιτάς.

 

Όταν σου πούνε τ’ όνομά μου

ίσως ξεχάσουν για να σου πουν:

αυτά τα χέρια μου τα ροζιασμένα

μάνα, πατέρα κι αδέρφια ζουν.» (1969)

Εδώ ορθώνεται απέναντι στο χρήμα, η τιμιότητα αλλά και αυτή δεν αποτελεί διαβατήριο κοινωνικής κινητικότητας. Τα πολλά ο φτωχός δεν τα επιζητεί. Το αμερικάνικο όνειρο της δεκαετίας του ’50 φανερά τουλάχιστον δεν κάνει την εμφάνισή του. Η σκληρή κοινωνία ονομάζεται «ζωή» και όσες δυσκολίες επιφέρει η επιβίωση αποδίδονται στη ζωή.

«Πήγαμε κόντρα στη ζωή

μα η ζωή δεν παίζει

όλους μας έβαλε γραμμή

τριγύρω στο τραπέζι.»

Χαρακτηριστικά, σε μια εκδήλωση μόλις αναφαινόμενης και εξατομικευμένης επαναστατικότητας θα πει:

«Φέρτε βόλια και μαχαίρια

να βγω παγανιά

να σκοτώσω τη μιζέρια

και την ορφανιά»

Αλλά αμέσως μετά συμβιβάζεται και δικαιολογεί τη γενιά του και τον φαινομενικό εφησυχασμό της.

«Μα τα πουλιά έχουν φτερά

κι ελεύθερα πετάνε,

φραγμένους δρόμους κι αν θα βρουν

αυτά δεν σταματάνε.»

Ρεαλιστική αποτίμηση των πραγμάτων αλλά και απόδοση ευθυνών σε δυνάμεις που κινούνται πέρα και έξω από τις δυνατότητες του λαού. Δε θα κάνει ο Πυθαγόρας την υπέρβαση αλλά και ούτε θα μιλήσει για βαθιές αιτίες που εμπόδισαν και εμποδίζουν την εδραίωση της προσπάθειας για ένα καλύτερο αύριο. Αρκείται στο ότι δεν είναι υπεράνθρωποι οι άνθρωποι της γενιά του. Άλλωστε το ρόλο του σαλπιστή σε επαναστατική εγρήγορση το είχαν αναλάβει κομματικοί φορείς.

Έπαινο απονέμει στην εργατιά (τραγούδι του 1965 που τραγουδά ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των λαϊκών στρωμάτων της εποχής` Στέλιος Καζαντζίδης.) που θυμίζει επαναστατικό ύμνο και ακολουθεί την εικόνα της εξιδανίκευσης που προαναφέρθηκε.

Είναι χαρακτηριστική η ομοιότητα στη διαχείριση του θέματος με το ρεμπέτικο τραγούδι. Για παράδειγμα το ζεϊμπέκικο του Γιάννη Καραμπεσίνη:

Τα παιδιά της φτώχειας

«Η φτώχεια βγάζει πάντοτε ανθρώπους με αξία

που ζουν με τον ιδρώτα τους μέσα στην κοινωνία.

Μέσ’ από τη φτώχεια βγαίνουν τα καλύτερα παιδιά

είναι άντρες με αξία και χρυσή καρδιά.

Δεν τους τρομάζει η δουλειά, στα βάσανα αντέχουν

και τη γυναίκα π’ αγαπούν ξέρουν να την προσέχουν.»

Ο εργάτης είναι ο ήρωας της καθημερινότητας και το περηφανεύεται. «Το φτωχόπαιδο» ζεϊμπέκικο του Β. Τσιτσάνη:

«Φτωχόπαιδο με γνώρισες

και από μικρό στην πιάτσα

παλεύω με τα μπράτσα

στα σίδερα, στα γράσα…»

και σε ζεϊμπέκικο του Μπάμπη Μπακάλη η γνωστή φράση «τα ροζιασμένα χέρια» που αποτελεί κώδικα αναφοράς στην εργατικότητα και την τιμιότητα του χειρώνακτα εργάτη παρουσιάζονται ως εγγύηση ευτυχισμένης ζωής.

«Τα ροζιασμένα χέρια μου για σένα θα δουλεύουν

θα ‘σαι κυρία στη ζωή και όλοι σε ζηλεύουν.»

Διάχυτη είναι στα τραγούδια του η αίσθηση της υπομονής και της καρτερικότητας απέναντι στα βάσανα της ζωής. Οι ελπίδες για το καλύτερο εναποτίθενται στο Θεό. Η φράση «έχει ο Θεός» που αποτελεί του Έλληνα τ’ αποκούμπι στα δύσκολα και μερικές φορές και την αιτιολόγηση της ελάχιστης προσπάθειας, γίνεται σχεδόν πατρική συμβουλή και παρηγοριά. Γνωρίζουμε τις αντιλήψεις του Έλληνα για το «ωχ αδερφέ» και το «δε βαριέσαι» που πέρα από τον αρνητικό ρόλο που παίζουν έχουν και την αισιόδοξη πλευρά τους. Κάτι θ’ αλλάξει και κάποιος άλλος θα τ’ αλλάξει για μας. Μια πολύ βολική παραίτηση, ίσως.

«Κάντε κουράγιο

και, μα τον Άγιο,

κάπου θα βρείτε ένα λιμάνι, ένα φως.

Κάντε κουράγιο

Και, μα τον Άγιο,

για τους μικρούς είναι μεγάλος ο Θεός.»

Τι θα μπορούσε κανείς να πει στο μετανάστη που ζει στη Γερμανία και ονειρεύεται την πατρίδα του:

«που στο τέρμα του ονείρου πλησιάζει

μα και πάλι ο δρόμος του κλειστός.»

«Έχει ο Θεός» με τα λόγια του Ελύτη από τους «Προσανατολισμούς»:

«Ελαιώνες και αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα

κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση,

έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στο μεσημεριάτικο ύπνο

με φύκια και όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος

φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη

του κόλπου των νερών έχει ο Θεός

Ο Πυθαγόρας που γράφει λαϊκά τραγούδια δεν είχε επωμισθεί τις ευθύνες του καθοδηγητή. Ζούσε δίπλα στο λαό και άκουγε τις σκέψεις του. Και αυτές έκανε στίχο. Δε θεωρούμε σήμερα ότι τα τραγούδια του θα είχαν τόση αποδοχή, αν δεν εξέφραζαν το λαϊκό αίσθημα της εποχής, αν δεν έπιαναν το σφυγμό του λαού ο οποίος δούλευε, πάλευε όχι για ποιότητα ζωής αλλά κυρίως για εξασφάλιση της επιβίωσης. Πρέπει προσεγγίζοντας το έργο του Πυθαγόρα να εκτιμάμε και το σε ποιους απευθύνονταν και τι ζητούσαν να τους προσφέρει. Ζητούσαν να τραγουδήσει τη ζωή τους όπως θα την τραγουδούσαν και οι ίδιοι. Έτσι το τραγούδι του πέρασε στο στόμα των εργατικών, λαϊκών στρωμάτων, των αγροτών μέσα από το συνεχώς αποκτούμενο ραδιόφωνο. Θυμούνται οι παλιότεροι, πόσοι αρμαθιάζοντας τον καπνό, άκουγαν αυτά τα λαϊκά τραγούδια, τα σιγομουρμούριζαν και αρκετές φορές δάκρυζαν.

Ποιοτικός ο Πυθαγόρας με τα δεδομένα που ορίζουμε σήμερα δεν υπήρξε, αν μέσα στο ποιοτικό δεν εμπεριέχεται και το λαϊκό.

Ποιος δεν τραγουδά ακόμα το «Κάθε λιμάνι και καημός» και ποιος δεν εννοεί πόσες αλήθειες κρύβει μέσα του αυτός ο στίχος, με τη μελαγχολία του αλλά και τη φραστική του κομψότητα και εκφραστικότητα. Έτσι δεν είναι η ζωή, μια θάλασσα δίχως άκρη;

Και όταν στα γεράματα οι άντρες συχνάζουν στα καφενεία δε θυμούνται τα παλιά; δεν πικραίνονται για το σημαντικό μαρασμό; σαν το Σταμούλη το Λοχία στην Αμφιλοχία που εκφράζει τον καημό του με το «ο πιο ανίκητος εχθρός είναι ο καιρός». Το ίδιο θα πει και ο Ελύτης στη «Μαρίνα των Βράχων»: «Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος». Διαχρονικές αλήθειες.

Τις εικόνες των σκεπτικών γέρων του καφενείου που αναμετρούν τη ζωή τους θα τις δώσει και στον «Καφενέ της Λεπενούς» και στο «Σταμούλη το Λοχία». Σ’ όλες τις περιπτώσεις ο απολογισμός δεν είναι θετικός. «Πώς καταντήσαμε» θα πει στο συμπολεμιστή του και η βασικότερη αιτία θεωρεί το χρόνο που πέρασε και δεν έδωσε δικαίωση. «αχ! Να ’ταν μ’ ένα σάλτο να γίνουμε παιδιά.»

Ίδιες εικόνες και στο ποίημα του Κ. Καβάφη «Ένας γέρος» (ποιήματα)

«Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος

σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος`

με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

 

Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια

σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια

που είχε και δύναμη και λόγο και εμορφιά.

 

 

Ξέρει που γέρασε πολύ` το νοιώθει, το κοιτάζει

κι εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει

σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.»

 

Τίτος Πατρίκιος Οφειλή

 

«Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει

πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο και άλλο θάνατο,

αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,

δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,

συστηματική υπόσκαψη και έτοιμες νεκρολογίες

είναι σαν να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.

 

Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή

κι όσος καιρός μου μένει

σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν

για να τους ιστορήσω.»

 

Αν η τέχνη και συγκεκριμένα το τραγούδι μπορεί πέρα από το να εκφράσει τα οράματα ενός λαού να χαράξει και πορεία εξωτερικής πολιτικής και στάσης απέναντι σε άλλους λαούς τότε ο κύκλος τραγουδιών του Πυθαγόρα «Μικρά Ασία» ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία.

Κατάφερε πολύ εύστοχα να δώσει τη μακρόχρονη συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων και μάλιστα παρουσιάζοντάς τους αδερφωμένους σε στιγμές χαράς και γλεντιού απαλείφοντας επιλεκτικά από τη μνήμη του δύσκολες στιγμές της ρωμιοσύνης στη τουρκική επικράτεια. Ο Τούρκος είναι αδέρφι και καρντάσι, λαός κι αυτός χωρίς η διαφοροποίηση η θρησκευτική ν’ αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα επικοινωνίας. Αναφορές στην υπεροχή σε μόρφωση και πλούτο του Ελληνισμού δεν γίνονται, απαλείφει κάθε εθνικιστικό στοιχείο και έξαρση πατριωτισμού. Ως ένα σημείο ωραιοποιεί την κατάσταση. Δικαιολογημένα βέβαια, αφού χρόνια μετά ο πρόσφυγας τα καλά θυμάται.

Το ποιος έφταιξε δεν θα το ψάξει, ο ίδιος κάνει τραγούδι. Τις ευθύνες για τον ξεριζωμό των Ελλήνων ας τις αναζητήσουν οι ιστορικοί και οι ειδικοί. Αυτός ως λαός το αντιμετωπίζει το γεγονός της καταστροφής. Συνεπώς δε μπορεί παρά να θρηνήσει για ό,τι έχει συμβεί. Η Σμύρνη που χάθηκε, σημαίνει το τέλος του ονείρου. Δεν τον ενδιαφέρει αν η Σμύρνη ήταν κέντρο εμπορικό, αν τη ζωή εκεί την κρατούσαν οι Έλληνες στα χέρια τους, σημασία τώρα έχει ότι οι Έλληνες δεν είναι εκεί. Ούτε καν η παρουσία του Ελληνικού στρατού, η πορεία προς το Σαγγάριο, η παρουσία του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, η δράση του Κεμάλ, τα διεθνή συμφέροντα δεν θα υπαινιχθούν. Και δεν μπορεί όλα αυτά να μην τα γνώριζε και μάλιστα από πρώτο χέρι αφού η μητέρα του, Μαρία, σπούδασε στη Σμύρνη δασκάλα και ο πατέρας του υπηρέτησε ως αξιωματικός.

Τις αγριότητες των Τούρκων τις αποσιωπά, άξονας των τραγουδιών του είναι η αντιμετώπιση του δράματος από την πλευρά του Μικρασιάτη που «ο πόνος του δε λέγεται, δε γράφεται ο καημός του» και το μόνο που θέλει είναι «να ξεδιψάσει και να ξαποστάσει». Επιμένει στο δράμα της προσφυγιάς «ο ξένος τόπος είναι φυλακή». Για όποιον γνωρίζει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου γίνεται εύκολα κατανοητό πόσο ειλικρινής είναι ο Πυθαγόρας και με πόσο ρεαλισμό παρουσιάζει την υποδοχή των προσφύγων από την μητέρα Ελλάδα.

«Πέτρα πέτρα χτίσαμε

μια φτωχή γωνιά

τη ζωή μας κλείσαμε

μες στην Κοκκινιά.»

Η ένταξη των Μικρασιατικών πληθυσμών στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της Ελλάδας έγινε δύσκολα αλλά μαζί με το κεφάλαιο της ιστορίας που έκλεισαν, αποδέχτηκαν και τη νέα πολιτική κατάσταση «για το μαρμαρωμένο βασιλιά ούτε φωνή, ούτε λαλιά».

Ο Πυθαγόρας μ’ εξαιρετική αμεσότητα περίπου πενήντα χρόνια μετά την εθνική αυτή καταστροφή δεν κάνει απόδοση ευθυνών ούτε εμπλέκεται σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, θρηνεί με το αίσθημα της καρτερίας και της αποδοχής της κατάστασης, θρηνεί τον πρόσφυγα και τη μοίρα του. Τι είχε, τι έχασε και τι πέρασε. Η μεγαλοψυχία αυτών των ανθρώπων δεν επέτρεπε τη μιζέρια και πισωγυρίσματα σε άγονους διαπληκτισμούς και εγκλωβισμό στο παρελθόν. Δεν επέτρεψε όμως και τη λήθη.

Και ακριβώς αυτό, τη μνήμη κράτησε ζωντανή και ο στίχος του Πυθαγόρα «χίλια μύρια κύματα μακριά απ’ τ’ Αϊβαλί» που αγαπήθηκε πολύ (250 .000 πωλήσεις) έγινε _________. Είχε βέβαια και εξαίρετους συνεργάτες, συνθέτη τον Απ. Καλδάρα και τραγουδιστές τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Γιώργο Νταλάρα.

«Το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και τη ψυχή σου να γίνεται τιμόνι.

Και να ’σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι.

 

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους έναν, έναν.»

(Σεφέρης «Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο)

θα γράψει ο Σεφέρης, αυτή τη πίκρα δεν είναι εύκολο να την κάμεις λέξεις. Γι αυτό και ο Πυθαγόρας καταφεύγει στο στίχο που θυμίζει το ύφος και τη λιτότητα του λαϊκού μοιρολογίου και συμπυκνώνει τη θυμοσοφία του απλού ανθρώπου.

«Κι απ’ το θάνατο ακόμα

πιο πικρή είσαι προσφυγιά.»

 

«Τόσα κορμιά ριγμένα στη θάλασσα

στα σαγόνια της θάλασσας, στα σαγόνια της γης`

τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.»

(Σεφέρης «Ελένη»)

Και ο Πυθαγόρας:

«Πού να βρίσκεται ο πατέρας

ψάχνει η μάνα για παιδιά.

Μας εσκόρπισε ο αγέρας

Σ’ άλλη γη, σ’ άλλη στεριά.»

Περιγράφει με ρεαλιστικές εικόνες την φυγή από τη Μ. Ασία. Το όνειρο που χάθηκε` δίνεται σ’ ενεστώτα διαρκείας για να δώσει τραγική διάρκεια στην καταστροφή. Η Σμύρνη δε χάθηκε αλλά η Σμύρνη χάνεται. Η Σμύρνη έγινε ουσιαστικό το άπιαστο, το παρελθόν, οι καλές μέρες που φεύγουν, φεύγουν με ένα αδυσώπητο παρόν.

Το σπίτι το πατρικό είναι μνήμη αγαπημένη, εικόνες περασμένης ευτυχισμένης ζωής που τίποτα μελανό δεν τη σκιάζει πια. Η οδυνηρή περιπέτεια της προσφυγιάς και της προσπάθειας για ένταξη στην Ελλαδική κοινωνία σιγά-σιγά γίνονται παρελθόν, σ’ αυτό το κομμάτι ακουμπά η λήθη. Οι Μικρασιάτες σαν άλλοι Οδυσσείς θα επιστρέψουν μετά από 20 αιώνες στα μέρη απ’ όπου ξεκίνησαν. Το άσχημο είναι ότι η επιστροφή δεν ήταν επιθυμητή και υπήρξε και βίαιη. Αν η μισή του καρδιά στην Ιωνία και στον Πόντο βρίσκεται, η άλλη μισή προσπαθεί να ορθοποδήσει. Στη δεκαετία του ’60 που γράφει ο Πυθαγόρας ο όρος πρόσφυγας επιζεί, όπως και ο όρος προσφυγικά καθώς πληρώνονται ακόμα οι δόσεις των δανείων για τα μικρά προσφυγικά κτίσματα (σπίτια). Έχει κάπως καταλαγιάσει ο πόνος. Οι πρόσφυγες τώρα αντιμετωπίζουν νέα προβλήματα` συνήθως προοδευτικοί στο σύνολό τους διώκονται για τα φρονήματά τους από το καθεστώς. Έτσι η αναφορά στο παρελθόν τους υμνεί και τη τωρινή τους περιθωριοποίηση.

Ο Πυθαγόρας μέσα απ’ αυτή τη σειρά των τραγουδιών του προσπαθεί με άφθαστη απλότητα και εκφραστική λιτότητα ν’ αποδώσει, και το πετυχαίνει, τη μοίρα ενός λαού χωρίς εξάρσεις ψεύτικου πλαστού συναισθηματισμού, ενός λαού που ούτε ο ίδιος δεν επέτρεψε στον εαυτό του να κλάψει για τη δυστυχία του.

«Ακόμα δε μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ πάνω στη καταστροφή

δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους

δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε από τη συντροφιά μου…

Να τους μιλήσω, να κλάψω μαζί τους

και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους.»

(Γ. Σαραντάρης)

Αυτό που ζητάει ο ποιητής Γ. Σαραντάρης ακριβώς αυτό το παράπονο προσπαθεί να υλοποιήσει ο Πυθαγόρας με τη Μ. Ασία: να μιλήσει, να κλάψει για τις πατρίδες που χάθηκαν, για τους νεκρούς και να τους σηκώσει, να αναστήσει τη μνήμη, το παρελθόν μας και να συνομιλήσει μαζί τους. Να πει ένα «Γεια σας, είμαστε εδώ, σας θυμόμαστε».

Ο Πυθαγόρας θεωρήθηκε, και ήταν άλλωστε, ο στιχουργός των επιτυχιών του ονομαζόμενου ελαφρολαϊκού τραγουδιού. Έγραψε στίχους για τον ερωτευμένο που χάνει τον έρωτά του, για εκείνον που θέλει να κρατήσει τη σχέση του, στίχους που πολλοί θα τους χαρακτήριζαν εμπορικού, εφήμερους. Όμως μελετώντας τους θα κάνουμε ορισμένες διαπιστώσεις που θα άρουν αυτούς τους χαρακτηρισμούς.

Οι στίχοι τις αγάπης ασχολούνται με ιδιαίτερο σεβασμό με το θέμα χωρίς να το ευτελίζουν και αποφεύγουν τις φράσεις, τις τυποποιημένες φράσεις, συνθήματα της εποχής. Παρουσιάζουν τα ανθρώπινα συναισθήματα με ψυχογραφική δεινότητα και φωτογραφική αποτύπωση ώστε ν’ αποδίδουν την ένταση της στιγμής χωρίς να προσβάλλουν ούτε να μειώνουν το βίωμα. π.χ.:

«Μη φεύγεις, μη, με δάκρυα στο λέω

το λάθος μου θα ’ναι το τελευταίο.

Μη φεύγεις, μη, χωρίς εσένα χάνομαι,

σαν να ’μαι κυπαρίσσι

βοριάς θα με τσακίσει.

Αν θα σε χάσω…

… σαν ναυαγός το κύμα σ’ αγκαλιάζω.»

Θα ήταν άδικο να μην επισημανθεί η ποιότητα του στίχου, η ευαίσθητη, ακριβής και λεπτή προσέγγιση της κραυγής απελπισίας εκείνου που ζητάει να μην εγκαταλειφθεί. Πνιγμένος στον πόνο δίνει την κατάστασή του μέσα από εξαίρετες εικόνες του ναυαγού που αγκαλιάζει το κύμα ως σανίδα σωτηρίας. Ποια σχέση μπορούν να ’χουν αυτοί οι στίχοι με τα σύγχρονα ακούσματα «θα σου φτιάξω μακαρόνια με κιμά» ή «σαν πας με άλλη θα σου σπάσω το κεφάλι» και άλλα παρόμοια.

Η διακριτική προσέγγιση των πτυχών και των διακυμάνσεων των διαπροσωπικών σχέσεων με τόσο σεβασμό, κάνει τα τραγούδια αυτά διαχρονικά σχεδόν. Ακόμα αρέσουν και τραγουδιούνται, ακριβώς επειδή καταγράφουν το αυθόρμητο και στηρίζονται στη γνησιότητα και όχι στην επιτηδευμένη παρουσίαση ούτε στην υπερβολή και τον εντυπωσιασμό.

Ο Πυθαγόρας τραγουδάει την αγάπη αλλά δε χαίρεται την αγάπη. Στους περισσότερους στίχους του (ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις) πονάει για την εγκατάλειψη, την προδοσία του συντρόφου, την παραμέληση, για την αδικία να χαθεί μια αγάπη. Αναγνωρίζει τα σφάλματα που φθείρουν μια σχέση, σκύβει στην ψυχή του ανθρώπου (άνδρα ή γυναίκας) και χωρίς ντροπή τον παρουσιάζει έτοιμο να μετανιώσει ή ήδη μετανιωμένο ή ικανό να κάνει τα πάντα για να διατηρήσει στη ζωή μια σχέση. Απευθύνεται βέβαια, στους ανθρώπους κυρίως της γενιάς του και δεν περιορίζεται σ’ ένα νεανικό κοινό. Αυτό δε σημαίνει ότι ο στίχος του δεν εκφράζει όλες τις ηλικίες. Όταν τραγουδάει την αγάπη τραγουδάει έξω από ηλικίες και κοινωνικούς διαχωρισμούς αλλά και φύλο. Ο άνθρωπος τον εμπνέει. Αν και γράφει απευθυνόμενος στο πλατύ κοινό δεν έχει σαν στόχο την ευκαιριακή επικοινωνία.

Τα περισσότερα τραγούδια του τα γράφει στη δεκαετία του ’70 και στα χρόνια που ακολουθούν τη μεταπολίτευση. Από τη μια η δικτατορία που περιορίζει την ελευθερία έκφρασης και απαγορεύει την αναφορά στα κοινωνικά προβλήματα και τις ταξικές διεκδικήσεις (η σιωπή αυτή θα διογκώσει το φαινόμενο «πολιτικό τραγούδι» μετά το ’74 και τις συναυλίες) από την άλλη η συνεχώς αποκτούμενη πλαστή ευημερία του συνόλου και το όνειρο της οικονομικής αποκατάστασης οδηγεί σε σχετική εφησυχασμό ένα μεγάλο κομμάτι του λαού.

Αυτή τη περίοδο δεν είναι εύκολο να ισχυριστούμε ότι υπάρχει λαϊκό τραγούδι γνήσιο. Το κενό που δημιουργείται καλύπτεται από δύο πλευρές` με την αναβίωση του ρεμπέτικου που ουσιαστικά θεωρείται «ανακάλυψη» των διανοούμενων και με τη συγχώνευση λαϊκών στοιχείων στο τραγούδι που απευθύνεται στο πλατύ κοινό, το μη πολιτικό τραγούδι. Ο Πυθαγόρας γράφει για το δεύτερο είδος.

Τα χρόνια αυτά, κυρίως τα όσα ακολουθούν τη μεταπολίτευση, η Ελληνική κοινωνία προσπαθεί να ξεχάσει τα δεινά του παρελθόντος, η κοινωνική κοινωνικότητα είναι ή παρουσιάζεται ότι είναι, εύκολη. Συνεχείς αλληλοεπιδράσεις των κοινωνικών ομάδων θα οδηγήσουν στη συνεργασία λαϊκών συνθετών με ποιητές ή «έντεχνων» συνθετών με λαϊκούς τραγουδιστές. Το σαφώς οριοθετημένο λαϊκό τραγούδι δέχεται πολλαπλές επιρροές.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα δεν θα μείνει ανεπηρέαστος και ο Πυθαγόρας` παρατηρούμε ότι στίχους του θα τραγουδήσουν κατεξοχήν λαϊκοί τραγουδιστές όπως ο Καζαντζίδης και ο Γαβαλάς αλλά και ο τραγουδιστής του ελαφρού ο Πάριος. Επίσης θα γράψει στίχους σε μουσική ξένων επιτυχιών αλλά θα συνεργαστεί και με τον λαϊκό συνθέτη Απόστολο Καλδάρα. Σ’ όλες της περιπτώσεις τα καταφέρνει θαυμάσια και φθάνει στην επιτυχία.

Με εξαιρετική άνεση και ευλυγισία γράφει για όλα τα είδη διατηρώντας τις βασικές θεματολογικές του θέσεις και το ύφος του. Στην ουσία είναι ένας στιχουργός βαθιά ανθρώπινος και λαϊκός. Δεν υπήρξε επηρμένος από την επιτυχία που γνώρισε και δεν κατέφυγε στις εύκολες λύσεις.

Στα τραγούδια του που μπορούν να χαρακτηριστούν λαϊκά, τουλάχιστον όσον αφορά την ενορχήστρωση και τους συντελεστές τους, υπάρχει θεματική επιρροή από το ρεμπέτικο. Αυτά τα τραγούδια κινούνται σ’ όλο το φάσμα του λαϊκού από το κέντρο ως την περιφέρεια.

Ας σημειωθεί εδώ ότι δεν μπορούν να υπάρξουν ακριβείς οριοθετήσεις στο τι είναι λαϊκό και τι όχι και επίσης ανάμεσα στο έντεχνο και το λαϊκό. Επίσης ποιος ισχυρίζεται ότι το λαϊκό δεν είναι τέχνη; Επομένως οι όροι αυτοί περισσότερο συμβατικοί είναι και αφορούν τους μελετητές της μουσικής και του τραγουδιού.

Οι επιρροές του Πυθαγόρα από τα γνήσια λαϊκά του ακούσματα είναι εμφανείς σε πολλούς στίχους του. Διακρίνεται μια σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν και τους παλιούς κορυφαίους του λαϊκού τραγουδιού στο τραγούδι που αφιερώνει στο Γιάννη Παπαϊωάννου, τον μπαρμπα-Γιάννη:

«Εσύ που σαν αδέρφι μας

δεν χάλαγες το κέφι μας.»

Στην ουσία ένιωθε αδερφός μ’ αυτό το χώρο, γιατί είχαν κοινή πηγή έμπνευσης, το λαό τραγουδούσαν και τους καημούς του με διαφορετικό τρόπο και τεχνική.

Στα τραγούδια του που ανιχνεύεται εντονότερο το λαϊκό χρώμα παρατηρούμε εμμονές στο θέμα της άδικης κοινωνίας, τις σκληράδας του ανθρώπου.

Το τραγούδι του «Κοινωνία»1971 έχει σαφείς ομοιότητες με ομάδα λαϊκών τραγουδιών. Θα το συνεξετάσουμε όμως με δύο λαϊκά τραγούδια του Χρ. Κολοκοτρώνη το πρώτο και του Τσιτσάνη το δεύτερο` και τα δύο από δίσκους του 1950.

Η κοινωνία (Κολοκοτρώνης)

«Η κοινωνία με κατακρίνει

μ’ έχει αδικήσει στ’ αληθινά,

και το κορμί μου στιγμή δεν παύει

να τυραννιέται και να πονά.

 

Ένιωσα ποια είναι η κοινωνία

ένιωσα του κόσμου την τόση αδικία.

 

Ό,τι αγαπούσα το έχω χάσει,

χαρά στον κόσμο δεν έχω δει.

Η κοινωνία μου ’χει στερήσει

ό,τι ποθούσα μες στη ζωή.

 

Από του κόσμου την αδικία,

που κάθε τόσο με κυνηγά,

μες στην ζωή μου την πικραμένη

θα τυραννιέμαι παντοτινά.»

 

Κατηγορώ την κοινωνία

«Κατηγορώ την πονηρή, κακούργα κοινωνία,

που ρίχνει πάντα το φτωχό στη μαύρη δυστυχία.

 

Για την κατάσταση αυτή και την αιτία

κατηγορώ, κατηγορώ την κοινωνία.

 

Κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,

τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του.

 

Κατηγορώ την προστυχιά και την πλεονεξία,

το πρόσωπο της ψευτιάς τη μαύρη δυστυχία.»

Και ο Πυθαγόρας:

« Η κοινωνία με κατηγορεί

αλλά αυτή κρύβει τα λάθη τα δικά της,

μπορεί εγώ έξω να έπεσα, μπορεί,

όμως αυτή είναι μεγάλος παραβάτης.

 

Η κοινωνία με κατηγορεί

και προσπαθεί ένα παράπτωμά μου να ’βρει

ενώ αυτή ένα χαμόγελο φορεί

και από μέσα η καρδιά της είναι μαύρη.»

Ο άνθρωπος των λαϊκών στρωμάτων που νιώθει την κοινωνική αδικία διαπιστώνει το γεγονός αλλά και αποδίδει ευθύνες, μ’ ένα βαρύ «κατηγορώ» στην κοινωνία. Ως ένας απλός και από ένστικτο κοινωνιολόγος ότι ό,τι κι αν έγινε στη ζωή του δεν το αποφάσισε μόνο ο εκείνος αλλά και αυτό που πολλοί αποδίδουν με την παραφθαρμένη λέξη «σύστημα». Δηλαδή οι δομές, οι θεσμοί, οι κάθε μορφής εξουσίες που τυπικά ή και άτυπα τις πιο πολλές φορές καθόριζαν τον κοινωνικό ρόλο που θα διαδραμάτιζαν ομάδες αλλά και άτομα. Η Ελληνική μετεμφυλιακή κοινωνία μπορούσε εύκολα να αφορίζει και να δημιουργεί περιθωριακά λούμπεν στοιχεία με κριτήρια την ηθική ή την πολιτική και την οικονομική διαβάθμιση. Η κατάταξη σε μια ορισμένη θέση συνήθως παρέμενε στίγμα ανεξίτηλο.

Στην άσκηση αυτού του διαφορισμού οι δημιουργοί των στίχων που προαναφέρθηκαν αντιπαραθέτουν την επισήμανση της αδικίας από τη μια αλλά και το διπρόσωπο και την υποκριτική στάση εκείνων που υποτίθεται ότι ηθικολογούν και κατακρίνουν αβασάνιστα.

Έτσι μια μοναχική διαμαρτυρία παίρνει σάρκα και οστά και λειτουργεί ως παραμυθία των κατακριμένων δεδομένου ότι οι κρίνοντες έχουν βεβαρημένο ιστορικό και συνεπώς τους αφαιρείται το δικαίωμα να κρίνουν. Ταυτόχρονα φανερώνεται αυτό που πλανάται και αποτελεί κοινή πίστη στα λαϊκά στρώματα ότι ο κόσμος είναι άδικος, ψεύτης και διπρόσωπος. Υπεραπλουστεύσεις που αφαιρούν εν μέρει από τον περιπίπτοντα εις δυστυχίαν την ευθύνη για τις πράξεις του αλλά και τη βαρύτητα της συμμετοχής του σ’ αυτή την άδικη κοινωνία.

Στο βαθμό βέβαια, που εκστομίζεται ένα κατηγορώ έστω και χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη η λύτρωση που επέρχεται κατέχει μεγάλη σπουδαιότητα και αποτελεί το πρώτο δειλό βήμα αφύπνισης της κοινωνικής συνείδησης.

Είναι όντως περίεργο πως ένα κατηγορητήριο στιχουργείται, τραγουδοποιείται, και έχει μεγάλη απήχηση. Προφανώς η Ελληνική κοινωνία διαθέτει πάμπολλους λανθάνοντες κοινωνικούς κατήγορους! Αυτό φαίνεται ότι το είχε οσμιστεί ο Πυθαγόρας και σε αρκετά τραγούδια του η κοινωνία εμφανίζεται ως φαύλη.

«Της κοινωνίας η διαφορά

φέρνει στον κόσμο μεγάλη συμφορά.»

Στους στίχους του που κατεξοχήν πρωταγωνιστούν λαϊκά πρόσωπα και μάλιστα επώνυμα ανιχνεύονται ομοιότητες με τους θαμώνες της λαϊκής ταβέρνας του Βάρναλη με τη διαφορά πως στον Πυθαγόρα δεν σκύβουν το κεφάλι αλλά προσπαθούν να αποτινάξουν τη μοίρα τους. Έχει ο Πυθαγόρας το χάρισμα σε τρεις ή τέσσερις το πολύ στροφές ομοιοκατάληκτες να συμπυκνώνει την ιστορία ενός ανθρώπου που ταυτόχρονα είναι δηλωτική της ιστορίας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας. Για παράδειγμα:

«Ο τελευταίος της παρέας

ήταν ο χτίστης ο Αντρέας

ξεριζωμένος απ’ τον Πόντο

και της ταβέρνας το σιγόντο.

 

Είχε δυο σίδερα για μπράτσα

όμως δε μάλωνε στην πιάτσα.

Μα για τη δόλια προσφυγιά του

στον τοίχο χτύπαε τη γροθιά του.»

Ο άνθρωπος αυτός εκπροσωπεί μια ολόκληρη γενιά, πρόσφυγας, εργάτης, τίμιος, με καθαρά χέρια. Μια πονεμένη και σχεδόν, για ’μας, ονειρική κατάσταση, μακρινές φιγούρες που τραγουδούσαν, πάλευαν την ζωή και είχαν φιλότιμο.

Οι άντρες του Πυθαγόρα είναι περίπου χτισμένοι σ’ αυτό το μοτίβο: Έχουν ξεκάθαρες απόψεις, ευδιάκριτους στόχους, αγωνίζονται, αλλά ερωτεύονται, παραδέχονται τα λάθη τους, ζητούν συγχώρεση. Από τη μια άκαμπτοι και από την άλλη εύθραυστοι, ένας συνδυασμός που δηλώνει πόσο ρεαλιστής είναι ο στιχουργός και δεν αιθεροβατεί στην προσπάθειά του να τραγουδήσει. Την ίδια στιγμή όμως, δεν απομονώνει το μερικό! Στο φαντασιακό για να το γενικεύσει. Ξέρει πού απευθύνεται και θέλει και είναι αληθινός. Ο ίδιος πιθανόν άντρας θα κλάψει όταν νιώσει συντριβή αλλά όταν πεισματώσει θα πει «οι άντρες δεν κλαίνε» για να χαλυβδωθεί. Η δικαιολογία του πειστική:

«Όσοι δεν πόνεσαν άστους να λένε

κι όμως, κυρία μου, και οι άντρες κλαίνε!», και αλλού:

«Δεν αξίζει γι’ αυτήν πια να κλαίω»

Παρόλο αυτό το ψυχικό σπαραγμό δεν ζητάει συμβιβασμό.

«Μη με κρατήσεις μοναχά από συμπόνια.»

Η αντρική ευαίσθητο καρδιά πικραίνεται μόνο από την αδικία, απ’ όπου κι αν προέρχεται αυτή, είτε από την κοινωνία γενικότερα είτε από τη γυναικεία συμπεριφορά στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Οι γυναίκες που τον πρόδωσαν δεν έχουν καμία ελπίδα, αυτές τον ντρόπιασαν και δεν ξαναγυρίζει έστω και αν κατά βάθος επιθυμεί.

«Τίποτα, τίποτα

δεν είσαι πια για μένα,

κάρβουνα σβησμένα

είναι τα περασμένα.

Ποια είσαι συ που απόψε κλαις

και να σε συγχωρήσω θες;» Και συνεχίζει αλλού:

«Υπήρξε ο Θεός μου…

μα έπαιξε μαζί μου

και τώρα απ’ τη ζωή μου

διαγράφεται.»

Με τον ίδιο τρόπο, με ρεαλισμό και ευαισθησία, παρουσιάζονται και οι γυναικείες μορφές στα τραγούδια του.

Η άγια μορφή της μάνας, της μάνας που πολεμάει τη φτώχεια για να ζήσει τα παιδιά της, είναι και αυτή ένα στοιχείο που σήμερα εύκολα δεν καταλαβαίνουμε και ίσως να το θεωρούμε υπερβολή και εξιδανίκευση σκόπιμη των προτύπων της δεκαετίας του ’50 και ’60. Αξίζει να το παραθέσουμε ολόκληρο:

 

«Μάνα γλυκιά, φτωχιά μου μάνα,

στον κόσμο μόνη με τα παιδιά

αντί να κάνεις τη ζητιάνα

τα χέρια σου έκανες σπαθιά.

Καταχείμωνο στα τρίστρατα εκίναγες

κι αλίμονο για το ψωμί μας πείναγες.

Ποιος βοριάς και ποια καμπάνα

θα σε τραγουδήσει, μάνα.

Ήσουνα φως μες στο κονάκι

κι ανάσα της παρηγοριάς,

εσύ κατάπινες φαρμάκι

και μέλι πότιζες εμάς.»

Σχεδόν η ίδια αντιμετώπιση της μάνας υπάρχει και στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι. Ενδεικτικά παραθέτουμε στίχους του ζεϊμπέκικου του Τόλη Χαρμά.

«Μάνα μου, γλυκιά μου μάνα

πόσο σ’ έχω βασανίσει

πως αντέχεις τόσα χρόνια

και δεν έχεις τσακίσει;»

Η γυναίκα που στέκει ολόρθη για να φροντίσει τα παιδιά της έχει υμνηθεί από πολλούς ποιητές, αποτελεί ιερό πρόσωπο και σηματοδοτεί την Ελληνική κοινωνία. Σ’ αυτήν μπροστά λυγίζουν και τα σίδερα. Για τη μάνα, τη μάνα που ταπεινά μπαίνει στο περιθώριο για τα παιδιά της θα γράψει στο ίδιο κλίμα με τον Πυθαγόρα η ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου στο ποίημά της «Εγκώμιο».

«Εσύ ήθελες να μείνεις πάντοτε παράμερα και ταπεινή

απ’ τον ουρανό περίμενες ανάπαψη.

Να ’σουν κοντά μου με το χαμηλό τσεμπέρι

το δειλό περπάτημα χωρίς ελπίδα,

ας μην περίμενες χαρά και ανάπαψη»

Η μάνα από τη μια και ο άντρας από την άλλη που αγωνίζονται καθρεπτίζουν την Ελληνική κοινωνία, τα δομικά στοιχεία του λαού στις δύσκολες περιόδους. Πάνω στη μάνα ακούμπησε η οικογένεια και αυτή τους έδωσε το κουράγιο να συνεχίσουν.

Βέβαια η γυναίκα στα τραγούδια του Πυθαγόρα δίνεται και με τις άλλες της διαστάσεις. Όμως δεν είναι μια γυναίκα που υποκύπτει, σκύβει το κεφάλι και δεν χαλάει χατίρι. Έχει λόγο, δικαίωμα στη ζωή και στην αγάπη, διεκδικεί, θυμώνει όταν αδικείται αλλά και ζητάει συγχώρεση. Καμιά διάκριση από τον άντρα όπως τον γνωρίσαμε. Το όμορφο, ναζιάρικο, τσαχπίνικο θηλυκό, η καρδιοκλέφτρα του ρεμπέτικου, η ψεύτρα, δεν υπάρχει στα τραγούδια του. Η γυναίκα είναι μια άλλη διάσταση του άντρα. Βιώνει τα ίδια συναισθήματα και τα εκφράζει σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Στο πέρασμά της, αφού έχει το δικαίωμα της επιλογής και προβάλλει τα θέλω της, είναι φυσικό κάποιους ν’ αδικήσει και ν’ αφήσει με το ανικανοποίητο. Αυτό όμως δεν της δίνει το χαρακτηρισμό της άπονης και της σκληρής που εύκολα της απένειμε το ρεμπέτικο τραγούδι επηρεασμένο από τη Μικρασιατική του επίδραση. Η μαργιόλα, σαγηνεύτρα γυναίκα απουσιάζει. Έχει γίνει σχεδόν ένα με τον άντρα, στην έκφραση των συναισθημάτων της. Σε τέτοιο βαθμό που στα τραγούδια του δύσκολα ξεχωρίζει το ποιος μιλάει, γυναίκα ή άντρας. Τα συναισθήματα είναι ίδια, ίδιος ο πόνος και η χαρά. Γιατί στα τραγούδια του Πυθαγόρα περισσεύει ο πόνος και όπως λένε πολλοί τα πονεμένα τραγούδια είναι τα καλύτερα, επειδή ο καημός, το ντέρτι πάλει τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής και την κάνει ν’ ανασαίνει μουσικά για να βγάλει το βάρος από μέσα της, να το μοιραστεί, να ξαλαφρώσει.

Το τραγούδι γίνεται άμεση ανάγκη στην κατάσταση του πόνου σχεδόν περισσότερο απ’ ότι στη χαρά. Και αφού οι συνθήκες πια είχαν τόσο διαφοροποιηθεί και ο λαός δεν ήταν σε θέση να παράγει μόνος του τραγούδι, άφησε το ρόλο τούτο σε κείνους που είχαν τη χάρη να το κάνουν. Ο Πυθαγόρας σε προγενέστερες εποχές μπορούσε να ’ταν ο μπροστάρης στη λαϊκή διαμόρφωση στίχων που από το στόμα του θα τους έπαιρναν οι πολλοί και θα τους έκαναν κτήμα τους. Στα χρόνια του όμως με την αστικοποίηση, την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, την ολοένα αυξανόμενη μείωση του αγροτικού πληθυσμού και την «εργατικοποίηση» των αγροτών δεν ήταν εφικτός ένας τέτοιος ρόλος.

Οι δισκογραφικές εταιρείες ανέλαβαν το ρόλο του διαμεσολαβητή. Η στιχουργική έγινε επάγγελμα, ανταμώθηκε με την κατ’ επάγγελμα σύνθεση μουσικής για να επιστρέψει στο λαό μελοποιημένα τα όσα του φόρτωναν την ψυχή. Η επιτυχημένη πορεία του Πυθαγόρα μαρτυρεί ότι γνώριζε καλά τα ζητούμενα του καιρού του, τα στιχούργησε με τέτοιες φόρμες και τα αντάμωσε με τέτοιες μουσικές ώστε να αγαπηθούν και να τραγουδηθούν από τους πολλούς σαν να ήταν δική του παραγωγή. Ποιος μπορεί ανεπιφύλακτα ν’ απαντήσει στο υποτιθέμενο ερώτημα «Ποιο είδος τραγουδιού θα προέκυπτε αν ο Πυθαγόρας έδινε στίχους στον Τσιτσάνη ή στον Θεοδωράκη;» Φαίνεται τολμηρή αυτή η σκέψη, αλλά ο Παπασταματίού είχε την στιχουργική ικανότητα να καλύψει όλες αυτές τις ανάγκες. Άλλωστε ένα τραγούδι είναι η ένωση, το αντάμωμα στίχου και μουσικής και έτσι ως όλο, γίνεται αντιληπτό. (Το όλον είναι περισσότερο από τα μέρη του, κατά τον Αριστοτέλη, έτσι και το τραγούδι έχει πια δική του υπόσταση πέρα από την αξιολόγηση των μερών του.)

Επομένως η επιλογή των συνθετών, η μουσική επένδυση του στίχου δίνει και την ταυτότητα στο τραγούδι. Αυτού του είδους οι επιλογές συνήθως γίνονται τυχαία ή είναι προϊόν φιλικών σχέσεων, ή συνεργασίες στιχουργών και συνθετών. Έτσι το ηχόχρωμα της μουσικής των τραγουδιών του Πυθαγόρα κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι δεν είναι αποτέλεσμα ή δεν εμπίπτει στις προηγούμενες περιπτώσεις. Πάντως όπως και να ’χει τα θέματα στα οποία κινείται ο στίχος του έχουν να κάνουν και συγγενεύουν με το αποκαλούμενο λαϊκό τραγούδι. Η επιλογή των συνεργατών του καθόρισε και την πορεία των τραγουδιών του.

Ίσως στο μέλλον, αν κάποιος μουσικοπαρμένος, πειράξει δηλαδή διασκευάσει τη μουσική κάποιων τραγουδιών του Πυθαγόρα προς ένα άλλο είδος, ίσως προκύψουν ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα ακούσματα αλλά σίγουρο είναι ότι θ’ αποδειχτεί η αντοχή του στίχου. Και τότε ακόμα και τραγούδια που τώρα θεωρούνται ή αντιμετωπίζονται ως περιφρονημένα να αναδείξουν την αξία τους.

Μελετώντας τους στίχους του Παπασταματίου, αν και ο στίχός δε μελετιέται, μόνο όταν τραγουδηθεί έχει υπόσταση, φτάνει στον προορισμό του, διακρίνεται χωρίς πολλή προσπάθεια και προαπαιτούμενη εξάσκηση του μελετητή-αναγνώστη, η ποιητική διάθεση, η σύλληψη έξοχων εικόνων και η λακωνικότητα στη διατύπωση μεγάλων αληθειών της ζωής και της καθημερινότητας.

Αν κάτι μπορούμε να καταμαρτυρήσουμε στον Πυθαγόρα είναι αυτή η απλή, σχεδόν απλοϊκή χρήση της γλώσσας και της φόρμας των στίχων του. Δεν επιτηδεύτηκε την απόδοση των νοημάτων του, δεν αποκρυστάλλωσε, δεν σμίλεψε πολλές φορές αυτά που ήθελε να πει. Ο ίδιος όμως δεν θεώρησε τον εαυτό του ποιητή, δεν φιλοδόξησε τέτοιου είδους δάφνες. Μίλησε απλά γιατί αυτό ήθελε, γιατί αυτό του ζητούσαν. Στην εποχή του τα μεγάλα λόγια, οι ρητορισμοί και οι φανφάρες είχαν πολύ κουράσει. Οι καθοδηγητές απ’ όλες τις κατευθύνσεις ήταν συνωστισμένοι πολλοί, γι’ αυτό και κείνος τους γύρισε την πλάτη. Στα τραγούδια του θέλησε να πει αυτά που ένιωθε και κατέγραφε γύρω του και καθώς γράφει και ο Δ. Π. Παπαδίτσας στο ποίημά του «Βλαδίμηρε» (συλλογή «Εντός παρενθέσεως» 1945):

«Εδώ υπάρχουν πολλά πράγματα έτοιμα

που μπορείς να δεις μέσα τους

την ιστορία τους σε πολύ απλή γλώσσα.»

Πράγματι η ιστορία καταγράφεται και με τους στίχους του Πυθαγόρα και όπως λένε οι ειδικοί έτσι καταγράφεται, αφού τη κίνηση της εξέλιξης τη διαμορφώνουν οι λαοί. Ο Πυθαγόρας στάθηκε στο στόμα και συντρόφεψε τον άνθρωπο της δεκαετίας του ’70 και του ’80 να διασκεδάσει τον πόνο του, να χορέψει, να μοιραστεί τα συναισθήματά του, να τον κάνει να νιώσει πως το τραγούδι αυτό γράφτηκε για εκείνον, μόνο για εκείνον, για τούτη τη στιγμή που αυτός τώρα τη ζει. Αν αυτό δεν είναι επιτυχία, το φθάσιμο στο στόχο, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;


Σημείωμα Γ. Κατσαρού για τον Πυθαγόρα, που έστειλε στην εκδήλωση του Μουσικού Σχολείου

Ο Πυθαγόρας είναι ο λαϊκός ποιητής που με το στίχο του έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο στίχος του άμεσος, με συναίσθημα, ουσία, κανόνες και μέτρο, εύκολος για συνθέτη και ακροατή. Καμάρωνε για την καταγωγή του. Η δασκάλα μάνα του, ιστορική μορφή στο Αγρίνιο, είχε μαθητές που σήμερα διαπρέπουν στη χώρα μας. Φεύγοντας ο Πυθαγόρας από τη ζωή, το ελληνικό τραγούδι ορφάνεψε. Έχασε ένα σημαντικό δημιουργό, έναν ακούραστο εργάτη του στίχου. Εγώ, έχασα τον καλύτερό μου συνεργάτη, τον στιχουργό των περισσοτέρων τραγουδιών μου. Έχασα έναν αδελφό. Έχασα τον μοναδικό μου φίλο…

Σας συγχαίρω για την πρωτοβουλία αυτής της εκδήλωσης. Δυστυχώς, για τον Πυθαγόρα έχουν γίνει λίγα… λυπάμαι που δεν μπορώ να είμαι στη σημαντική για μένα αποψινή εκδήλωση. Την ίδια ώρα διευθύνω παράσταση στην Ε.Λ.Σ. στην οπερέττα. Ελπίζω μια άλλη φορά να έλθω στο αγαπημένο μου Αγρίνιο. (Ο Πυθαγόρας με έκανε να αγαπήσω το Αγρίνιο). Κυρίες και κύριοι, αγαπημένοι μου μαθητές, φίλοι μου Αγρινιώτες, ευχαριστώ που ακούσατε τα λίγα αυτά λόγια για το μεγάλο Πυθαγόρα.

28 Απριλίου 2004


ΕΚΔΗΛΩΣΗ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΥΘΑΓΟΡΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

 

1.Βασιλικός (Μαμασούλα Ειρήνη)

2.Τι τριάντα τι σαράντα (Κορδάτου Β. – Αρωνιάδα Ο.)

3.Αμαξάκι (Μαμασούλα Ε. - Κορδάτου Β. –Αρωνιάδα Ο.)

 

ΑΛΒΑΝΙΑ

1.Δυό παιδιά απ’ το Βραχώρι (Χορωδία)

2.Έφεδρος (Κωνσταντοπούλου Βαλεντίνα)

3.Μάνα κρύψε το σπαθί (Φλωροσκούφη Διαλεχτή)

 

Μ. ΑΣΙΑ

1.Μες στου Βοσπόρου (Ραμμόπουλος Χρήστος)

2.Σμύρνη (Φλωροσκούφη Διαλεχτή)

3.Προσφυγιά (Γιαννιώτη Βίβιαν)

4.Μαρμαρωμένος Βασιλιάς

5.Τι να θυμηθώ (απαγγελία)

 

1.Που παν’ εκείνα τα παιδιά ( Ευγενία)

2.Ο θάνατος του ποιητή (Μανωλάτος Δημήτρης)

3.Σταμούλης ο λοχίας (Μουτάφης Κων/νος & Ραμμόπουλος)

4.Κάντε κουράγιο (Μανωλάτος Δ.)

5.Την αγαπούσα το παραδέχομαι

6.Αγάπα με

 

ΛΑΪΚΑ

1.Κάθε λιμάνι και καημός (Τζούπης Α, Κωσταντοπούλου Β.)

2.Όταν πίνει μια γυναίκα (Φλωροσκούφη Διαλεχτή)

3.Αγριολούλουδο (όλα τα solo)

4.Στου Χαροκόπου (Καπνιάς Θόδωρος)

5.Μπάρμπα-Γιάννης