Open menu

Αφιέρωμα στο Μίκη Θεοδωράκη

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Επιφανούς 1
11742, Αθήνα
τηλ. 210-9214863
fax 210-9236325
e-mail: Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Προς: το Μουσικό Σχολείο Αγρινίου
Υπ' όψιν της Διευθύντριας
κ. Μαρίας Μαμασούλα
Αθήνα, 12.6.2006

Αγαπητή κυρία Μαμασούλα,

Όσα μου γράφετε για τα παιδιά του Μουσικού Σχολείου Αγρινίου με
συγκίνησαν και προκάλεσαν το ενδιαφέρον μου, γιατί με ενδιαφέρει βαθύτατα η
απήχηση της μουσικής και του έργου μου γενικότερα, στις νεότερες γενιές.

Δυστυχώς δεν μου είναι εύκολο να ταξιδεύω, γι' αυτό και θα αρκεστώ να εκφράσω σε σας και στους νέους και νέες την αγάπη και την εμπιστοσύνη μου.

Είμαι ένας από εκείνους που πιστεύουν στα νέα παιδιά. Άλλωστε τους αγώνες μας τους κάναμε για να γίνουν κάποτε καλλίτεροι από μας. Και είμαι βέβαιος ότι θα γίνουν.

Σας ευχαριστώ.

Με εκτίμηση,

Μίκης Θεοδωράκης

Ποιο είναι το έργο του Θεοδωράκη;

Το αξιολογεί ο ίδιος

Προσπάθησα να έχω έναν άμεσο διάλογο με τον ελ­ληνικό λαό· να του πω: «Εγώ σας έδωσα τα τραγούδια μου να τα τραγουδάτε στο σχολείο, να τα τραγουδάτε στη διαδήλωση, στον ερωτά σας, στη θλίψη σας, να σας συντροφεύουν, αλλά δεν είμαι μόνο ένα αηδόνι που τραγουδάει, όπως με ήθελαν μερικοί, δηλαδή ένα αηδόνι σε κλουβί. Εγώ είμαι ένα παιδί που έζη­σε τη θύελλα του πολέμου, αγάπησα τον τόπο αυτό και ξέρω ότι ένα από τα βα­σικά όπλα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε και να ολοκληρωθούμε είναι ο πολιτισμός, και κυρίως το τραγούδι, που το πάντρεψα με την ποίηση, για να πά­με ένα βήμα ψηλότερα, να πάμε ακόμη παραπέρα, να κάνουμε ορατόρια και μετά να προχωρήσουμε κι άλλο, στις συμφωνίες». Η Τρίτη Συμφωνία μου συνε­τέθη πάνω στα «άγια των αγίων», στην ποίηση του Σολωμού.

Σολωμός και εκκλησία!

Και όταν πρωτοπαρουσίασα την Τρίτη Συμφωνία, στο Μέγαρο, ένας η­θοποιός απήγγειλλε το ποίημα. Πάντοτε στις συναυλίες μου γινόταν αυτό. παρότι ο κόσμος τραγουδούσε το «Περιγιάλι το κρυφό» και ήξερε τους στί­χους, θυμάμαι, λόγου χάρη, τον Χορν να απαγγέλλει πριν, για να ακουστεί το ποίημα από έναν άνθρωπο του θεάτρου. Επίσης ο Κατράκης, η Ειρήνη Πα­πά, η Αλέκα Παΐζη, ο Αλεξανδράκης, η Καρέζη απήγγελλαν ποιήματα στις συ­ναυλίες μου. Επρόκειτο για μια μορφή διαπαιδαγώγησης: με αυτό τον τρόπο η ποίηση ζούσε έξω από το βιβλίο, όχι μόνο με τη μουσική, αλλά και με τον προφορικό λόγο. Αυτή την τακτική την εφάρμοσα πρώτα στην Ελλάδα και με­τά σε όλο τον κόσμο. Το ίδιο ποίημα, την «Άρνηση», θα το ακούσεις στα ε­βραϊκά, στα αραβικά, στα αγγλικά, στα ισπανικά, στα γαλλικά, σε όλες τις γλώσσες. Τώρα λοιπόν κάνω και εγώ το κέφι μου, διότι δεν θέλω να μείνω στη φόρμα του τραγουδιού, θέλω να προχωρήσω, να κάνω ορατόριο, και τώρα, να, παίρνω τα κείμενα από τα αρχαία ελληνικά, παίρνω τον Σοφοκλή και σου τον δίνω με άλλο τρόπο. Αν είχα τη δυνατότητα, θα ήθελα να είχα μια αίθουσα και μια υποδομή για να μπορώ να παρουσιάζω τα έργα αυτά, με τον τρόπο όμως που ξέρω εγώ. Σου είπα ότι, πριν παρουσιάσω το Άξιον Εστί, έκανα τρία χρό­νια διαλέξεις, συζητήσεις και αρθρογραφίες, ώστε ο κόσμος να καταλάβει ό­τι πρόκειται για κάτι άλλο και να είναι έτοιμοι να το ακούσουν. Πόσο μάλ­λον να παρουσιάσεις έργο του Σοφοκλή. Στόχος μου είναι να καταλάβει το κοινό πόσο κοντά βρίσκονται η «Άρνηση», η Ρωμιοσύνη και ο Σοφοκλής. Τι διαφορά υπάρχει; Θα έλεγα ότι η βασική διαφορά, πέρα από τη φόρμα, είναι μόνο η ενορχήστρωση.

Πήρα το λαϊκό τραγούδι, το ένωσα με την ποίηση. Γιατί; Γιατί ήμουν μες στο λαό, γιατί το λαϊκό τραγούδι εγώ δεν το βίωσα στις ταβέρνες, δεν το βίω­σα με τους φωνογράφους, το βίωσα τη στιγμή που δεν είχα δέρμα, ήμουν άν­θρωπος που πονούσα, δεν είχα δέρμα, και αυτό καθώς μπήκε με πλήγωσε. Δεν πέρασε πάνω από το δέρμα μου το τραγούδι, πέρασε κατευθείαν μέσα στη σάρκα μου, μπήκε μέσα στην ψυχή μου και εκεί αποταμιεύτηκε και βλέπεις πώς γίνηκαν τώρα τα δικά μου ζεϊμπέκικο.

Μου λένε για τον Τσιτσάνη. Βεβαίως, τον Τσιτσάνη τον άκουγα, άκου­γα τον Βαμβακάρη, άκουγα τους ρεμπέτες, τα άκουγα αυτά. Αλλά όλα αυτά αφομοιώθηκαν και πέρασαν μέσα από την αγωγή τη δική μου, την ευαισθη­σία τη δική μου, αλλά και τις εμπειρίες τις δικές μου. Κυρίως όμως αυτό το τεράστιο κίνημα το αναγεννητικό, που ήταν τότε παντοδύναμο, ήταν πα­νταχού παρόν και αυτό μου έδινε μια πληρότητα. Άλλο να είσαι μόνος σου και άλλο να νομίζεις ότι ενώνεις τη φωνή σου με εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν τους ίδιους στόχους μαζί σου, αλλά έχουν και τα ίδια δεινά μαζί σου, τα ίδια πάθη. Μαζί ήμαστε, χιλιάδες ήμαστε στη Μακρόνησο, δεν ήμουν μόνος μου. Ήταν χιλιάδες αυτοί οι οποίοι κάθονταν εκεί και κρατούσαν έ­να μετερίζι, πάλευαν με την ψυχή τους και αυτοί, με τον τρόπο τους. Αυτά όλα τα πράγματα είναι μέσα στο έργο μου. Έτσι μόνο μπορεί να κατανοη­θεί το έργο μου, με τις ατέλειες του, γιατί δεν μπορεί να βγει ένα έργο μέσα σε αυτά τα καμίνια το οποίο να είναι μοτσάρτειο και λοιπά...

Μελετώντας τη ζωή του Θεοδωράκη αντικρίζεις την ιστορία της Ελλάδας από το 1930 και μετά. Όλες οι μεγάλες στιγμές της χώρας, τα γεγονότα που σημαδεύουν την πορεία της, τα πρόσωπα που άφησαν το στίγμα τους στον πολιτικό και πνευματικό τομέα έχουν συνδεθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μαζί του.

Κατάγεται από γενιά Κρητικών καπεταναίων, τους Χάληδες η μητέρα του, τους Θεοδωράκηδες ο πατέρας του, ένας των οποίων φέρεται ότι εισήγανε τη λύρα στην Κρήτη. Γεννιέται στη Χίο και από τα πρώτα παιδικά χρόνια συντροφεύει μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς το Θεόφιλο, λαϊκό ζωγράφο. Κάνει παρέα με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο πατέρας του Γεώργιος ήτανε τότε διοικητής νήσων. Συγγενεύει εξ αγχιστείας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Γνωρίζει με τις μεταθέσεις του πατέρα του αρκετές πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη, Σύρο, Αθήνα, Γιάννενα, Κεφαλλονιά, Πάτρα, Πύργο, Τρίπολη. Ο πατέρας του, ως νομικός όταν ήταν βοηθός του Στεργιάδη, Σμύρνης γνωρίζει στο Τσεσμέ τη μητέρα του Θεοδωράκη.

 Κεφαλλονιά

Είχατε φανταστεί ποτέ ότι θα γίνετε μουσικός;

Μα δεν ήξερα καν ότι υπάρχει η μουσική. Εγώ τη μουσική την ανακάλυψα πολύ αργότερα. Τότε ακόμη, δεν ήξερα ότι υπάρχει. Αργότερα, στην Κεφαλλονιά, έγινε για μένα η μεγάλη τομή. Διότι η Κεφαλλονιά ανήκει στα Ιόνια Νησιά, και εκεί είχαν περισσότερη ιταλική επίδραση. Επομένως, είχαν και την ιταλική μουσική, δηλαδή την κλίμακα ματζόρε – μινόρε, που είναι η λεγόμενη «ευρωπαϊκή μουσική». Εκεί ήταν και οι μουσικές μπάντες. Μέχρι τότε δεν είχα ακούσει ποτέ αρμονίες. Την πρώτη φορά που είδα μαέστρο ήταν στην πλατεία Βαλιάνου, στο Αργοστόλι…

Πάτρα

Φυσικά, το δεύτερο πράγμα που με ενθουσίασε ήταν η μουσική. Εκεί υπήρχε η χορωδία του Παπαβασιλείου, ο οποίος με ξεχώρισε και με έβαλε στους τε­νόρους, γιατί είχε τετραφωνία πραγματική, κι εγώ γοητεύτηκα. Θυμάμαι πόσο μαγευτικό ήταν για μένα όταν πήραμε τα βιβλία του σχολείου και υπήρχε ανά­μεσα τους κι ένα βιβλίο με περίεργα σχήματα... Οι νότες...

Και είπα του πατέρα μου: «Μπαμπά, τι είναι αυτά εδώ;»

«Αυτά», μου λέει, «είναι μουσική».

Δηλαδή, στα δώδεκα σας, στην Πάτρα, είδατε για πρώτη φορά παρτιτούρα;

Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα νότες. Πιάνο είδα στην Κεφαλλονιά, αλλά ως... έπιπλο. Νότες είδα σε αυτό το σχολικό βιβλίο. Το πρώτο μου μάθημα, λοι­πόν, μου το έκανε ο πατέρας μου...

Ήξερε μουσική;

Δεν ήξερε μουσική, αλλά μου είπε: «Αυτό είναι πεντάγραμμο, είναι η μου­σική. Αυτά εδώ πέρα, οι "ψείρες", όσο πάνε επάνω, ανεβαίνει η φωνή, ενώ ό­σο πάνε κάτω, κατεβαίνει η φωνή». Αυτό ήταν το πρώτο μου βασικό μάθημα μουσικής.

Μετά, άρχισε να γίνεται συστηματικό, γιατί πήγα για μάθημα μουσικής -αλλά καλό μάθημα μουσικής, όχι αστεία. Ο Παπαβασιλείου με ξεχώρισε για να πω την πρωινή προσευχή του Χάιντν: «Σε Σένα, πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγ­μή...» Την έλεγε χορωδία, αλλά στη μέση υπήρχε ένα σόλο, το οποίο το έλεγα εγώ. Αυτό ήταν κάτι, όπως στην Κεφαλλονιά, με το οποίο ανατρίχιαζα. Στο σχο­λείο, κάθε πρωί, λέγαμε αυτή την ίδια προσευχή.

Πολλές φορές με καλούσαν οι καθηγητές στην ώρα του διαλείμματος μέσα στην τάξη για τους τραγουδήσω. Είχα πάρει κάτι από τη φωνή της μητέρας μου, η οποία πλήγωνε, έφερνε έναν πόνο. Αυτό όμως μου έβαλε ιδέες, και έ­τσι ο πατέρας μου μίλησε στον Παπαβασιλείου· τον ρώτησε «Τι συμβαίνει με αυτό το παιδί και του αρέσει τόσο πολύ η μουσική; Το όνειρο του είναι να του πάρουμε ένα βιολί». Κι εκείνος του απάντησε: «Έχω εγώ ένα βιολί να σας που­λήσω». Κι έτσι...

Ήρθε η μεγάλη ώρα...

Ήρθε η μεγάλη ώρα και πήρα το βιολί μου!

Πώς νιώσατε;

Ήταν συναρπαστικό, ήταν το μυστικό δώρο των γονέων μου. Όταν πήρα το βιολί, τρελάθηκα. Έτσι, πήγα στο Ωδείο Πατρών και άρχισα να κάνω μα­θήματα βιολιού και θεωρίας. Είχα λοιπόν, τα μαθήματα μου στο σχολείο, τον α­θλητισμό, το ωδείο, αλλά είχα, όπως σου είπα, και μια πολύ ωραία γειτονιά στα Ψηλά Αλώνια, στην πλατεία Βουδ, στη γωνία Ασημάκη Φωτήλα και Λόντου.

Πλάι, υπήρχε μια πολύ μεγάλη ταβέρνα, που την είχε ένας Ιταλός. Είχαμε πάρα πολλούς Ιταλούς στην Πάτρα. Η ιταλική παροικία των Πατρών πρέπει να είχε δέκα με είκοσι χιλιάδες κόσμο, και τα παιδιά αυτά ήταν σαν Έλληνες. Μαζί μας μιλούσαν ελληνικά, μεταξύ τους βέβαια ιταλικά.

 

Πύργος

Έγινε μουσικός, κλείνεται στο σπίτι αφού έχει αποκτήσει το βιολί και γράφει τραγούδια μελοποιώντας πατριωτικά ποιήματα Βαλαωρίτη, Δροσίνη, Πολέμη, Σολωμού. Ο πόλεμος και η κατοχή τον βρίσκει στη Τρίπολη έφηβο. Δύο φορές ανεπιτυχώς φεύγει κρυφά από το σπίτι του για να πάει στο μέτωπο.

Θαυμάζει τον Ευάγγελο Παπανούτσο, διευθυντή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και παρακολουθεί μαθήματά του. Δίνει την πρώτη του συναυλία στο «Μουσικό Όμιλο Τριπόλεως». Το 1943 έρχεται στην Αθήνα στη Νομική και γράφεται στο Ωδείο Αθηνών.

Παίρνει μέρος στην αντίσταση (ΕΑΜ). Αυτά τα χρόνια ανταμώνει τους: Ρώτα, Ρίτσο, Νικ. Βρεττάκο, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Κ. Κοτζιά, Τάσο Λειβαδίτη, Μαν. Αναγνωστάκη, Αργυρίου, Χατζιδάκι στις λέσχες του ΕΠΟΝ.

Μετά τον εμφύλιο εξορίζεται στην Ικαρία, Μακρόνησο. Εκεί γοητεύεται από το λαϊκό τραγούδι.

Ναι, καθαρά, άλλωστε αυτό ήταν και το μοντέλο στην Αθήνα. είχαμε την Εθνική Σχολή, είχαμε τον «πατριάρχη», τον Καλομοίρη, είχαμε τον Βάρβογλη, τον Ευαγγελάτο, τον Πετρίδη, τον Πονηρίδη, που ήταν η παλιά φρουρά. Έβγαινε και μια νέα φρουρά, ο Παλάντιος, ο Καζάσογλου, ο Νίκος Σκαλκώτας, αυτοί ήταν η αμέσως επόμενη γενιά.

Και ήμαστε κι εμείς, η τρίτη γενιά, που αρχίζουμε να ξεπεταγόμαστε) δηλα­δή εγώ, ο Κουνάδης -προσπαθούσε να κάνει κάτι και αυτός, δεν είχε ακόμη παιχτεί ούτε δικό του έργο-, ο Σισιλιάνος το ίδιο, δηλαδή ήμαστε στην αφετηρία και εγώ ίσως από τους νέους να ήμουν ο πρώτος που παίχτηκε το '50 έργο του.

Το μοντέλο μας λοιπόν ήταν να γίνω ένας Βάρβογλης, ένας Ευαγγελάτος, ένας Παλάντιος, να γίνω ένας Σκαλκώτας. Αυτά ήταν τα μοντέλα μας, δεν εί­χαμε τίποτ’ άλλο. Αυτό σημαίνει ότι θα γινόμαν ένας δυτικότροπος 100% συνθέτης, ο οποίος, όπως και όλοι οι άλλοι, θα εξέφραζε την Ελλάδα με τον τρό­πο που μπορούσε αυτός, με τις ευαισθησίες του, με τη δύναμη του, με τις γνώ­σεις του, για να κάνει ένα έργο όπως η Συμφωνία της Λεβεντιάς του Καλομοίρη, Οι Ελληνικοί Χοροί του Σκαλκώτα, το ορατόριο Απόστολος Παύλος του Πε­τρίδη. Είχαμε τέτοια πρότυπα. Δεν είχαμε τίποτάλλο. Ήταν ο μικρόκοσμος ο ελληνικός και εμείς ήμαστε η τρίτη γενιά. Μάλιστα πρέπει να πω ότι μας κανακεύανε, δεν ήταν άσχημη η συμπεριφορά των άλλων, μας αγαπούσαν.

Θυμάμαι τον Καλομοίρη. Πάντα, όταν με έβλεπε, μου μιλούσε πατρικά: «Παιδί μου, τι κάνεις; Μπράβο, σε παρακολουθώ».

Ο Βάρβογλης επίσης με αντιμετώπιζε με μεγάλη αγάπη, όπως και ο Ευαγγελάτος. Αργότερα δε ο Ευαγγελάτος, το '50, άρχισε να παίζει και αυτός έργα μου, όταν βγήκα από τη Μακρόνησο. Αυτή η γενιά ήταν ανοιχτή στους νέους.

Μετά την εξορία πηγαίνει στο Παρίσι για σπουδές με υποτροφία στον καθηγητή Μεσσιαν. Επιστρέφει στην Ελλάδα, συναυλίες το ’60 Λαμπράκηδες, σύλληψη το ’67. Εξορία, Ζάτουνα, Ωρωπός, φυγή στο εξωτερικό. Συναυλίες σ’ όλο τον κόσμο. Μεταπολίτευση. Επιστροφή στην Ελλάδα, νέες συναυλίες

Σημαντικοί άνθρωποι βρίσκονται στο δρόμο του: Καλομοίρης, Ηλιού, Λεντάκης, Γλέζος, Κατράκης, Περγιάλης, Μπιθικώτσης, Λειβαδίτης, Σεφέρης, Μερκούρη Πρόδρομος – Θιασώτης Ελληνοτουρκικής φιλίας

Συναντιέται με Κάστρο, Νερούδα, Πάλμε, Αραγκόν, Μιτεράν, Σαρτρ

Πολυπράγμων, δραστήριος, παράγει έργο σ’ όλα τα είδη μουσικής, έργο ποταμός. Ο Μίκης Θεοδωράκης των αγώνων και της μουσικής

 

Δεκαετία 1960

Λαϊκές Συναυλίες «Λαμπράκηδες

Γεμάτος από Ελληνική Μουσική

Και τι να πάρω; Να πάρω την ποίηση που λάτρευα, τον ελληνικό λόγο, την ελληνική γλώσσα, που πιστεύω ότι αυτή είναι το διαβατήριο μας μέσα από τους αιωνία, κι αυτό πρέπει να μας κάνει περήφανους, γιατί είναι η ίδια γλώσσα. Άμα διαβάσεις Όμηρο, Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Αισχύλο, θα δεις ότι είναι η ίδια γλώσσα. Τους ποιητές τους έκαναν ακαδημαϊκούς. Τους κλείσαμε στις βιβλιοθήκες. Ο κόσμος διάβαζε για κάποιον ποιητή, ο οποίος έβγαζε μια συλ­λογή, την οποία αγόραζαν μόνο αυτοί και την έβαζαν στις βιβλιοθήκες. Όταν .όμως εσύ του τον δίνεις αυτόν και τον τραγουδάει, την ώρα που τρώει, και λέει: «Στο περιγιάλι...» και είναι Σεφέρης, αυτός αισθάνεται ότι ο ποιητής είναι δι­κός του. Όταν όμως και ο Σεφέρης είναι μπροστά εκεί; Καταλαβαίνεις πώς αισθάνεται αυτός; Αυτή ήταν ή λογική της λαϊκής συναυλίας, η οποία λει­τούργησε έτσι, και απόδειξη ήταν ότι, μετά την τρίτη συναυλία, άρχισαν να μας χτυπάνε όλοι, αστυνομία, στρατός, αεροπορία..,

Όλοι με χτυπούσαν τότε, αλλά αυτό δεν μπορούσε να με επηρεάσει, ώστε να πάω στο εξωτερικό. Να κάνω τι εκεί; Πριν τη δικτατορία, μου έκαναν πρό­ταση να πάω στο Χόλιγουντ, και μάλιστα δικηγόρος μου ήταν ο Θόδωρος ο Πά­γκαλος. Τότε ήρθαν στο Παρίσι από την Αμερική, στην εκδότρια μου, τη μα­ντάμ Σαλαμπέρ, να μου πουν ότι μου κάνουν ένα συμβόλαιο, να γράφω μουσι­κή για ένα ή δύο φιλμ το χρόνο, για κάποια μεγάλη αμερικάνικη εταιρεία. Αμέ­σως μου δίνουν τα κλαδιά μιας από αυτές τις μυθικές βίλες του Χόλιγουντ, τζάμπα, να την πάρω αμέσως, αυτοκίνητα και λοιπά, και βέβαια ένα μεγάλο εισόδημα.

Αυτό γινόταν το ’66, και μάλιστα μου λέει ο Θόδωρος: «Υπάρχει καμία πε­ρίπτωση να δεχτείς;»

«Κάτω στην Ελλάδα ετοιμάζουμε γάμο1. Να αφήσουμε το γάμο για τα πουρ­νάρια;» του λέω. Ο γάμος ήταν η δικτατορία που ερχόταν. Στο γάμο κεράστηκε εξορία (Ζάτουνα, Ωρωπός) και φυλακίστηκε. 

1970-1974

Μετά τη σύλληψη διαφυγή στο εξωτερικό

Οι μυθικές συναυλίες

Οι συναυλίες από τη Γερμανία στον Καναδά και από την Αυστραλία στην Τασκένδη υπήρξαν μια πολιτική πράξη, μια καμπάνια ενάντια στη Χούντα. Στις Η.Π.Α. έκανε συναυλίες τρεις φορές.

Σε όλες τις χώρες που πηγαίναμε οι τηλεοράσεις και οι εφη­μερίδες μιλούσαν, για το ελληνικό πρόβλημα, εγώ δεν μασούσα τα λόγια μου. Ήταν πλέον γνωστά όλα: ο Παπαδόπουλος, η δικτατορία, η αμερικανική ε­πέμβαση, τα στρατόπεδα, τα βασανιστήρια. Αυτά γνωστοποιούνταν καθημε­ρινά. Μιλούσα στην κάθε συναυλία, όλα τα ποιήματα ήταν μεταφρασμένα στην γλώσσα της χώρας όπου γινόταν η συναυλία και τα απήγγελλαν μεγάλοι ηθο­ποιοί του κάθε τόπου. Παντού υιοθετήσαμε αυτή την τακτική, νομίζω ότι ή­ταν φοβερά αποτελεσματική η προπαγάνδα μας, και φυσικά ακολουθούσε η μουσική. Μετά τη συναυλία, πηγαίναμε στα στούντιο και κάναμε τηλεοπτικές εκπομπές. Αυτή η κίνηση είχε μεγάλη αξία, γιατί έμενε το υλικό στην κάθε χώρα και μπορούσε να αξιοποιηθεί. Στο Μεξικό θυμάμαι ήμασταν μια εβδο­μάδα μέσα στο στούντιο -έκαναν καταπληκτικά φιλμ-, το ίδιο στην Αργεντι­νή και στο Ισραήλ.

Δίνει συναυλίες σε: Αγγλία, Ιταλία, Γαλλία, Ισραήλ, Νότια Αμερική με τραγουδιστές τους: Αντώνη Καλογιάννη, Μαρία Φαραντούρη, Δημητριάδη

 

Πνευματικό Εμβατήριο

Το Πνευματικό Εμβατήριο γράφτηκε το 1969 στη Ζάτουνα. Ανήκε στη σει­ρά των έργων μου που είχαν περιεχόμενο αντιστασιακό. Το έστειλα στο εξω­τερικό και το είχε ενορχηστρώσει ένας Άγγλος, και τον Απρίλιο του '70, όταν ήμουν ακόμη στη φυλακή, παίχτηκε στο Άλμπερτ Χολ. Αλλά όταν το άκουσα, θεώρησα την ενορχήστρωση πάρα πολύ εγγλέζικη. Έτσι έκανα μια νέα ενορ­χήστρωση...

Το Πνευματικό Εμβατήριο, το κείμενο εννοώ, πότε το είδατε για πρώτη φο­ρά; Στη Ζάτουνα το είχατε. Ήρθε τυχαία ο Σικελιανός στα χέρια σας ή το ξέ­ρατε το ποίημα;

Το ήξερα. Αλλά επειδή είχα μαζί μου την ανθολογία του Αποστολίδη, γι’ αυτό έγραψα και τον Αναγνωστάκη και τον Σινόπουλο.

Α, δηλαδή όλα αυτά βγήκαν από την ανθολογία του Αποστολίδη; Ε, ναι, ήταν οι συμπτώσεις, διότι αν δεν είχα αυτή την ανθολογία...

Ευτυχώς που είχε κάνει την ανθολογία ο Αποστολίδης δηλαδή...

Όπως στη φυλακή, όταν μου είπε ο Κύρκος να γράψω κάτι, έτυχε να έχουμε ένα βιβλίο του Σεφέρη και έτσι έκανα το Μυθιστόρημα και τα Επιφάνια Αβέ­ρωφ. Αν είχα κάτι άλλο, θα έκανα κάτι άλλο.

Πολλά μπορούν να γίνουν κατά τύχη. Αλλά αυτό έγινε όντως κατά τύχη. Το έστειλα στο εξωτερικό λοιπόν και, όταν βγήκα από τη φυλακή, ήρθα σε συ­νεννόηση με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, πήραμε τη χορωδία των ανθρακωρύχων...

Μέχρι να τους διαλύσει η Θάτσερ...

...κι αρχίσαμε τις πρόβες. Έτσι εμφανιστήκαμε στο Άλμπερτ Χολ. Δεν την ξεχνάω ποτέ αυτή τη συναυλία... Φαντάσου να διευθύνεις τη Συμφωνική Ορχή­στρα του Λονδίνου τρεις μήνες αφού έχεις βγει από τη φυλακή...

Σπουδαίο.

Και ένα έργο που το είχες μέσα στο κεφάλι σου, κάτω από φρουρές και κά­τω από όλες αυτές τις Δυσκολίες, να ξετυλίγεται μπροστά σου, με χορωδία, με ορχήστρα, με σολίστ, με ένα ακροατήριο απίστευτο - νομίζω ότι ήταν γύρω στα εφτά χιλιάδες άτομα μέσα σ' αυτό το θέατρο, το ωραιότερο θέατρο του κό­σμου...

Είναι πράγματι μία από τις ωραιότερες αίθουσες.

Γιατί είναι σαν να σε αγκαλιάζει...

Είναι ολοστρόγγυλο…

Ήταν μια μέθη. Αφιέρωσα αυτή τη συναυλία στον Γιάννη Ρίτσο. Ήταν πραγματικά περίεργο να είσαι στη φυλακή πριν από τρεις μήνες και μετά να διευθύνεις στο 'Αλμπερτ Χολ. Αυτά δεν συμβαίνουν συχνά. Και ήταν δοξαστι­κές αυτές οι συναυλίες. Δεν πήγα να διευθύνω για την κυρία και τον κύριο τά­δε και να εκφράσω με τη μουσική μου τις λεπτεπίλεπτες εντερικές τους ευαισθησίες. Πήγα για τον Έλληνα και τον Άγγλο φιλέλληνα που ήταν πλημμυ­ρισμένοι από αγάπη προς την Ελλάδα, προς την ελευθερία. Το κοινό μου ή­ταν άνθρωποι αναβαπτισμένοι, μεταλλαγμένοι θα λέγαμε σήμερα. Ένθεοι!

Η ορχήστρα συμμετείχε σε αυτή την ατμόσφαιρα;

Ήταν όλοι ενθουσιασμένοι…

Αυτά διηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης για το Πνευματικό Εμβατήριο σε συνέντευξή του στο Γ. Μαλούχο.

Μεταπολίτευση

«Στιγμές»

Το ίδιο καλοκαίρι του '75 πήγαμε στην Κύπρο. Τις συναυλίες εκεί τις διοργάνωνε το ΑΚΕΛ, και ήταν συναυλίες υπέρ των προσφύγων και τα χρή­ματα εδίδοντο στον Μακάριο. Εμφανιστήκαμε στα τέσσερα πέντε στάδια που έχει η Κύπρος. Μάλιστα, έχω ήδη διηγηθεί τι συνέβη στην τελευταία συναυ­λία στο στάδιο της Λευκωσίας, το πώς ήρθε ο Μακάριος, τότε που ήταν κι ο Παναγούλης εκεί.

Στη συνέχεια, το φθινόπωρο δώσαμε συναυλίες στα κλειστά στάδια της Ευρώπης, στη Γερμανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία. Πήγαμε και στη Γαλλία μόνο στο Παρίσι. Πάντοτε υπέρ της Κύπρου. Τότε ζήτησα από τον Καρα­μανλή να μου αναθέσει μια πιο επίσημη εκπροσώπηση, δεδομένου ότι είχα πολύ στενές, φιλικές σχέσεις με τους Ευρωπαίους ηγέτες, τον Βίλι Μπραντ, τον Μιτεράν, τον Πάλμε, και όλες οι συναυλίες είχαν στόχο να γίνει γνωστό το ε­θνικό μας πρόβλημα. Στις συνεντεύξεις Τύπου μιλούσαμε για την Κύπρο γνω­στοποιώντας σ' όλη την Ευρώπη την τραγική της κατάσταση.

Το ’76 ζήτησα επίσημα από τον EOT να μου παραχωρήσει το Ωδείο του Ηρώδου προκείμενου να παρου­σιάσω τα έργα που είχα γράψει κατά τη διάρκεια της περιόδου που ήμουν α­παγορευμένος, αλλά δεν μου το έδωσαν. Μάλιστα τότε ο κύριος Ράλλης, με εντολή του Καραμανλή, με συνάντησε και μου είπε ότι η κυβέρνηση ήταν δια­τεθειμένη -αντί να πάω στο Ηρώδειο- να φτιάξει ένα καινούριο θέατρο. Στο μεταξύ, το θέατρο του Λυκαβηττού ήταν καμένο· θα κόστιζε πολύ λιγότερο αν το επισκεύαζαν και μου το παραχωρούσαν. Δέχτηκα λοιπόν αντί για το Ηρώδειο τον ανακαινισμένο Λυκαβηττό. Έτσι οργάνωσα το 1977 το δεύτερο «Μουσικό Αύγουστο» -ο πρώτος «Μουσικός Αύγουστος» ήταν το 1966, επίσης στο Λυκαβηττό. Στο δεύτερο «Μουσικό Αύγουστο» έδωσα τριάντα συ­νεχόμενες συναυλίες και εμφάνισα τη Μαργαρίτα του Βρεττάκου για ορχήστρα και απαγγελία με τον Περγιάλη και το Άξιον Εστί τον Μπιθικώτση και τον Κατράκη.

Αυτή η συναυλία επαναλήφθηκε αρκετές φορές, όπως και εκείνες του CantoGeneral, των Λυρικών, του Ήλιου και του Χρόνου και του Πνευματι­κού Εμβατηρίου. Το θέατρο του Λυκαβηττού ήταν καθημερινά γεμάτο από κόσμo, Κυρίως από νέα παιδιά.

Απήχηση του έργου του

Μιλάτε για τον πλανήτη σαν να μιλάτε για ένα νομό!

Ναι. Λίγο αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας, η Άρια Σαϊγιονμάα με κάλε­σε για να κάνουμε συναυλίες στις σκανδιναβικές χώρες και ειδικά στη Νορ­βηγία, γιατί δεν είχαμε πάει πολλές φορές. Αποφασίσαμε να κάνουμε μία νορ­βηγική ορχήστρα, γιατί οι Νορβηγοί έχουν καταπληκτικούς μουσικούς, αλλά είναι μουσικοί του ροκ, γι' αυτό ήρθαν κουμπωμένοι και επιφυλακτικοί. Όταν όμως άκουσαν τους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου, άλλαξαν άποψη για τη μουσι­κή μου. Ειδικά το ζεϊμπέκικο τους μίλησε πραγματικά. Κάναμε πρόβες στο Όσλο, με τους καλύτερους ροκάδες της Νορβηγίας. Έλληνες ήταν μόνο ο Λά­κης ο Καρνέζης και ο Γρηγόρης Τσιτούδης, δύο από τα καλύτερα μπουζούκια που είχε η Ελλάδα, τα οποία έπαιζαν... αγγέλους. Είχαμε φτιάξει ένα ωραίο ρεπερτόριο και η Άρια τα τραγουδούσε στα σουηδικά που είναι σχεδόν ίδια με τα νορβηγικά. Λόγω του ότι είχαν προηγηθεί και άλλοι Σουηδοί και Δανοί τρα­γουδιστές που ερμήνευαν τα τραγούδια μου στα σουηδικά, είχαν γίνει δικά τους, τα ήξεραν. Στις συναυλίες που κάναμε στη Νορβηγία ο κόσμος από κάτω τραγουδούσε συνέχεια. Ο «Καημός» ήταν στα σουηδικά το τραγούδι της ελευθερίας. Ο Πάλμε είπε ότι θα ήθελε να τραγουδηθεί αυτό όταν Θα πέθαι­νε, στην κηδεία του. Πράγματι, όσοι είδαν την κηδεία του Πάλμε στην τηλεό­ραση θα θυμούνται τη σκηνή: ήταν όλοι σχεδόν οι αρχηγοί των κρατών, και τότε, μπροστά στο άσπρο φέρετρο που αναπαυόταν ο Σουηδός πρωθυπουργοί· μια ξανθιά κοπέλα τραγούδησε τον «Καημό»: η Σαϊγιονμάα.

Πού να ήξερε ο Πάλμε πόσο μέσα είχε πέσει!

Τίποτα άλλο, μόνο αυτό ακούστηκε.

Και πραγματικά ήταν παρόντες όλοι οι αρχηγοί των κρατών της Ευρώπης..

Όχι μόνο της Ευρώπης, του κόσμου ολόκληρου. Μέσα στη σιγή, όλες ο τηλεοράσεις του κόσμου άκουγαν την Άρια να τραγουδάει acapella τον «Καημό». Την ίδια εποχή η Κατάσταση Πολιορκίας τραγουδιόταν επίσης στα σουηδικά - η Άρια είχε κάνει δίσκο στη Σουηδία τότε. Ο καρδινάλιος του Λουντς αποφάσισε να κάνει το έργο αυτό λειτουργία. Επί δυο χρόνια, τις Κυριακές η λειτουργία τους ήταν η Κατάσταση Πολιορκίας. Επειδή μάλιστα στην Κατάσταση Πολιορκίας ήρωες είναι οι βασανιστές και οι βασανιζόμενοι, είχαν δυο γκρουπ ντυμένα μαύρα και άσπρα: η μία χορωδία αντιπροσώπευε το πνεύ­μα του καλού και η άλλη το πνεύμα του κακού. Τραγουδούσαν στα σουηδικά αποσπάσματα και ανέβαινε ο ιερέας τους στον άμβωνα και διάβαζε το κείμενο της Μαρίνας (Ρένας) Χατζηδάκι. Δεν παίχτηκε ποτέ στην Ελλάδα το έργο αυτό. Εκεί όμως ήταν πάντοτε γεμάτη η εκκλησία τις Κυριακές επί δύο χρόνια. Το παρακολουθήσαμε και εμείς όταν κάναμε τότε σε κείνη την περιοχή περιοδεία με τη Λαϊκή Ορχήστρα: Το συνταρακτικό για μας ήταν ότι, αφού τελείωσε η λειτουργία, ο επίσκοπος και οι ιερείς καλούσαν τους πιστούς να πάνε στις κατακόμβες για να μεταλάβουν. Η μεγάλη αυτή εκκλησία έχει το ιερό στο βάθος, κι εκεί ο ιερέας γονάτιζε και έλεγε την προσευχή στα ελλη­νικά. Σκέψου να λέει ο Σουηδός επίσκοπος στα ελληνικά την προσευχή «Υπέρ Ελευθερίας...» και μετά να γυρίζει με το δισκοπότηρο, να κάθονται στη σει­ρά όλοι μαζί και ξαφνικά να αρχίζουν να τραγουδούν τον «Καημό», που, ό­πως είπα, στα σουηδικά είχε γίνει ύμνος ελευθερίας! Και μ' αυτό το τραγού­δι της ελευθερίας έμπαινε μπροστά αυτός, πίσω οι ιερείς και κατόπιν ακο­λουθούσαν οι πιστοί, που τραγουδούσαν κατεβαίνοντας στις κατακόμβες για να κοινωνήσουν...