Open menu

Το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αγρινίου "ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΣΙΤΣΙΜΕΛΗΣ" και το Πειραματικό Μουσικό Σχολείο Αγρινίου πραγματοποίησε εκδήλωση - αφιέρωμα "Γιάννης Ρίτσος - Ο Ποιητής της Ρωμιοσύνης" με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του.

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009, στις 7 μ.μ. στο Παπαστράτειο Μέγαρο Αγρινίου.

Πρόγραμμα

  • Αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά «Γιάννης Ρίτσος»
  • Η φυλετική – πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων στη «Ρωμιοσύνη» του Γ. Ρίτσου κ. Μπεκούλη Ευδοξία, Φιλόλογος
  • «ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ» Γιάννης Ρίτσος – Μίκης Θεοδωράκης
Αυτά τα δέντρα
Όλοι διψάνε
Όταν σφίγγουν το χέρι
Τόσα χρόνια
Μπήκαν στα σίδερα
Δέντρο το δέντρο
Και τώρα πως κλειδώσανε
Θα σημάνουν οι καμπάνες
Τραβήξανε ψηλά

Από τη χορωδία «ΑΛΘΑΙΑ»

και το Σύνολο Σύγχρονου Ελληνικού Τραγουδιού του Μ.Σ.Α.
Διεύθυνση Χορωδίας: κ. Άννα Πανοπολύλου
Στο πιάνο η κ. Αγγελική Δαλιάνη
Υπεύθυνοι συνόλου Σύγχρονου Ελληνικού Τραγουδιού:
Πάνος Μαμασούλας, Θόδωρος Κατσαρής, Νίκος Ναούμης, Βάσω Ζήσου.
Μαθητές: Μπεσίρης Γ., Μποτίνης Ι., Πετρούλα Ν., Δημούσης Θ., Θεοδώρου Σ., Θειάκης Ν., Μουρτζιάπης Γ., Τόλης Κ., Καστανάς Α., Παπαδόπουλος Μ., Σκαμνέλος Κ., Μπαλτάς Γ. (τραγούδι).
Κείμενα: κ. Κοντοθανάση Φωτεινή, καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας

 


Φωτογραφίες της εκδήλωσης:

 

Bίντεο της εκδήλωσης:


Η  φυλετική-πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων στη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου
Μπεκούλη Ευδοξία, Φιλόλογος
Μια ποίηση ευρύτατων οριζόντων και μεγάλης πνοής, όπως είναι η ποίηση του Γ. Ρίτσου δύσκολα προσφέρεται για σύντομες παρουσιάσεις στα πλαίσια ενός αφιερώματος στον αγωνιστή ποιητή. Πώς να αγγίξει κανείς  τον όγκο, την πολυμέρεια, το διεισδυτικό βάθος του έργου του;  Πώς να κοιτάξει τον ποιητή εκείνο που μέσα απ' τη δική του πληγή κοίταξε του κόσμου την πληγή - σφούγγισε το δάκρυ του κόσμου και το έκανε τραγούδι; Πώς να προσεγγίσει τον άνθρωπο που γνώριζε να μιλά μέσα από τη βιωματική του ποίηση με τον απλούστερο και το λιγότερο εντυπωσιακό τρόπο χωρίς να κάνει εκπτώσεις στη λυρική ποιότητα ή να καταφεύγει στην πεζολογία; Πώς να μιλήσει κανείς για τη Ρωμιοσύνη που την αποκάλεσαν «έπος της νεώτερης ποίησης» και είδαν σε αυτή τη δημιουργική πνοή μιας συλλογικής μνήμης; θα επιχειρήσουμε, ωστόσο στο σύντομο χρόνο που διαθέτουμε  να δώσουμε το στίγμα αυτού του έργου, καθώς αποτελεί τη συνείδηση και την έκφραση ενός νέου μακρυγιανικού «Εμείς».
Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου γραμμένη στο διάστημα 1945-47 - μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας - είναι ένα πολύστιχο ποίημα, η υπόθεση του οποίου είναι στην ουσία επική, τόσο ως προς τη φύση  όσο και  το στόχο
Mε το έργο του αυτό ο ποιητής εκφράζει τον προβληματισμό του σ’ ένα ζήτημα κομβικό της νεοελληνικής ποίησης, που φαίνεται ν’ απασχόλησε όλους τους μεγάλους εκπροσώπους της, Καβάφη,  Παλαμά, Σικελιανό, Σεφέρη, Ελύτη. Είναι το ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας που διερευνάται σε σχέση πάντα με το μακραίωνο ιστορικό παρελθόν σε αναζήτηση μιας πολιτισμικής-εθνικής-φυλετικής συνέχειας και ενότητας.
Ο Ρίτσος δίνει τη δική του απάντηση ακολουθώντας τη λαϊκή φυλετική μνήμη που ενέχει μέσα της  τη συνείδηση του Ρωμιού. Γι’ αυτό και υιοθετεί τη λέξη «Ρωμιοσύνη» για το νεοελληνικό του έπος και όχι την έννοια του Ελληνισμού. Γιατί η Ρωμιοσύνη εκφράζει τη λαϊκή συνείδηση του Ελληνισμού-την τάξη των «ταπεινών και καταφρονεμένων», αιωνίως προδομένων και καταπιεσμένων αλλά και αντιστεκόμενων Ελλήνων.
Λέγεται λοιπόν καταρχήν ότι η Ρωμιοσύνη αποτελεί έναν ύμνο στο πνεύμα αντίστασης του ελληνικού λαού στις κάθε λογής επιθέσεις και στο βιασμό της ταυτότητάς του, που, κατά τον ποιητή, συνιστά τη διαχρονική ουσία του ελληνικού τόπου και των ανθρώπων του.
Επισημαίνεται ακόμη ότι η Ρωμιοσύνη εκφράζει μιαν ενιαία συνείδηση του τόπου και του χρόνου που κουβαλά ο Ρωμιός ως ήθος και ιστορικό τρόπο ζωής. Έτσι το ήθος του τόπου εξασφαλίζει το ήθος των προσώπων που το ενοικούν. Μέσα σ’ αυτό το χωρόχρονο κινούνται αέναα ο Οδυσσέας και οι ομηρικοί πολεμιστές, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Διγενής, οι κλέφτες της Τουρκοκρατίας και οι ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, οι Σουλιώτισσες μανάδες, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, οι αντάρτες της Αντίστασης.
Υποστηρίζεται τέλος ότι ο Ρίτσος στη Ρωμιοσύνη δίνει  και την ιδέα της επαναστατημένης πολιτείας (Ρότολο Β, 1980), μια ιδέα που θα δουλέψει περισσότερο στην «Ανυπόταχτη πολιτεία». Ο Αμερικανός ποιητής Ignatov D είπε: «Η Ρωμιοσύνη πρέπει να θεωρηθεί από τα μεγάλα πολιτικά ποιήματα του αιώνα» και αυτό γιατί το ποίημα δεν εξυμνεί μια υπόθεση αλλά ανθρώπους που στο διάβα των χρόνων αρνούνται να αποξενωθούν από τη γη τους και την ιστορία τους. Είναι η επική διάσταση ενός λαού που αρνιέται να παραχωρήσει την ταυτότητά του  στη βία, στην τυραννία και στις κάθε μορφής επιθέσεις μέσα σε ένα μεγάλο διάστημα χρόνου, εξαιτίας της αφοσίωσης που τον δένει με το ελληνικό χώμα, τους βράχους, τη θάλασσα και την ελευθερία.

Δομή της Ρωμιοσύνης
Το ποίημα αποτελείται από επτά ενότητες και ο αναγνώστης του εύκολα θα αναγνώσει σε αυτές χαρακτηριστικά της πολιτισμικής ταυτότητας των ελλήνων, έτσι όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί στο διάβα του χρόνου. Ας τα εντοπίσουμε επιγραμματικά:
Στην ενότητα Ι αναδύεται το αντιστασιακό πνεύμα όχι μόνο από την ψυχή των ανθρώπων, των ενοίκων αυτού του μαρτυρικού τόπου, αλλά και από τη φύση που δεν συμβιβάζεται με τους ξένους κατακτητές. Ασυμβίβαστοι, ανυπότακτοι άνθρωποι, ανυπότακτη φύση, ελεύθερη στην πρωτογενή ιερότητά της, παρά τη διαρκή πολιορκία της, συνθέτουν και μαρτυρούν «μια ηρωική πατρίδα, το μικρόκοσμο μιας ηρωικής οικουμένης» (Spanos W.V).
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου  απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Στην ενότητα αυτή προβάλλεται και η αγρύπνια, ως επακόλουθο της πολιορκίας, και κατεξοχήν χαρακτηριστικό της ελληνικής φυλής. Η αγρύπνια είναι βαθιά ριζωμένη στη ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού και συνδυάζεται όμορφα  με την εικόνα των φρουρών που μένουν ακίνητοι και πετρωμένοι. Έντονη η επίδραση εδώ από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» («πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του»). Η αγρύπνια σημαίνει και την προσπάθεια του αγωνιστή να νικήσει όχι μόνο τον αντίπαλο αλλά και τον εαυτό του (Ρότολο Β, 1980).
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
Όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε
Πάνου στα καραούλια τους λάμπουνε τα μάτια τους
Η ενότητα ΙΙ αποδίδει εικόνες της Ρωμιοσύνης στην καθημερινότητά τους αλλά και στη διαχρονική τους σύνθεση. Με μια σουρεαλιστική εικονοπλασία ο ποιητής προσφέρει μια καταπληκτική ποικιλία  από γυναικείες οντότητες που  ξεπηδάνε από το κομματιασμένο και μπερδεμένο ελληνικό παρελθόν (την Παναγία, την κόρη του πεταλωτή, τη Λήδα, τη γρια χωριάτισσα μάνα, τη Σολωμική ελευθερία και την Περσεφόνη). Όλες αυτές οι γυναικείες μορφές συγκλίνουν στη μορφή της μητέρας Ελλάδας, ακόμη κι αν δε γίνεται καμία αναφορά στη λέξη «Ελλάδα» ή στη λέξη «Έλληνας» ή έστω στη λέξη «Γραικός».
Η Παναγιά πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά
της φούστα λεκιασμένη απ΄ τα σταφύλια……..
Η κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια……..
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σα λύρες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα
…..και η καρδιά …. κοιτάει του Θεού τ΄ ασπροπερίχυτα περβόλια

Η ενότητα ΙΙΙ τονίζει ιδιαίτερα το τρίτο χαρακτηριστικό της ρωμαίικης ζωής,  τη διαχρονικότητα της και τη διαρκή αγωνιστική ετοιμότητά της. Εδώ η ιστορία υφαίνεται μ’ ένα όνομα από τρεις χιλιάδες χρόνια,  μ’ έναν άγιο, αλλά και με την εικόνα των γιαγιάδων που ταΐζουν τα εγγόνια τους μεσολογγίτικο μπαρούτι. Ένας μαντατοφόρος κάτω από τη μασχάλη του «κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη, όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία», δηλώνοντας έτσι ο ποιητής την αφοσίωση  του Ρωμιού  στην μακραίωνη παράδοση της Ανατολικής Ορθοδοξίας, με τους αγίους της, με τις χρυσοποίκιλτες θαυματουργές εικόνες, με τους ιερομόναχους, με τις άσβεστες καντήλες και τα ψηλά καμπαναριά. Στη γ΄ αυτή ενότητα  του ποιήματος δεν ξεπηδά μόνο  ο στρατευμένος αριστερός ποιητής, που έδωσε πολλές και σκληρές μάχες στο όνομα του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και ο στρατευμένος Ρωμιός, ένας  χριστιανός που εμφορείται από το πνεύμα της Ορθοδοξίας (τέταρτο χαρακτηριστικό)
Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ΄ τη Μεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό,
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος….
«Ήρθε η ώρα» λέει, «Νάσαστε έτοιμοι.
Κάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα»

Η ενότητα ΙV περιγράφει την αγωνιστική πορεία του λαού στο πέρασμα των χρόνων, την ορμητικότητά του (όπως ένα ποτάμι) «δέντρο το δέντρο, πέτρα την πέτρα,  πέρασαν τον κόσμο» . Ο ποιητής γίνεται εδώ ο κήρυκας και ο υμνωδός της Αντίστασης. Ο ίδιος πήρε μέρος σε αυτή συντασσόμενος στο πλευρό του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου(ΕΑΜ). «Η προσχώρησή του σε αυτή στάθηκε για τον ποιητή η νομοτελειακή συνέχιση του δρόμου που είχε διαλέξει προηγούμενα» γράφει η Σόνια Ιλίνσκαγια. Τις αρχές της Αντίστασης, το νέο κοινωνικό ιδεώδες, όπως το είχε συλλάβει ο Ρίτσος το απλώνει πάνω από το παρελθόν, το παρόν, αλλά και το μέλλον της Ελλάδας.
Στη ίδια ενότητα δίνεται η  άδοξη κατάληξη αυτής της αγωνιστικότητας «και τούτοι  μεσ’ τα σίδερα και   κείνοι μεσ’ το χώμα», αλλά εκφράζεται  και η πεποίθηση για την τελική απολύτρωση «Σώπα, όπου να΄ναι θα σημάνουν οι καμπάνες». Και μόνο το γεγονός ότι τη νύχτα της 16ης προς 17η Νοεμβρίου του 1973 από τα μεγάφωνα και το ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου ακούγονταν συνεχώς το «Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» και το «Όταν σφίγγουν το χέρι», φτάνει και περισσεύει για να καταδείξει την αξία αυτού του πραγματικά ανεκτίμητου έργου.

Η  ενότητα V σκιαγραφεί το αίσθημα της καταστροφής, της ερήμωσης του μαρτυρικού τόπου, της αναγκαστικής μετοίκησης των ανθρώπων του (πέμπτο χαρακτηριστικό).  Η ποιητική γραφή γίνεται ρεαλιστική και δραματική, εστιάζεται σε εικόνες ερήμωσης, έσχατης δοκιμασίας και θανάτου, που θυμίζουν την περίοδο της Κατοχής, αλλά ανακαλούν και τη διαρκή πολιορκία της Ρωμιοσύνης από ποικίλους εχθρούς στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, τη νεότερη εποχή.  Εδώ η επίδραση από τη δημοτική ποίηση είναι έντονη, καθώς σε ιστορικά δημοτικά τραγούδια το μοτίβο του επιτακτικού ξενιτεμού που ορίζεται από τις καταστάσεις αποτελεί κοινό τόπο (πχ «Της Πάργας»).   Οι χρόνοι του αποσπάσματος κινούνται ανάμεσα στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, δίνοντας έτσι σ΄ αυτό το χαρακτηριστικό ένα διαχρονικό χαρακτήρα.

Οι γριές μανάδες…
Ξερίζωσαν τ΄ αμπέλια της Μονοβασιάς μη και
γλυκάνει μαύρη ρώγα των οχτρών το στόμα,
βάλαν σε ένα σακούλι των παππούδων τους τα
κόκκαλα μαζί με τα μαχαιροπίρουνα
και τριγυρνάνε έξω από τα τείχη της πατρίδας τους
ψάχνοντας τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα
Στο τέλος της ενότητας προβάλλεται η  προσδοκία της παλιννόστησης της ζωής.
Τότε,                  ……θα διαβάσουμε όλη την καρδιά τους (των μαρτύρων της ελευθερίας)
σαν να διαβάζουμε από την αρχή την ιστορία του κόσμου.

Η ενότητα VI αποδίδει παραστατικότερα την εφιαλτική πραγματικότητα του εμφύλιου σπαραγμού και του θανάτου αλλά και την επιμονή στη συνέχιση της ζωής και του αγώνα (έκτο χαρακτηριστικό).  Είναι ο δρόμος που θα οδηγήσει,  σύμφωνα με το πολιτικό όραμα του Ρίτσου, σε μια άλλη δικαιότερη κοινωνία, σε έναν κοινωνικά και πολιτικά καινούριο κόσμο έτσι όπως ακριβώς τον είχε οραματιστεί και σε μια προγενέστερη ποιητική του σύνθεση «Στην τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία»
Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζουνται ανάσκελα στον ήλιο,
Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου
Μόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.

Τέλος η VII ενότητα προβάλλει και πάλι την ταυτότητα του τόπου και των ανθρώπων, που μέσα από τη γνώση του θανάτου προχωρούν με περισσότερη σιγουριά προς τη ζωή και την αγάπη, πέρα από τους διαχωρισμούς του πολέμου (έβδομο χαρακτηριστικό).
Δεν πικραίνεται. Αύριο, λέει. Κι’  είναι σίγουρος πως
ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.
Ο εξόριστος ποιητής του καιρού του, Γιάννης Ρίτσος, όλες αυτές τις αρετές του λαού μας, την αντίσταση, τη διαρκή επαγρύπνηση και εγρήγορση, την αγωνιστικότητα,  την αγάπη για την πατρίδα, τη συμφιλίωση του Ρωμιού με τον εαυτό του ,την εμμονή του στην προάσπιση  της ελευθερίας του,  την ενσυνείδητη ροπή στον κίνδυνο και στο θάνατο, τις χριστιανικές του καταβολές,  αλλά και το ελάττωμά της φιλαρχίας που οδηγεί σε αιματηρούς αδερφικούς πολέμους τις ανακεφαλαίωσε στη Ρωμιοσύνη με τον καλύτερο τρόπο.  Αν και το ποίημα γράφτηκε για να τιμήσει τους αγωνιστές της Αριστεράς, που έκαναν την ελληνική Αντίσταση (μια από τις πιο ηρωικές πράξεις του Β΄ παγκόσμιου πολέμου) και να θρηνήσει την καταπρόδοσή τους από τις πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς, το ποίημα δεν εξυμνεί μια υπόθεση αλλά ανθρώπους που έχουν τα χαρακτηριστικά που επισημάνθηκαν παραπάνω. Διάσπαρτη σε διάφορα σημεία της Ρωμιοσύνης βρίσκεται η πίστη του ποιητή για το θάνατο, το κομμάτιασμα του παλιού κόσμου και τη δημιουργία ενός  αρμονικού κόσμου.  Πέρα και πάνω από το συντελούμενο δράμα, τα πάθη της ιστορίας,  οι αγωνιστές, άγγελοι πρωτοστάτες της εθνικής και παγκόσμιας ελευθερίας
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί –
προσμένουν να σημάνουν την Ανάσταση.