Open menu
Αφιέρωμα στο ΜΑΝΟ ΛΟΪΖΟ
Τσαμουρά Αντιγόνη, μαθήτρια της Β3 Γυμνασίου
 
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στο χωριό Άγιοι Βαβατσινιάς της επαρχίας Λάρνακας. Μοναχογιός και μοναχοπαίδι, από πατέρα Κύπριο και μητέρα Ροδίτισσα, έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια όπου μετακόμισε η οικογένειά του. Τελειώνοντας το δημοτικό συνέχισε τη μόρφωσή του στο "Αβερώφειο" γυμνάσιο, ονομαστό σχολείο της τότε εποχής. Η μουσική του κέντρισε τη περιέργεια στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών ο πατέρας του αγόρασε ένα βιολί και έπειτα από μεγάλη προτροπή, ο μικρός Μάνος τον έπεισε για να παρακολουθήσει τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Παρόλα αυτά, δεν άργησε να παρατήσει τις συγκεκριμένες σπουδές λίγο καιρό μετά και να βρει διέξοδο στην ελευθερία της δημιουργίας που του άφηναν οι χορδές μιας κιθάρας, ένα μουσικό όργανο που έμελλε να αποτυπώσει ξεκάθαρα τις σπουδαιότερες στιγμές της ζωής του και να του δώσει τα περιθώρια να αυτοσχεδιάσει και να ξεφύγει απ' τα στενά όρια που του "επιδείκνυαν" οι παρατηρήσεις του δασκάλου του. Το 1954 ο έφηβος πια Λοΐζος ξεκίνησε να παίζει τις πρώτες του μελωδίες στο πιάνο. Ήταν ένα δώρο που δέχθηκε απ' τον πατέρα του λίγο πριν αποφοιτήσει απ' το σχολείο, κοντά στη χρονική περίοδο που η ενσωμάτωσή του σε μια μικρή κομπανία και οι εμφανίσεις τους στα μαθητικά πάρτι και στις φιλικές εκδηλώσεις αποτελούσαν το πιο γλυκό μικρόκοσμό του...
Το 1955 ο Μάνος Λοΐζος έφτασε στην Αθήνα και, σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, γράφτηκε στη Φαρμακευτική Σχολή. Σίγουρα στα μάτια πολλών θα φάνταζε ως μια παρορμητική απόφαση που δεν είχε ωριμάσει ακόμα ως σκέψη στο μυαλό του, αφού στις αρχές του επόμενου χρόνου την άφησε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και προτίμησε να κατευθυνθεί προς μια καλύτερη πορεία στην Ανώτατη Εμπορική... Όμως το ένστικτό του σταμάτησε να τον "ξεγελά" πια και η απόλυτη αφοσίωσή του στη μουσική, εξαιτίας της απόφασης του φίλου και συγκατοίκου του Φώτη Κωνσταντινίδη να νοικιάσουν ένα πιάνο, τον έφερε "αντιμέτωπο" με τις πρώτες του συνθέσεις στο πεντάγραμμο, με το μεθυστικό άρωμα που "ευωδιάζουν" οι δημιουργίες του Μάνου Χατζιδάκι και με τις διαφορετικές εικόνες που σε παρασέρνουν στα καλντερίμια της η ρεμπέτικη μας παράδοση...
Το 1960 η σχολή της Ανώτατης Εμπορικής αποτελεί πια παρελθόν στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, κάτι που σήμανε τη διακοπή του μηνιαίου φοιτητικού συναλλάγματος των 150 λιρών από το πατέρα του. Το γεγονός ότι η επιδείνωση της φτώχειας του θα δυσχέραινε ακόμα πιο πολύ την, ήδη υπάρχουσα, τραγική οικονομική του κατάσταση δεν τον "λύγισε" τόσο, όσο θα συνέβαινε με κάποιον άλλο χαρακτήρα. Ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με υπομονή και η συμπεριφορά του αυτή ίσως είχε τη δική της εξήγηση στο πνεύμα της "φιλοσοφίας" που κληροδότησε απ' την Ανατολή, εκεί που τα πράγματα κινούνταν πάντα σε ήπιους τόνους, με πιο βραδείς ρυθμούς... Στην Αθήνα αναγκάστηκε να εργαστεί ως γκαρσόνι για να τα βγάλει πέρα και έπειτα ως γραφίστας για να εξασφαλίσει τη καθημερινή του σίτιση, αφού μεταξύ 1961-1962 παρακολούθησε ένα κύκλο μαθημάτων στη σχολή "Βακαλό". Μια πολύ δύσκολη περίοδος στη ζωή του και ένα τούνελ σκοτεινό με δύσβατα περάσματα που στο τέλος του έκρυβε ένα μικρό ήλιο και τη φωτεινή πλευρά που σηματοδοτούσε μια καινούργια αρχή...
Το 1964 με τη Μαρία Φαραντούρη και το Γιώργο Ζωγράφο εμφανίζονται στην μπουάτ Στοά, στο Κολωνάκι. Εκεί, κάποιο βράδυ, ένα νεαρό κορίτσι θα του δώσει δυο στίχους που μέλλει να παίξουν βασικό ρόλο στην κατοπινή πορεία του. Το κορίτσι είναι η Κωστούλα Μητροπούλου και οι στίχοι είναι «Ο Δρόμος» και «Ο Στρατιώτης».
Το Μάρτιο του 1965 παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου. Η Μάρω Λήμνου είναι η μετέπειτα συγγραφέας παιδικών βιβλίων γνωστή ως Μάρω Λοΐζου. Με τη Μάρω έχουν γνωριστεί τρία χρόνια πριν στα παρασκήνια της Όμορφης Πόλης, συνυπάρχουν στο Σ.Φ.Ε.Μ. και έχουν ήδη γράψει μαζί και κάποια τραγούδια. Δύο απ' αυτά, το Νύχτα μικρή αρχόντισσα και Το φεγγάρι έρημο τραγουδά σ' ένα μικρό δίσκο, ο Γιάννης Πουλόπουλος, εγκαινιάζοντας τη μικρή του συνεργασία με την δισκογραφική εταιρία Lyra του Αλέκου Πατσιφά. Θ' ακολουθήσουν με το Γιάννη Πουλόπουλο πάλι το «Καράβια-Αλήτες» με στίχους Φώντα Λάδη και το «Μικρός ο κόσμος γύρω μου», με στίχους Θανάση Χαμπίπη, αλλά και «ο Δρόμος» με τη Σούλα Μπιρμπίλη, ένα ακόμα μελοποιημένο ποίημα του Lorca με ελληνικούς στίχους. Του Νίκου Γκάτσου, «η Κιθάρα» κι ένα τραγούδι με στίχους Μάρως Λήμνου, «η Πρωτομαγιά’. Γνωρίζει το Γιάννη Νεγρεπόντη και πάνω σε στίχους του γράφει το «Στρατιώτη», τον «Τρίτο Παγκόσμιο» κι αρκετά ακόμα τραγούδια που θα παραμείνουν ανέκδοτα στη δισκογραφία, αλλά θ' ακουστούν αρκετά στα πλαίσια του νεολαιίστικου κινήματος της εποχής και στους χώρους όπου αυτό λειτουργεί.
Γράφει μουσική για το ανέβασμα του έργου του Lorca «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ» από την Αλέκα Κατσέλη, για τη «ΡΕΣΤΙΑ» που ανεβάζει η Άλκηστις Γάσπαρη και για το «ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ» που ανεβάζει ο Μίμης Φωτόπουλος. Με μουσικές και τραγούδια του, γυρίζεται η ταινία «ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΚΑΙ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ» του Ορέστη Λάσκου. Γνωρίζει το Λευτέρη Παπαδόπουλο. Τον Αύγουστο του 1966 γεννιέται η κόρη του Μυρσίνη. Κυκλοφορεί από την εταιρία Οdeon, το πρώτο τραγούδι που γράφει πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, το «Αυτό τ' αγόρι» με τραγουδίστρια την Αλέκα Μαβίλη και γνωρίζει επιτυχία. Τα δύο επόμενα τραγούδια που γράφουν μαζί και κυκλοφορούν με ερμηνεύτρια τη Ζωή Φυτούση «Σαββατόβραδο» και «Πως τον αγαπώ» θα περάσουν μάλλον απαρατήρητα. Γράφει μουσική για τις ταινίες: ΑΓΑΠΕΣ ΠΟΥ ΔΕ ΣΒΗΝΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ του Γιώργου Ζερβουλάκου και ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΣ: ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ του Τρέντυ Ρουμανά. Το Δεκέμβριο, παρουσιάζει για πρώτη φορά σε συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και με τραγουδιστές τη Μαρία Φαραντούρη και το Γιώργο Ζωγράφο, τον κύκλο τραγουδιών «ΤΑ ΝΕΓΡΙΚΑ» που έχει γράψει πάνω σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Είναι η πρώτη απόπειρα συνύπαρξης με τους σύγχρονους διεθνείς νεανικούς ρυθμούς και τα ηλεκτρικά όργανα...
Το 1967, το τραγούδι, «Η δουλειά κάνει τους άντρες» με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ακούγεται από την Ελένη Ροδά στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου ΤΡΟΥΜΠΑ '67. Το πραξικόπημα ματαιώνει κάποιες συναυλίες που διοργανώνονται από την Πανσπουδαστική για την παρουσίαση των ΝΕΓΡΙΚΩΝ. Προκειμένου ν' αποφύγει τη σύλληψη, το Σεπτέμβριο εγκαταλείπει την Ελλάδα και εγκαθίσταται για ένα εξάμηνο στο Λονδίνο. Εκεί για να ζήσει με την οικογένειά του -που φτάνει λίγο αργότερα- παίζει μπουζούκι σε κυπριακές ταβέρνες.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1968, ετοιμάζει μαζί με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον πρώτο του μεγάλο δίσκο. Είναι «Ο ΣΤΑΘΜΟΣ» που κυκλοφορεί στο τέλος της χρονιάς, εγκαινιάζοντας την ετικέτα Μinοs για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρίας στην οποία και θα παραμείνει έκτοτε. Παράλληλα, γράφει μουσική και τραγούδια για τις ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου «ΤΟ ΛΕΒΕΝΤΟΠΑΙΔΟ» και «Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ».
Το 1969 μαζί με το Λευτέρη Παπαδόπουλο γράφουν μουσική και τραγούδια για το ανέβασμα του μουσικοθεατρικού έργου του Άλκη Παππά, «ΓΗ S.O.S.» από τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
Κυκλοφορεί ο δεύτερος μεγάλος δίσκος του το 1970, πάλι με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, οι «ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΕΣ». Παράλληλα, ηχογραφεί κάποια σκόρπια τραγούδια του με τον Στέλιο Καζαντζίδη «Δε θα ξαναγαπήσω», «Όταν βλέπετε να κλαίω» και το Γιάννη Καλατζή «Παραμυθάκι μου», «Τα πλεούμενα».

Γράφει μουσική για την ταινία του Αλέξη Δαμιανού «ΕΥΔΟΚΙΑ» το 1971. Το τραγούδι του «Αχ χελιδόνι μου» ηχογραφείται για τη δισκογραφία με το Γιώργο Νταλάρα και, παράλληλα, ακούγεται από τη Λίτσα Σακελλαρίου στην ταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη «Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΖΩΗ», ενώ το «Μάνα δε φυτέψαμε» ακούγεται από το Γιάννη Πάριο στην ταινία -του Όμηρου Ευστρατιάδη επίσης- «ΠΡΟΚΛΗΣΗ». Γράφει μουσική και τραγούδια για την ταινία του Ορέστη Λάσκου «ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ».
Το 1972 Κυκλοφορεί ο τρίτος μεγάλος δίσκος του, το «ΝΑ 'ΧΑΜΕ ΤΙ ΝΑ 'ΧΑΜΕ» κι αυτός με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Με τον Παπαδόπουλο γράφουν παράλληλα και κάποια τραγούδια που δε θα περάσουν από τη λογοκρισία της εποχής «Ο Αρχηγός», «Θα κλείσω το παράθυρο» ενώ με δικούς του στίχους γράφει την Πρώτη Μαΐου, τον Τσε και το Μέρμηγκα. Γράφει τραγούδια για την ταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη «Η ΑΛΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΩΡ». Αποτελεί ιδρυτικό στέλεχος της ΕΜΣΕ, του συνδικαλιστικού σωματείου των δημιουργών που θα ξεκινήσει με αφορμή την μεγάλη επέκταση της πειρατείας στο χώρο της δισκογραφίας.
Το 1973 η συνεργασία του με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου ξεκινάει μ' ένα τραγούδι που ακούγεται στους τίτλους της ταινίας των Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού «ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ». Βγήκαμε κάποτε στο δρόμο κι ήμασταν δυο, τραγουδά η Χάρις Αλεξίου, πάνω στη μελωδία που λίγο αργότερα θα γίνει πασίγνωστη με στίχους του ίδιου και με τίτλο Καλημέρα ήλιε. Στα πλαίσια των αναζητήσεων του έξω από τις φόρμες του λαϊκού τραγουδιού, αρχίζει τη μελοποίηση ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, με ελληνική απόδοση του Γιάννη Ρίτσου... Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου θα συλληφθεί στο σπίτι του στο Χολαργό και θα κρατηθεί για 10 μέρες.  Το 1974 τον Απρίλιο κυκλοφορεί ο δίσκος «ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΗΛΙΕ» με στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου. Μέσα στο ξέφρενο κλίμα της μεταπολίτευσης συμμετέχει σε μεγάλες λαϊκές συναυλίες της εποχής (με αποκορύφωμα τη συναυλία στο Γήπεδο του Παναθηναϊκού που θα καταγράψει ο Νίκος Κούνδουρος στην ταινία του «Τα τραγούδια της φωτιάς» και, στο τέλος του χρόνου, κυκλοφορεί στο δίσκο «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ», όλα εκείνα τα τραγούδια του που, είτε είχαν απαγορευτεί τα προηγούμενα χρόνια, είτε δεν είχε επιτραπεί καν η ηχογράφησή τους από τη λογοκρισία της επταετίας.
Στο 1975 στο τέλος της χρονιάς, εννιά χρόνια μετά την πρώτη τους παρουσίαση σε συναυλίες, κυκλοφορούν για πρώτη φορά στη δισκογραφία «ΤΑ ΝΕΓΡΙΚΑ» με στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη.
Το 1976 τον Οκτώβριο κυκλοφορούν «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΑΣ», ένας κύκλος λαϊκών τραγουδιών με στίχους του Φώντα Λάδη που καταγράφουν με άμεσο λόγο το πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης και, ως εκ τούτου, βρίσκουν θέση σε κάθε κοινωνικοπολιτική διεκδίκηση της εποχής αλλά, την ίδια στιγμή, γνωρίζουν και αρκετούς αποκλεισμούς και απαγορεύσεις από το επίσημο κράτος.
Το 1978 αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΜΣΕ και πρωτοστατεί στη δημιουργία απ' αυτήν, φορέα είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων. Παντρεύεται την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη.
Το 1979 τον Ιούνιο κυκλοφορεί ο δίσκος «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΟΥΛΑΣ» με στίχους του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα, δίσκος που σηματοδοτεί την -ύστερα από τόσα χρόνια δημιουργικής πολιτικής στράτευσης- εκ νέου κατεύθυνση του δημιουργού προς ένα "καθημερινό λαϊκό τραγούδι".
Το 1980 τον Οκτώβριο κυκλοφορεί ο δίσκος του «ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΖΩΗΣ» που μέλλει να είναι και ο τελευταίος. Μέσα από τραγούδια με στίχους διαφόρων στιχουργών επιχειρεί μια προσέγγιση στον ηλεκτρικό ήχο της εποχής.
Τον Μάιο του 1981 πραγματοποιεί σειρά συναυλιών στο εξωτερικό (Καναδάς, Η.Π.Α., Αγγλία, Σουηδία). Τον Ιούνιο, μαζί με τον Χρήστο Λεοντή και τον Θάνο Μικρούτσικο, ξεκινούν σειρά κοινών συναυλιών ανά την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο θα μπει στο Γενικό Κρατικό με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και, στο τέλος του χρόνου, θα ταξιδέψει στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις.
Στις 8 Ιουνίου 1982 θα χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο. Θα μείνει ένα μήνα στο νοσοκομείο και στις 16 Αυγούστου θα ταξιδέψει εκ νέου, για να συνεχίσει τη νοσηλεία του, στη Μόσχα. Στις 7 Σεπτεμβρίου θα υποστεί και δεύτερο εγκεφαλικό, το οποίο θα αποβεί και μοιραίο. Δέκα μέρες αργότερα (17 Σεπτεμβρίου) θα φύγει για πάντα...
To 2007 χαρακτηρίστηκε από το μουσικό χώρο ως έτος Μάνου Λοΐζου τιμώντας τα 70 χρόνια από τη γέννηση του και τα 25 χρόνια από το θάνατο του.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΔΙΚΟΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΝ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ…
Κάποιοι καλλιτέχνες, κάποιοι δικοί του άνθρωποι, θυμούνται τον Μάνο Λοϊζο, την…περιπέτεια της σχέσης τους, τα χούγια και τις αρετές του και ό,τι συνέθετε τη μεγάλη του τέχνη: τη μελωδία.

Χαρούλα Αλεξίου:
«…Ο Μάνος Λοϊζος είναι ένας άνθρωπος “συγγενικός”, ένας άνθρωπος που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το συναίσθημά μου. Πολλές φορές, ακούω δίσκους του, κυρίως κομμάτια με τη δική του φωνή και κάνω παρέα μαζί του. Σε επαγγελματικό επίπεδο, συνεργαστήκαμε δύο φορές: η φιλία μας χρονολογείται ήδη από το 1970, από τις «Θαλασσογραφίες» του, όπου έκανα τις δεύτερες φωνές, αλλά σίγουρα δεθήκαμε στα «Τραγούδια της Χαρούλας». Ο Μάνος ήθελε να γράψει λαϊκά τραγούδια και πίστευε πως εγώ θα τα ερμήνευα πολύ καλά. Του άρεσε να του λέω δημοτικά.
Ο Μάνος ήταν τρομερός μελωδός. Έγραφε πάντοτε άμεσες μελωδίες. Το πιο σημαντικό είναι, όμως, ότι, μέσα στο χρόνο, η μουσική του είναι σαν να έχει γραφτεί σήμερα.
Ο Μάνος έκανε αυτοκριτική. Αυτοσαρκαζόταν. Διάλεγε τους ανθρώπους πολύ προσεκτικά. Δεν ήταν πολύ εύκολο να τον πλησιάσεις. Αυτό δεν σημαίνει πάντως πως κρατούσε αποστάσεις. Ήταν επιλεκτικός και τα κριτήριά του σε καμία περίπτωση δεν ήταν «κοινωνικοοικονομικά». Έκανε παρέα με λαϊκούς και ταπεινούς ανθρώπους, με την ίδια άνεση που συναναστρεφόταν με έναν διανοούμενο.
Με τον Μάνο περνούσαμε καταπληκτικά. Είχε απίστευτο χιούμορ. Ήταν άνθρωπος της παρέας. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους, όχι γιατί ήταν επώνυμος, αλλά γιατί ήταν αυτός που ήταν…»

Βασίλης Παπακωνσταντίνου:
«…Συνέβη στην Σητεία, στην διάρκεια μιας συναυλίας με πολύ κόσμο. Ο Μάνος Λοϊζος διηύθυνε την ορχήστρα με γυρισμένη την πλάτη προς το κοινό. Ξαφνικά τα χέρια του άρχισαν να ατονούν. Σε δευτερόλεπτα σταμάτησε να τα κινεί. Ελλείψει εντολών οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν. Μέσα στη σιωπή, ακίνητος ο Λοϊζος κοιτούσε επίμονα στο βάθος. Τρόμαξα. Νόμιζα πως κάτι έπαθε. Κατάλαβα πως παρατηρούσε κάτι πάνω από τα κεφάλια μας. Γύρισα και τότε είδα πως ακριβώς πάνω από την εξέδρα μας ανέτελλε ένα υπέροχο, ολόγιομο φεγγάρι. Ο Μάνος είχε κυριολεκτικά χαζέψει. Γύρισε στο κοινό, πλησίασε στο μικρόφωνο και είπε: «Το είδατε το φεγγάρι;».
Αυτό το περιστατικό, πιστεύω, είναι ό,τι το χαρακτηριστικότερο μπορώ να καταθέσω για τα λιβάδια όπου ταξίδευαν η ευαίσθητη ψυχή και το μυαλό. Πολύ δύσκολα απομονώνεις περιστατικά από τη ζωή σου με ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Ήξερα το Λοϊζο μέσα από τα τραγούδια του πολύ προτού τον γνωρίσω προσωπικά. Τα τραγουδούσα σε διάφορες μπουάτ στην Αθήνα και τη Γερμανία τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Όταν γύρισα, ο κ. Θεοδωράκης με πήγε στη Minos. Τότε ζήτησα από τον κ. Μάτσα να με γνωρίσει στον Μάνο Λοϊζο.
Με πήγαν, λοιπόν, στο studio της Columbia στον Περισσό, όπου ηχογραφούσε «Τα Τραγούδια του Δρόμου». Με άκουσε και του άρεσα. Συνεργαστήκαμε, λοιπόν, αμέσως. Συμμετείχα στον παραπάνω δίσκο ερμηνεύοντας τον «Τρίτο Πασκόσμιο» και τον «Στρατιώτη», δυο τραγούδια που αγαπήθηκαν αμέσως, όπως ολόκληρος ο δίσκος και με έκαναν γνωστό στον κόσμο.
Γνωριστήκαμε πολύ καλά με το Μάνο. Αγαπηθήκαμε. Ο Μάνος ήταν φοβερά καλοσυνάτος άνθρωπος. Ήταν το γελαστό παιδί. Είχε ανεξάντλητο χιούμορ. Ήταν οικείος. Ακόμη και όταν τον συναντούσες για πρώτη φορά, ένιωθες πως τον ξέρεις χρόνια. Μπορούσες να είσαι άνετος μαζί του. Από τους συνεργάτες του, κι ας είχαν ουδέτερες σχέσεις, κανένας δεν τον προσφωνούσε «κύριε Λοϊζο», όλοι τον έλεγαν «Μάνο». Ήταν τόσο οικείος όπως οικεία ήταν και τα τραγούδια του: πάντα προείχε το συναίσθημα και μετά ερχόταν η κοινωνική τοποθέτηση, ειδικά όταν έγραφε ο ίδιος τους στίχους των τραγουδιών.
Ο Μάνος ήταν μεγάλος μελωδός. Η μεγάλη του τέχνη ήταν η απλότητα της μελωδίας του. Κάθε νέο του τραγούδι νόμιζες πως το έχεις ξανακούσει, χωρίς όμως να σου θυμίζει κάποιο άλλο. Όταν νέοι μουσικοί μου ζητούν  να τους συμβουλέψω, τους λέω πάντα: «Να ακούσετε πολύ Λοϊζο», για να παραδειγματιστούν από τις μελωδίες του. Το τραγούδι του είναι ανεμοτράγουδο, είναι τραγούδι του δρόμου. Ο Μάνος έψαχνε διαρκώς καινούργιους τρόπους έκφρασης και νέους δρόμους τραγουδιού. Αν ζούσε σήμερα, πιστεύω, θα είχε ανακαλύψει καινούργια πράγματα. Ο ίδιος έλεγε πολλές φορές: «Είμαι μια πορτοκαλιά που κάνει πορτοκάλια», εννοώντας ότι δεν υπάρχει τίποτε φυσικότερο για εκείνον από το να κάνει τραγούδι. Είναι τόσο φυσικό μια πορτοκαλιά να κάνει πορτοκάλια, αλλά και τόσο θαυμάσιο…
Αν δεν ήμουν γιος του πατέρα μου, θα ήθελα να είμαι γιος του Μάνου Λοϊζου…»

Γιώργος Νταλάρας:
«…Στην μπουάτ του Γιάννη Αργύρη στην Πλάκα πρωτοσυναντηθήκαμε με το Μάνο, το 1966. Εκεί, αν και εγώ δεν είχα μπει ακόμα στη δουλειά, με άκουσε. Μετά από ενάμιση χρόνο με κάλεσε σε ακρόαση μαζί με άλλους νέους τραγουδιστές για να πω το «Ήταν οκτώ, ήταν εννιά» στο δίσκο του, «ο Σταθμός».
Για μένα ήταν μια δοκιμασία η επαφή με το Λοϊζο. Όχι όμως εξαιτίας του χαρακτήρα του. Ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος γλυκός, ζεστός, που σε κέρδιζε αμέσως κάνοντάς σε να αισθάνεσαι οικεία. Το «αγκάθι» στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, το χιούμορ του οποίου με έφερνε σε αμηχανία. Κλονίστηκα. Ο Λευτέρης, που τον γνώριζα από τα πολιτικά του άρθρα και τον σεβόμουν, μου έλεγε: «Τραγούδα, ρε!», Και αμέσως μετά: «Πώς τραγουδάς έτσι;». Ο Μάνος προσπαθούσε να τον συγκρατήσει λέγοντάς του: «Έλα, Λευτέρη, σταμάτα αυτήν την πλάκα…!»
Η δοκιμασία, τελικά, τελείωσε γρήγορα και η δουλειά κλείστηκε. Πήγα στο στούντιο . Ο «Σταθμός» αποτέλεσε τον σταθμό της γνωριμίας μου με τον Μάνο.
Από τότε γίναμε αχώριστοι. Ήμασταν σαν μια οικογένεια. Ζούσα στο σπίτι του Λευτέρη, ο Μάνος λίγο παρακάτω. Κάποτε και οι τρεις μαζί. Η Μάρω, το μωρό (η Μυρσίνη), ο Νότης του Λευτέρη. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα ως τον χωρισμό του με τη Μάρω. Μετά δεν παρακολούθησα, για δικούς μου λόγους, την καινούργια του ζωή.
Ο Μάνος ήταν άνθρωπος φιλικός, ήρεμος. Καλός ακροατής. Ενέπνεε εμπιστοσύνη. Είχε χιούμορ. Έκανε πλάκες. Ανατολίτης και…τεμπέλης! Αυτό ήταν άλλωστε και το παρατσούκλι του: «τεμπέλης». Είχε και άλλο ένα: «Κεφάλας». Η τεμπελιά του πήγαζε από την αντίληψή του για τη ζωή.
Στη μουσική είχε άποψη. Ήξερε να ψάχνει, να αλλάζει τους ήχους. Ήταν ανοιχτός και διόλου συμπλεγματικός. Χαιρόταν όταν άκουγε τραγούδια άλλων. Τα ζήλευε, με την καλή την έννοια. Λόγω της σχέσης μας, τον πείραζα πάντα. «Κεφάλα», του έλεγα, «ό,τι και να κάνεις δεν θα γράψεις ποτέ ένα τραγούδι σαν του Κουγιουμτζή. Ο Μάνος τον θαύμαζε. Λάτρευε το εύρος των μελωδιών του που περιέχουν κάτι από τον Θεοδωράκη και τον Τσιτσάνη μαζί. Μια μέρα ήρθε και μου είπε: «Κάτσε τώρα να ακούσεις!». Μου έβαλε να ακούσω το «Αχ, χελιδόνι μου». Συγκλονίστηκα. Ήταν σαν να άκουγα ένα τραγούδι του Κουγιουμτζή. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, γνωρίζοντας μάλιστα ότι ήμουν η αιτία για να γράψει μια τέτοια μελωδία. «Λοιπόν, πες μου τώρα», μου είπε, «είναι Κουγιουμτζής αυτό ή δεν είναι;» Ήξερε ότι είχε συνθέσει ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Δεν είπε όμως: «Κοίτα, τον πέρασα τον Κουγιουμτζή…». Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν αν είχε κατορθώσει να με μπερδέψει. Του απάντησα ότι, όχι μόνο είχα μπερδευτεί, αλλά ήθελα και να τον συγχαρώ γιατί ήταν ακριβώς ένα τραγούδι του Κουγιουμτζή. Και τότε εκείνος επεσήμανε: «Και καλά το τραγούδι, Γιώργο, αλλά η εισαγωγή…» Πραγματικά, η εισαγωγή είναι Κουγιουμτζής. Για πολλά χρόνια άλλωστε, πολλοί πίστευαν πως το «Αχ, χελιδόνι μου» είναι τραγούδι του Κουγιουμτζή.
Στο Μάνο εκτιμούσα τη σοφία, την υπομονή και τον τρόπο που έθετε τα πολιτικά πιστεύω του στην υπηρεσία των ανθρώπων της μουσικής. Ασχολήθηκε πολύ με την οργάνωση του ΠΑΠΟΚ και της ΕΜΣΕ. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μας εμψύχωσε, που μας έδωσε θάρρος για να στήσουμε το σωματείο των ελλήνων τραγουδιστών, γιατί κατάλαβε νωρίς, και ήταν από τους λίγους, ότι για να μπει μια τάξη στα πράγματα πρέπει να αλλάξει ο νόμος. Ο Μάνος ήταν πολίτης εν ενεργεία με συνείδηση, με μνήμη, με ενδιαφέρον και αγάπη για τα κοινά.
Η τόσο πρόωρη αναχώρησή του με πίκρανε. Δεν το περιμέναμε. Ήταν σαν ατύχημα. Νιώσαμε πως χάσαμε έναν άνθρωπο μέσα από τα χέρια μας. Είναι πολύ πικρό να χάνεις έτσι έναν φίλο σου, έναν άνθρωπό σου…» 

Δήμητρα Γαλάνη:
«…Η συνδικαλιστική δραστηριότητα με έφερε κοντά με το Μάνο. Στήνοντας το σωματείο των τραγουδιστών γνωριστήκαμε και ερήμην εργασίας κάναμε παρέα. Παρ’ ότι και οι δυο ήμασταν στην Μίνος, εκείνη την εποχή δεν είχαμε συνεργαστεί. Λέγαμε τα δικά μας πίνοντας ένα μπλάντι Μαίρη. Μεταξύ ανεκδότων και αστείων, γιατί ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος με εκπληκτικό χιούμορ, στις φιλικές κουβέντες μας εκφραζότανε η επιθυμία για μια συνεργασία.
Ξεκινήσαμε με κάποια σεγόντα μου στα «Τραγούδια της Χαρούλας». Όταν ο Μάνος ετοίμαζε ετοίμαζε το δίσκο «Για μια μέρα ζωής» μου πρότεινε να συμμετάσχω σε τέσσερα τραγούδια. Έτσι κι έγινε. Τραγουδήσαμε μαζί το «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει» και μόνη μου το «Λαϊκό το καφενείο», την «Κουτσή Κιθάρα» και το «Σε ψάχνω». Αυτή η συνάντηση θεωρήθηκε πρώτη προσέγγιση για να κάνουμε μετά έναν δίσκο. Δεν έγινε ποτέ.
Έτυχε ο δίσκος «Για μια μέρα ζωής» να είναι ο τελευταίος του. Δεν πρόλαβα να έχω καλλιτεχνική ανταλλαγή με το Μάνο για αρκετό καιρό.
Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, ο Μάνος, μια συγκλονιστική περίπτωση ήθους και αγωγής, ένα πλάσμα με ελαφρύ περπάτημα, ένας άνθρωπος δηλαδή που δεν αισθανόσουν ποτέ το βάρος της παρουσίας του, αν και πάντα είχες συνείδηση του βάρους της προσωπικότητάς του, ήταν για εμένα φορέας αυτής της μοναδικής αίσθησης ανάλαφρης δροσιάς μέσα στον μεγάλο καύσωνα. Ο Μάνος ήταν από τους ανθρώπους που μου πάνε πολύ, και το λέω αυτό τελείως απαλλαγμένη από τον μύθο του χαμού του. Μιλάω σαν να ήταν ακόμα στη ζωή.
Αν ήταν ακόμα στη ζωή θα είχε δώσει, ως συνθέτης, φοβερά πράγματα. Έχω ένα παράπονο και θα το έχω ώσπου να κλείσω τα μάτια μου: έχω την αίσθηση πως ο Μάνος έφυγε την πιο δημιουργική φάση της ζωής του. Ήδη το έργο του είναι σταθμός. Ο Μάνος είναι το σημείο που χαρακτηρίζει την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, το πέρασμα από τον αμιγώς συνθέτη στον τροβαδούρο. Είναι η αρχή για ό,τι ακολούθησε. Ήταν παιδί της γενιάς του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Άξιος συνεχιστής των μεγάλων, αλλά την ίδια στιγμή και το μοντέλο για τους επόμενους. Είναι ό,τι ήταν ο Τσιτσάνης στη σύνδεση του ρεμπέτικου με το λαϊκό. Είναι ο άνθρωπος που διέλυσε την ήδη υπάρχουσα φόρμα και έφερε την καινούργια. Γι’ αυτό και τα τραγούδια του έχεις πάντα την αίσθηση ότι γράφτηκαν χθες. Όταν λέω ένα τραγούδι του –είμαι τραγουδίστρια εδώ και τριάντα χρόνια- έχω την αίσθηση ότι πρόκειται για έναν νέο δημιουργό.
Ήταν όμως και ευγενής. Και γοητευτικός. Και σοφός. Και σιωπηλός (άλλη μια ένδειξη σοφίας). Και όταν γελούσε, γελούσε με την ψυχή του. Μα ακόμα κι όταν γελούσε, τα μάτια του είχαν μια θλιμμένη υγράδα σαν να είχε απόλυτη συνείδηση του κάρμα του. Με είχαν πραγματικά εντυπωσιάσει οι ρυθμοί του. Ο Μάνος δεν ήθελε να βιάζεται. Λες και το ήξερε. Από τον τρόπο που έπαιρνε το ποτήρι του να πιει, ως τον τρόπο που δούλευε στο στούντιο, οι ρυθμοί του ήταν «του Μάνου»!…»

Μανώλης Ρασούλης:
«…Το 1966 δούλευα στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή» και ένα βράδυ ο Φώντας Λάδης, που επίσης δούλευε εκεί και ήταν φίλος του Μάνου, αποφάσισε να με πάει στο σπίτι του Λοϊζου. Πήγαμε, λοιπόν, στο σπίτι της Αγίου Μελετίου και περάσαμε καταπληκτικά! Εκείνη την ημέρα είχα ακούσει τη «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου για πρώτη φορά και είχα ενθουσιαστεί. Έτυχε να είναι και ο Διονύσης στο σπίτι του Μάνου. Έτσι, εγώ τραγούδησα για το Μάνο, ο Διονύσης για μένα και του ζήτησα τέλος τη «Συννεφούλα». Κυλώντας, η νύχτα έγινε ένα συνάφι.
Η χημεία λειτούργησε και η σχέση μου με το Μάνο, μια σχέση έλξης και απώθησης, όπως ο έρως, ξεκίνησε μελωδικά εκείνο το βράδυ. Από τότε ο Μάνος με ήθελε για τραγουδιστή. Με έλεγαν μάλιστα «η αρσενική Φαραντούρη»…
Γίναμε φίλοι. Τον επισκεπτόμουνα συχνά. Αυτό το σπίτι ήταν ένα χάνι, ένα κέντρο διερχομένων, αλλά και καταφύγιο. Ο Σαββόπουλος έλεγε του Μάνου: «Μάνο, να μείνω να παίξω κιθάρα;». Δεν ήταν ο μόνος. Όποιος από τους φίλους ήθελε περνούσε από εκεί, καθόταν, έτρωγε, κοιμόταν, μελετούσε…
Εκείνη την εποχή, ο Μάνος και η υπόλοιπη συντροφιά προσπαθούσαν να με πείσουν να γίνω τραγουδιστής. Μου προξένεψαν να πάω σε μια μπουάτ να πω τραγούδια του Θεοδωράκη. Δεν πήγα. Και τσαντίστηκαν όλοι. Δεν γίνομαι τραγουδιστής, του έλεγα. Εγώ ήθελα να γίνω φιλόσοφος. Και νευρίαζα μαζί τους. Ο Μάνος ήθελε να με σπρώξει στο τραγούδι, να με μορφοποιήσει.
Η πρώτη μας εγγραφή με το Μάνο πραγματοποιήθηκε καιρό αργότερα, αφού ο Μάνος πήγε στο Λονδίνο και χαθήκαμε για ένα διάστημα. Μετά πήγα κι εγώ εκεί. Ήρθε και ο Παπακωνσταντίνου εκεί για να μας ακούσει ο Μάνος στα μηχανήματα. Τραγούδησα  το «Ο Δρόμος είχε την δική του ιστορία». Ήταν να το πω και στο δίσκο. Πήγα όμως σε μια διαδήλωση, έγδαρα τη φωνή μου και δεν μπόρεσα να τραγουδήσω. Το ‘πε ο ίδιος τελικά.
Κατόπιν συνεργαστήκαμε για ένα σίριαλ. Εγώ τραγούδησα στο κομέρσιαλ για «ένα πουλί θαλασσινό». Το γράψαμε και στο βινύλιο. Έπειτα τραγούδησα στα «Νέγρικα» μαζί με τη Φαραντούρη, μια δουλειά στην οποία ο Μάνος άφησε στην άκρη τους χαμηλούς τόνους του και έδειξε πως είχε κι έναν τσαμπουκά.
Στα «Τραγούδια της Χαρούλας» έγραψα τους στίχους. Η συγκεκριμένη δουλειά πέρασε κυριολεκτικά από σαράντα κύματα…
Ο Μάνος ήταν ένα χαρισματικό άτομο. Έχασα τον μεγάλο μου αδερφό. Συχνά συγκινούμαι. Ο Μάνος ήταν πολύ φίλος και πολύ ανθρώπινος. Ήταν ψυχούλα. Να του ζητούσες το παντελόνι του, μπορούσε να σου δώσει δύο. Ήταν απλός με τους ανθρώπους. Δεν γούσταρε τα “high class”, αν και ήταν φύση αριστοκρατική. Πριγκιπόπουλο τον είχαν μεγαλώσει οι γονείς του στην Αίγυπτο. Είχε μια ευγένεια. Μια ευγένεια που την χρησιμοποιούσε πολλές φορές ως «πανοπλία προστασίας».

Τσιλιμέκη Χριστίνα, μαθήτρια της Β3 Γυμνασίου
Γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης:
«Ο Μάνος Λοϊζος από το πρώτο έως το τελευταίο τραγούδι του λάτρεψε ένα Θεό: το Λυρισμό». Νωχελικός, ονειροπόλος, αιθεροβάμων, δε ζήτησε από τη μουσική τίποτα άλλο εκτός από την ψυχή σας. Γι αυτό και δεν προσπάθησε ίσως να εξοπλιστεί με τα όπλα που βοηθούν τον τραγουδοποιό και κυρίως τον συνθέτη να δαμάσει, να κατεργαστεί και να δώσει φόρμες στο υλικό του. Το τραγούδι του, σαν το σταφύλι, δεν ζητούσε παρά τον ήλιο για να γλυκάνει, και τον τρυγητή για να το κάνει μούστο και να το πιεί.
Έτσι το ελληνικό τραγούδι του οφείλει μια ξεχωριστή, μοναδική και ανεπανάληπτη εποχή νεότητας που δεν γερνά και δεν περνά. Αλλά αντίθετα θα αναγεννιέται κάθε στιγμή που θα συναντά τη ζωντανή ευαισθησία της ανθρώπινης καρδιάς. Ήταν τόσο πηγαία και δυνατή η μελωδική του φλέβα, που άντεξε ακόμα και στην τρομερή δοκιμασία της «εμπορευματοποίησης», δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι το πιο ωραίο και το πιο αληθινό, αυτό που λέμε εμπορικό, μπορεί και το μεταμόρφωνε σε παλαϊκό. Γιατί και στις στιγμές αυτές ο Λοϊζος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά αυτό που έκανε πάντα. Να παραμένει Λοϊζος. Και συνέβη αυτό το παράξενο και διδακτικό συνάμα. Ο συνθέτης που μέσα στη γέννησή του υπήρξε ο πλέον σεμνός, ντροπαλός, αποτραβηγμένος, αλλεργικός στη δημοσιότητα και στο θόρυβο γύρω από το όνομά του, κατάφερε να γίνει τελικά τόσο γνωστός, δημοφιλής και αποδεχτός από το λαό μας, όσο κανένας άλλος. Ο πρόωρος χαμός του αποτελεί τραγωδία σε εθνική διάσταση και σημασία. Είπα τότε ότι το τραγούδι μας έγινε φτωχότερο. Σήμερα μετράμε το μέγεθος της ορφάνιας μας με τα αισθητικά μεγέθη που μας χάρισε. Για εμένα προσωπικά  ήταν πιο πολύ αδελφός, φίλος συνάδελφος. Ήταν η περηφάνια μου…
Γιατί μπόρεσε, μ’ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο και ένα τραγούδι να πάει τον πήχη πιο πέρα απ’ τον ορίζοντα».   
«Ο Μάνος ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που
έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν
για πάντα και πιο πολύ όσο θα  υπάρχει και θα λάμπει
στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος:  Η καρδιά του ανθρώπου».

Γράφει ο Γιάννης Ρίτσος:
«Ο Μάνος Λοϊζος είναι από τις σημαντικότερες δυνάμεις του ελληνικού τραγουδιού .Η μουσική του, οικεία, φιλική, μας κερδίζει από το πρώτο της άκουσμα, σύμφωνα μ’ ένα πλατύτατο κοινωνικό συναίσθημα που περιλαμβάνει και το δικό μας .Δεν επιζητεί ποτέ να εκπλήξει. Ανταποκρίνεται στην αναμονή μας με μια έκφραση απλή, έμπιστη, καθόλου όμως κοινότοπη. Αυτό νομίζω πως ήταν το μυστικό της τέχνης του και της πρωτοτυπίας του: να πρωτοτυπεί παραμένοντας γνώριμος μέσα σε μια μουσική ατμόσφαιρα ελεγειακής πραότητας και ταυτοχρόνως πειστικής αγωνιστικότητας. Γι’ αυτό τα τραγούδια του αγαπήθηκαν πολύ, τραγουδήθηκαν πολύ και θα τραγουδιούνται πάντα.
Τον Μάνο τον γνώρισα με τον Λεοντή. Σε κάποια καλλιτεχνική εσπερίδα της Πανσπουδαστικής, θαρρώ το 60’, τότε που είχε ξεσπάσει το ζωογόνο δυναμικό κίνημα της μουσικής του Θεοδωράκη. Με πλησίασε και μου ζήτησε, με τη χαρακτηριστική του σεμνότητα, την άδεια να γράψει μουσική για το Πρωϊνό Άστρο. Του την έδωσα ευχαρίστως. Μου είπε πως είχε ήδη γράψει μερικά τραγούδια πάνω σε αυτό το ποίημά μου και θα’ θελε να τ’ ακούσω. Δεν τα άκουσα ποτέ………..

Γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης:
«Γνωριστήκαμε με τον αξέχαστο Μάνο το 1978.Ήταν ένας από τους πιο εγκάρδιους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή. Μ’ εκείνο το υπέροχο χαμόγελο, με το χιούμορ του, με τις διεισδυτικές παρατηρήσεις του πάνω στη μουσική, αλλά και γενικότερα σε πλήθος ανθρώπινα προβλήματα, σε γοήτευε από την πρώτη στιγμή».

Η Χαρούλα τραγουδάει για τον Μάνο Λοϊζο
Χειμώνας Μιλτιάδης, μαθητής της Β3 Γυμνασίου

Η ώρα είχε περάσει κι ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί για να ξεκινήσει η συναυλία, όπως κι έγινε, με ένα τέταρτο καθυστέρηση, οι μουσικοί εμφανίστηκαν στη σκηνή, στο κέντρο της μία μεγάλη φωτογραφία του αξέχαστου Μάνου για να μας δηλώνει ότι είναι ανάμεσά μας, γιατί όπως είπε και η Χαρούλα πεθαίνει όποιος λησμονιέται, άρα ο Μάνος δεν έχει φύγει!
Η εισαγωγή ένα ποτ πουρί από τραγούδια του Μάνου, ξεχωριστά όλα, μοναδικά: Όλα σε θυμίζουν, Σ 'ακολουθώ, Καλημέρα Ήλιε, Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας... και χωρίς να σταματήσουν να παίζουν εμφανίστηκε η Χαρούλα για να ξεκινήσει με το: «Σ 'ακολουθώ, στην τσέπη σου γλιστράω σα διφραγκάκι τόσο δα μικρό...».Μαζί της ήταν το Τρίφωνο, τρεις εκπληκτικοί τραγουδιστές, που τη συνόδευαν με τη μελωδική φωνή τους σε μπαλάντες και ζεϊμπέκικα, σε μουσικές διαδρομές που μεγάλωσαν γενιές και γενιές.
Η μουσική σώπασε κι η Αλεξίου ζήτησε να ανέβει ένας για να χορέψει το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, αλλά τόνισε να είναι αντρικό ζεϊμπέκικο. Ένας τολμηρός από την πιτσιρικαρία ανέβηκε κι οι μουσικοί ξεκίνησαν. Ωραίος χορός, παλικαρίσιος, χωρίς υπερβολές, ρυθμικός και ζωντανός. Ο πιτσιρικάς είχε μεταμορφωθεί σε άντρα που ζούσε μόνο για αυτόν το χορό κι η Χαρούλα του χτυπούσε παλαμάκια, μέχρι που εκείνος την πλησίασε και την παρέσυρε στο χορό του κι εκείνη δέχτηκε την πρόκληση και χόρεψε για λίγο και όλο το πλήθος στα πόδια της με ένα δυνατό παλαμάκι τη συνόδευε.
Τα φώτα άναψαν κι η Χαρούλα άρχισε να μας ευχαριστεί για την παρουσία μας, το πλήθος φώναζε ρυθμικά κι άλλο κι άλλο. Και τα φώτα έσβησαν και η Χαρούλα πήρε το μικρόφωνο στο χέρι κι η μουσική από το όλα σε θυμίζουν ξεκίνησε κι οι αναπτήρες άναψαν.
Μόλις η Χαρούλα τέλειωσε όλοι χειροκροτήσαμε και ευχαριστημένοι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.