Open menu
Μανώλης Χιώτης
«Τέτοιο μουσικό φαινόμενο γεννιέται κάθε 100 χρόνια». Μ. Θεοδωράκης
Στούμπου Καλλιόπη, Γ΄ Γυμνασίου
Η ζωή του
Το ταξίδι της ζωής του Μανώλη Χιώτη ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου του 1921.  Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του το 1970. Ο πατέρας του τον προόριζε για δικηγόρο, όμως ο Μανώλης από μικρός είχε κλίση στη μουσική. Κατασκεύαζε μουσικά όργανα από νεροκολοκύθες και σύρματα τηλεφώνων. Οι δουλειές του πατέρα του οδήγησαν την οικογένεια στο Ναύπλιο, όπου ο μικρός Μανώλης πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Η μητέρα του διατηρούσε ένα κοσμικό κέντρο στο Ναύπλιο με πελάτες όλη την αριστοκρατία της περιοχής. Ο Μανώλης μεγάλωσε μέσα στα πλούτη και τη χλιδή, και η μητέρα του δεν άφησε ποτέ να του λείψει τίποτα. Από παιδί ήταν πάντα ντυμένος άψογα και είχε πάντα ευγενικούς τρόπους και χαρακτήρα. Ο Μανώλης πήρε στοιχεία από τους χαρακτήρες και των δυο του γονιών. Ευαίσθητος και τρυφερός από τη μία, αλλά δραστήριος και δυναμικός από την άλλη. Το όνομά του προέρχεται από τη Χίο, αφού από εκεί καταγόταν ο προπάππος του. Λέγεται πως το πρώτο όργανο που έμαθε να παίζει ο μικρός Μανώλης ήταν μια σφυρίχτρα. Μια κοινή σφυρίχτρα από αυτές που χρησιμοποιούσαν οι αστυφύλακες. Την μια παραμονή Πρωτοχρονιάς στον πάγκο ενός μικροπωλητή στο Ναύπλιο και παρακάλεσε τη μητέρα του να την αγοράσει. Μ’ εκείνη τη σφυρίχτρα ο Μανώλης, λένε όσοι τον άκουγαν, έκανε τις πρώτες του συνθέσεις. Δημιούργησε μελωδίες και μέτρα πολύ ξεχωριστά και ιδιαίτερα για ένα παιδί της ηλικίας του. Όλοι έλεγαν στον πατέρα του πως θα γίνει μουσικός.  

Η αγαπημένη κιθάρα
Σε πολύ μικρή ηλικία, ο Μανώλης άκουσε σ’ ένα πανηγύρι που τον είχε πάει η μητέρα του έναν κιθαρίστα και ξετρελάθηκε.
-    Μαμά, θέλω να μου αγοράσεις και μένα κιθάρα, της είπε.
-    Μα, παιδί μου , είσαι πολύ μικρός για να μάθεις κιθάρα.
-    Όχι, δεν είμαι μικρός! Εγώ θέλω να μάθω! Σε παρακαλώ!
-    Καλά, θα σε πάρω με το τρένο και θα πάμε στην  Αθήνα. Μόνο εκεί πουλάνε κιθάρες.
Πράγματι, η μητέρα του, κρατώντας την υπόσχεσή της, ταξίδεψε σε μερικές μέρες με το μικρό της γιο στη Αθήνα, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Κι έτσι ο μικρός μουσικός απέκτησε την κιθάρα που τόσο ήθελε! Αμέσως ξεκίνησε μαθήματα με το μεγάλο Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο Γιώργο Λώλο, όχι μόνο στην κιθάρα αλλά και στο βιολί και το ούτι. Όλοι μιλούσαν για ένα εκπληκτικό ταλέντο, που μέρα με τη μέρα εξελισσόταν σε έναν εκπληκτικό και βιρτουόζο κιθαρίστα.
Τότε ήταν που ο Μανώλης ζήλεψε έναν επαγγελματία κιθαρίστα στο Ναύπλιο όχι γιατί έπαιζε καλύτερα από αυτόν, αλλά γιατί είχε συνθέσει ένα δικό του τραγούδι και κατάφερε και το «χτύπησε» σε δίσκο. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε και ο ίδιος να προσπαθεί να βρίσκει δικές του μελωδίες να γράφει στίχους και να φτιάχνει δικά του τραγούδια. Το πρώτο του τραγούδι λεγόταν «Η κιθάρα», με πολύ μουσική αλλά ερασιτεχνικούς στίχους, κακότεχνους και κάπως αφελείς.

Τα πρώτα πάλκα
Το 1935, η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα, όπου ο πατέρας ανοίγει ένα καφενείο. Εκεί στο πάλκο του καφενείου ο Μανώλης πραγματοποιεί το ντεμπούτο του και γνωρίζει τον Δημήτριο Γκόγκο-Μπαγιντέρα. Από αυτόν παίρνει τα πρώτα μαθήματα για το ρεμπέτικο τραγούδι και ανακαλύπτει το μπουζούκι με το οποίο παθιάστηκε αμέσως. Ένα βράδυ, όταν ήταν 13 χρονών, βρέθηκε με μια παρέα στο προπολεμικό κέντρο «Παγώνια». Εκεί τραγουδούσε ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής της εποχής Στράτος Παγιουμτζής. Όταν η παρέα του Μανώλη ήρθε στο κέφι, του ζήτησαν να ανέβει και να παίξει μπουζούκι. Ο Παγιουμτζής ενθουσιάστηκε και, την άλλη μέρα κιόλας πρότεινε στο μικρό Μανώλη να πάει για να τον συστήσει στη μεγαλύτερη δισκογραφική εταιρεία της εποχής την COLUMBIA. Μετά από μια μικρή ακρόαση προσελήφθη από την εταιρεία με συμβόλαιο να παίζει, να συνθέτει και να ηχογραφεί τραγούδια. Τα δυο πρώτα του τραγούδια που τα φωνογράφησε σε δίσκους 78 στροφών, ήταν το «καινούρια νιώθω τη ζωή» και «το χρήμα δεν το λογαριάζω» με τον Στράτο Παγιουμτζή και την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Η πρώτη φορά που εμφανίσθηκε σε πάλκο επαγγελματικά ήταν δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή, σε ένα ιστορικό ρεμπετάδικο εκείνης της εποχής, το  «Δάσος» του Αντώνη Βλάχου. Από εκείνο το μαγαζί είχαν περάσει ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Βασίλης Τσιτσάνης και άλλοι. Τότε ήταν που συνάντησε και τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο, ένα σπουδαίο μουσικό από τη Σύρο, ο οποίος, εκτός των άλλων, του αποκάλυψε τα μυστικά και τα παράξενα κουρδίσματα του αγαπημένου του μουσικού οργάνου, του μπουζουκιού.
Δισκογραφικά πριν από τον πόλεμο του ’40 είχε ηχογραφήσει ως συνθέτης τα τραγούδια «Σπανιόλα όμορφη» και «Παραπονιέσαι και μου λες» με τον Στράτο Παγιουμτζή και ως τραγουδιστής τα τραγούδια «Κάτω στον Αϊ-Διονύση», «Με τράβηξαν τα νάζια σου», «Τα ωραία σου ματάκια», «Το ρολογάκι που φορείς» και το «Μάτια γλυκά και γαλανά».
Ένα άτομο το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του ήταν η Μαίρη Λίντα, την οποία είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που την είδε. Της έκανε πρόταση γάμου το 1954 και αυτή σαφώς δέχτηκε.

Το τετράχορδο μπουζούκι
Ο Μανώλης Χιώτης θεωρείται ο άνθρωπος που καθιέρωσε το τετράχορδο μπουζούκι, μια καινοτομία που πρώτος την επέβαλε. Αν και λέγεται πως προϋπήρχε, εκείνος ήταν η αιτία που καθιερώθηκε. Όταν άρχισε να μελετά το μπουζούκι, που έγινε κατά κάποιον τρόπο η δεύτερη φύση του, άρχισε πως αυτό το μαγικό όργανο, με το γλυκό ήχο και τους μοναδικούς στεναγμούς του, μπορεί να κρύβει και δυνατότητες άγνωστες στο τότε μουσικό κατεστημένο. «Καλό το όργανο» έλεγε «αλλά έχει πολύ περιορισμένες φωνές που δε μου δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργώ αρμονικά ακόρντα για τα τραγούδια μου». Έτσι μια μέρα και συγκεκριμένα στις 21 Μαρτίου, την ημέρα των γενεθλίων του ο Μανώλης πήρε τη Μαίρη και πήγε και βρήκε κάτω στον Πειραιά τον καλύτερο οργανοποιό- κατασκευαστή μπουζουκιών. Ζήτησε να του κατασκευάσει ένα μπουζούκι με 4 διπλές χορδές. Ο οργανοποιός, μη μπορώντας να του αρνηθεί, στρώθηκε στη δουλειά, επιστράτευσε όλη την τέχνη του και, σε λίγες μέρες, είχε έτοιμο το πρωτότυπο τετράχορδο μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη. Ο Μανώλης όταν το πήρε στα χέρια του, είπε. «Μάστορα, θυμάσαι τι μέρα ήρθα και σου ζήτησα το μπουζούκι; Ήταν 21 Μαρτίου. Ημέρα των γενεθλίων μου. Να θυμάσαι αυτή την ημερομηνία, γιατί θα είναι σημαδιακή. Με αυτό το μπουζούκι που κρατάω στα χέρια μου, θα αλλάξει η ιστορία του μπουζουκιού στην Ελλάδα». Ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτή την αλλαγή, γι’ αυτή την καινοτομία. Όπως ήταν φυσικό έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, να σπουδάσει το καινούριο του όργανο, να ανακαλύψει τους κανόνες του παιξίματός του και να γίνει ο πιο δεξιοτέχνης εκτελεστής. Μέσα σε λίγο διάστημα κατάφερε έναν πραγματικό άθλο. Το τετράχορδο - στην ουσία οχτάχορδο - μπουζούκι να ζητιέται και να παίζεται από τους μπουζουξήδες, που για αρκετά χρόνια ματαιοπονούσαν στα –δύσκολα- τρίχορδα. Ο Μανώλης Χιώτης, που πολλοί τον ονόμασαν, ο «Μεσσίας του μπουζουκιού» , με αυτή του την επινόηση έγινε η αιτία να χωριστούν οι ρεμπέτες μουσικοί σε δυο αντιμαχόμενες κατηγορίες. Στους «τρίχορδους» και τους «τετράχορδους». Και φυσικά η κάθε πλευρά υποστήριζε τη δική της άποψη, χρησιμοποιώντας τα δικά της επιχειρήματα. Οι «τρίχορδοι» κατηγορούν τους «τετράχορδους» πως δεν είναι γνήσιοι μπουζουξήδες, αλλά η αλήθεια είναι πως το τετράχορδο μπουζούκι χρειάζεται μεγάλο ταλέντο και «Χιώτικο», δεξιοτεχνικό παίξιμο. Δεν  είναι εύκολη υπόθεση. Πρώτος ο Χιώτης αξιοποίησε και τα πέντε δάχτυλα και έδωσε αφάνταστη ταχύτητα στην κίνηση του χεριού. Αναμφισβήτητα θεωρείται ο «πρόδρομος» των σημερινών μπουζουξήδων.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΔΕΧΤΗΚΕ Ο ΧΙΩΤΗΣ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΜΟΥΣΙΚΟΥΣ

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Ο ΧΙΩΤΗΣ ήταν φαινόμενο!
Ο Μίκης Θεοδωράκης εκτιμούσε αφάνταστα το μεγάλο ταλέντο  του Χιώτη  στο μπουζούκι. Σε μια συνέντευξή του είχε δηλώσει: «Θυμάμαι το Μανώλη και τη Λίντα στις πρόβες για τον «Επιτάφιο». Με περίμεναν στο στούντιο της COLUMBIA της οδού Λυκούργου, για να ακούσουν από εμένα τον «Επιτάφιο» και να ξεκινήσουν οι πρόβες. Ήδη είχε κυκλοφορήσει με τη Μούσχουρη και το Μπιθικώτση. Κάθισα στο πιάνο και άρχισα να τραγουδώ. Δεν ξέρω τι εντύπωση τους έκανε εκείνη η ακρόαση. Θυμάμαι, ότι όταν τελείωσα, ο Μανώλης έβγαλε το μπουζούκι και ήρθε και έκατσε δίπλα μου, θυμάμαι καλά τη μαγεία που άρχισα να νιώθω, αφού το παίξιμό του ήταν βέβαιο, ελεύθερο, συγκλονιστικό. Δε χρειάστηκε να μιλάμε. Τα  βλέμματά μας αρκούσαν για να μπαίνει ο ένας στα βήματα της ψυχής του άλλου. Αργότερα άρχισε και η Μαίρη να κελαηδάει. Καθώς έμπαινε στην ουσία του έργου, το έκανε δικό της, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται τίποτα εκτός από αυτή τη φωνή και το Χιώτη για μια τέλεια ερμηνεία του έργου. Ήμουν ευτυχής και  νομίζω πως γρήγορα το μικρό στούντιο γέμισε χαμόγελα και αισιοδοξία. Όλοι αισθανόμαστε ότι κάτι καινούριο υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Κάτι καινούριο και διαφορετικό από τις πρώτες εκτελέσεις του «Επιτάφιου». Ο Χιώτης τελικά είχε την ψυχή ενός παιδιού. Θυμάμαι στα διαλείμματα της ηχογράφησης, πηγαίναμε  σε ένα λαϊκό ταβερνάκι στη Νέα Ιωνία. Το τι γινότανε δεν περιγράφεται! Καλαμπούρι, πειράγματα, αστεία, γέλια. Πραγματικά απλοί, γνήσιοι, λαϊκοί, δηλαδή παιδιά του λαού, σε όλο τους το μεγαλείο! Θυμάμαι, ακόμη με πόσο σεβασμό με αντιμετώπιζαν ως αντιστασιακό και Μακρονησιώτη. Αυτοί  οι απλοί, και όμως τόσο σπουδαίοι, λαϊκοί τραγουδιστές και μουσικοί αναγνώριζαν ότι τα όσα περάσαμε εμείς οι αριστεροί τα περάσαμε και για αυτούς. Και αυτό νομίζω ότι έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ανάδειξη  των έργων μου, γιατί όλοι έβαλαν όχι μόνο την ψυχή και την τέχνη τους, αλλά και την ανάταση ψυχής του ανθρώπου που συνδέει την τέχνη με ψηλά ιδεώδη, τα οποία εκείνη την εποχή, μόλις 10 χρόνια μετά τον Εμφύλιο, ηλέκτριζαν ακόμα τους ανθρώπους. Με τον Χιώτη συνδεθήκαμε με στενή φιλία, γιατί εκτός από μουσικός μου άρεσε και ως άνθρωπος. Πρέπει να πω πως τέτοιο μουσικό φαινόμενο γεννιέται κάθε 100 χρόνια. Είχε τη μουσική μέσα στο αίμα του. Η  τεχνική του ήταν απίστευτη, ασύλληπτη. Έπαιζε τα δυσκολότερα πράγματα με μια πρωτοφανή ευκολία που σε άφηνε άφωνο. Και φυσικά, το μέγιστο ήταν η βαθειά του μουσικότητα  που τον οδηγούσε να περνά σα να μη συνέβαινε τίποτα μέσα από τα αινίγματα των συγχορδιών και περιπλεγμένα συμπλέγματα ρυθμών. Μόλις άκουγε μια μουσική την αποτύπωνε αμέσως. Σε δυο λεπτά η μελωδία γινόταν κτήμα του, και ευθύς αμέσως ‘έντυνε’ με τις πρέπουσες αρμονίες και τα χίλια δυο στολίδια, τις  εκπληκτικές πενιές του. Τέλος ένα χαρακτηριστικό του ήταν η πρωτοφανής ταχύτητα  που όπως λένε κάποτε την είχε μόνο ο Παγκανίνι. Με μια λέξη ο Χιώτης ήταν φαινόμενο.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Ο ΧΙΩΤΗΣ και η Λίντα είναι μοναδικοί!
Ο Μάνος Χατζιδάκις αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του είχε δηλώσει πόσο θαύμαζε τη φωνή της Μαίρης Λίντα και το εκπληκτικό παίξιμο στο μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη. «Ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους που έγινα θαμώνας στα λαϊκά μαγαζιά που εμφανίζονται είναι το ταλέντο αυτών των δυο σπουδαίων καλλιτεχνών, που θεωρώ πως είναι απόκτημα για τον τόπο μας. Έχουν παντρέψει με εκπληκτικό τρόπο το κλασικό με το λαϊκό. Κάτι που μου αρέσει πολύ. Είμαι φανατικός θαυμαστής τους. Είναι μοναδικοί.....»

ΤΖΙΜΙ ΧΕΝΤΡΙΞ: Δεν είμαι εγώ ο πρώτος, ο ΧΙΩΤΗΣ είναι!
Ο Μανώλης Χιώτης έχει μείνει πλέον στη συνείδηση του κόσμου ως ένας από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού. Η αλήθεια είναι όμως πως οι ρίζες του σε αυτόν το συγκεκριμένο τομέα είναι πολύ πιο βαθιές. Είναι γνωστό πως η πρώτη μεγάλη αγάπη του Χιώτη ήταν η κιθάρα. Όταν ταξίδεψε στην Αμερική ήρθε σε επαφή με την αφροκουβανέζικη λάτιν μουσική, με το μπλουζ και τη τζαζ. Το τετράχορδο μπουζούκι το επινόησε ώστε να πιάνει ακόρντα κιθάρας. Η τεχνική του ήταν καθαρά κιθαριστική, εξού και τα απίστευτα σόλα του στα τραγούδια που έγραφε. Τα τραγούδια του, επίσης, είχαν αναμφισβήτητες επιρροές από τη λάτιν μουσική, γι’ αυτό και τα περισσότερα, ειδικά από τη δεκαετία του ’50 και μετά, ήταν ρούμπες και σάμπες. Εμφανείς οι επιρροές του σε ρυθμούς και κλίμακες. Ήταν ο πρώτος που έφτιαξε λαϊκές ορχήστρες με λάτιν όργανα (πνευστά, κρουστά κτλ.). Περίφημο παράδειγμα το τραγούδι του «Περασμένες μου αγάπες». Μια εκπληκτική ρούμπα με το πιο εντυπωσιακό σόλο που έχει παιχτεί ποτέ σε έγχορδο. Με τρελές ταχύτητες και με απίστευτα δεξιοτεχνικά γυρίσματα.
«Ήταν ευλογημένη η στιγμή» είχε εκμυστηρευτεί σε συνέντευξή του «ο θεός της κιθάρας» Τζίμι Χέντριξ, όταν άκουσε τον Έλληνα Μανώλη Χιώτη να παίζει μπουζούκι. Αυτό συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν ο μαύρος ροκ σταρ συνάντησε το Χιώτη σε μια συναυλία του, την εποχή που με τη Μαίρη Λίντα βρίσκονταν σε μια σειρά εμφανίσεων στην Αμερική. Την επόμενη μέρα δήλωσε : «Υποκλίνομαι στο ταλέντο και στην απαράμιλλη δεξιοτεχνία του Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι. Δεν είμαι εγώ ο πρώτος, ο Χιώτης είναι». Μια μεγάλη κουβέντα, από ένα μεγάλο κιθαρίστα παγκόσμιας αποδοχής, που ‘’έβαζε φωτιά’’ στην κιθάρα του, κάνοντας τις χορδές να πάλλονται και τα πλήθη να παραληρούν. Κι όμως, είναι γνωστό πως  μέσα σε ένα λεπτό ο Χιώτης έπαιζε κάποιες νότες παραπάνω από το Χέντριξ. Σπουδαία πρωτιά!!!