Open menu
Μνήμη 28ης Οκτωβρίου 1940
Την εκδήλωση επιμελήθηκε η Υποδιευθύντρια Φιλόλογος Ελένη Αθανασιά
Φωτογραφίες από την εκδήλωσή μας (27 Οκτωβρίου 2010)
VideoIconVideo από την εκδήλωσή μας
Σοφία Βέμπο, η τραγουδίστρια της νίκης του ‘40
Σοφία Βέμπο, η γυναίκα – θρύλος. Η ελληνίδα τραγουδίστρια της νίκης του ’40, που δίκαια καταγράφηκε ως αθάνατη στη μνήμη μας, ήταν Αρχόντισσα, πατριώτισσα, μοναδική Κυρία. Καλλιτέχνης προικισμένη με ένα σπάνιο ταλέντο φωνής και ένα απόθεμα ψυχής, η Σοφία Βέμπο στη συνείδηση του ελληνικού λαού δεν υπήρξε μόνο μια μεγάλη τραγουδίστρια. Είναι ένας μύθος, άρρηκτα δεμένος με έναν άνισο, αλλά νικηφόρο πόλεμο, έναν πόλεμο που δίκαια ονομάστηκε ΈΠΟΣ. Έχουν περάσει επτά δεκαετίες από τότε που το Έπος αυτό βρήκε στο πρόσωπό της Σοφίας Βέμπο την ιδανική του έκφραση, μια έκφραση που συγκινεί ακόμα και κείνους που δεν έζησαν τις μέρες εκείνες που σημάδεψαν την Ελληνική Ιστορία. Η μνήμη της ως «τραγουδίστρια της Νίκης» σκέπασε την πορεία της και διασώζεται ως σήμερα στην καρδιά και στη μνήμη των Ελλήνων. Η  συμβολή της στην εμψύχωση του λαού και του στρατού μας κατά την περίοδο του Ελληνοιταλικού πολέμου είναι παραδειγματική και ανεκτίμητη. Η προσφορά της έχει αποτιμηθεί από την ιστορία, που την έχει αναγορεύσει σε κεντρικό πρόσωπο μιας από τις πιο ένδοξες σελίδες της.
«Όταν ένας ολόκληρος λαός αποθεώνει για το πατριωτικό της έργο μία καλλιτέχνιδα και την αποκαλεί Μεγάλη, είναι Μεγάλη», είπε για τη Βέμπο η Άννα Συνοδινού. Αυτή τη Μεγάλη γυναίκα,  την τραγουδίστρια της νίκης του ’40, θα σας παρουσιάσουμε απόψε. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. Γιατί εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου χωρίς τη Σοφία Βέμπο δεν μπορεί να υπάρξει.
Στην αποψινή μας εκδήλωση θα ακούσουμε την ηρωϊδα αυτή του ’40 μέσα από ντοκουμέντα της εποχής, με το 1ο ανακοινωθέν του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών για την κήρυξη του πολέμου και τρία τραγούδια που η ίδια η Βέμπο τραγουδάει σε Επιθεωρήσεις της εποχής. Τα πλάνα που θα δούμε είναι από τον ονομαστό ρεπόρτερ του μετώπου, τον Μανώλη Μεγαλοοικονόμου. Η Χορωδία «ΑΛΘΑΙΑ» θα τραγουδήσει κάποια από τα τραγούδια της και οι αφηγητές θα μας μεταφέρουν στις μεγάλες ώρες του πολέμου του 1940 και τις συγκαιρίες που δημιουργήθηκαν αυτά τα τραγούδια.

Σοφία Βέμπο (1910-1978)
Ελένη Αθανασιά, Φιλόλογος, Υποδιευθύντρια

Η ελληνίδα βάρδος, με τη φωνή της αναπτερώνονταν οι έλληνες, γιατί η καρδιά της ήταν γεμάτη Ελλάδα. Έχουμε σχεδόν όλοι συνδέσει την επέτειο για το μεγάλο ΟΧΙ ενάντια στο φασισμό, με τη φωνή της Βέμπο και το «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά».  Και η Βέμπο άλλωστε σημάδεψε τη ζωή της εκείνο το χειμώνα του ‘ 40-‘ 41 και χάραξε πορεία ακολουθώντας και τιμώντας τον βαρύ τίτλο της τραγουδίστριας της νίκης. Τον χαρακτηρισμό αυτό πρώτα τον χρησιμοποίησε ο ραδιοφωνικός σταθμός του BBC  στις εκπομπές του στη διάρκεια της κατοχής και στην απελευθέρωση τον καθιέρωσε στην Ελλάδα ο δημοσιογράφος Αχιλλέας Μαμάκης.
Όταν τραγουδούσε τα πατριωτικού περιεχομένου τραγούδια δεν γνώριζε το ύψος της προσφοράς της  και ούτε απέβλεπε σε αμοιβές, τιμές και ανταλλάγματα. Ποτέ δεν στηρίχθηκε αλαζονικά στη δράση της τα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του 40. Έλεγε και τόνιζε πάντα στις συνεντεύξεις της: «Κανένα αγώνα δεν έκανα εγώ …Άλλοι δεν έχουν μάτια δεν έχουν χέρια, δεν έχουν πόδια, αυτοί δώσανε. Εγώ τι έδωσα; Τίποτα . Απολύτως τίποτα. Μια φωνή που εξακολουθώ να έχω , κι όπως μου λένε είναι καλύτερη τώρα.» ( 1959, συνέντευξη στον Ανδρέα Μαμάκη στην ΥΕΝΕΔ)
Υπηρετούσε την πατρίδα της με το δικό της όπλο, το τραγούδι. Υπήρξε σε όλη της τη ζωή αδέσμευτη από κομματικές εξαρτήσεις. Είχε στο νου της φτιάξει μια Ελλάδα –Ιδέα, σύμβολο και ταυτόσημο της ελευθερίας. Αυτή η πατρίδα άξιζε κάθε θυσία. Η Βέμπο δεν υπήρξε φειδωλή στις θυσίες.  Ήταν κομμάτι ενός κόσμου που πιστεύει σε ιδανικά με αγνότητα και προσήλωση. Αυτά δεν τα πρόδωσε ποτέ. Αυτή  η στάση ζωής την έκανε να μην κατανοεί και να μην συγχωρεί πρόσωπα και καταστάσεις που εξυπηρετούσαν οφέλη  αντίθετα στο κοινό καλό.
Γυναίκα δυναμική, γεμάτη λεβεντιά, απροσκύνητη ελληνίδα, που διεκδικούσε το δίκιο της, το δίκιο του λαού της. Γι αυτό και έγινε σύμβολο και τμήμα της ιστορικής μας μνήμης. Δεν της πρότεινε κανείς να τραγουδήσει εκείνα τα τραγούδια που εμψύχωναν στρατό και λαό στη διάρκεια του πολέμου. Θεώρησε χρέος της να το κάνει.
Ταξίδεψε στον ουρανό το 1978 και  την κηδεία της τίμησε μέγα πλήθος. Η πολιτεία φρόντισε το τελευταίο της ταξίδι και ανάμεσα στα συγκινητικά και μεγάλα που γράφτηκαν στις εφημερίδες την επόμενη μέρα, πιο εύστοχα αποδίδουν την πορεία της Βέμπο οι στίχοι που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Βραδυνή» : Πρέπει να ξέρεις πως το δημόσια δαπάνη το εξασφαλίζουν μόνο οι τίμιοι και οι φτωχοί».
Η σκιαγράφηση  της ζωής της αποκαλύπτει  ότι δεν ήταν απλά μια τραγουδίστρια που έτυχε να πει και μερικά πατριωτικά τραγούδια.

Η πορεία της ζωής της
Στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, το Φεβρουάριο του 1910, γεννιέται το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας του Αθανασίου Μπέμπου, η Σοφία Μπέμπου. Η Σοφία Βέμπο όπως θα μετονομασθεί αργότερα ,έζησε τα παιδικά της χρόνια φτωχικά και ούτε ποτέ ονειρεύτηκε να γίνει τραγουδίστρια. Δέχτηκε τον αναγκαστικό εκπατρισμό το 1923, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ακολουθώντας τα  πλήθη των προσφύγων και κουβαλώντας μέσα της έντονο το αίσθημα της αδικίας, της οργής και της πίκρας για τα δεινά των συμπατριωτών της. Ανάμεσα στους πρόσφυγες καταφθάνει με την οικογένειά της στο Βόλο και προσπαθεί κι αυτή να συμβάλει στην εξέρευση πόρων επιβίωσης. Εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος στο Βόλο για λίγο διάστημα και στη συνέχεια ως τραγουδίστρια στη Θεσσαλονίκη. Οι πολύ καλές κριτικές που δημοσιεύτηκαν στον τοπικό τύπο της δίνουν την ευκαιρία να κατέβει την ίδια χρονιά το 1933, στην Αθήνα, στο θέατρο «Κεντρικόν». Η αναγνώριση από το αθηναϊκό κοινό την οδήγησε σύντομα, το 1934, στη δισκογραφία, ακριβέστερα στη γραμμοφωνία.
Από τότε ως το 1940 θα εργάζεται στο θέατρο, θα παίξει στην ταινία «Προσφυγοπούλα», η οποία γυρίστηκε στην Αίγυπτο (1937), θα γραμμοφωνεί συνεχώς. Έχει αναγνωρισθεί ως μεγάλη τραγουδίστρια αλλά και ως άνθρωπος με εξαίρετο ήθος.
1940: ξεκινά η δεκαετία που η Σοφία Βέμπο θα λάβει ενεργό μέρος στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και θα γίνει σύμβολο.
Η Βέμπο με την έναρξη του πολέμου βρίσκεται στο θέατρο Μοντιάλ και ξεσηκώνει το κοινό με το δημοτικό τραγούδι «στη Λάρσα βγαίν΄ο αυγερινός» (28 -30 Οκτωβρίου τα θέατρα μένουν κλειστά.)
Από την αρχή του Νοεμβρίου τα θέατρα μεταβάλουν το πρόγραμμά τους και στις επιθεωρήσεις προσθέτονται πολεμικές και πατριωτικές σκηνές. Η Βέμπο ζητάει επίμονα να της γράψει ο Μ. Τραιφόρος ένα πολεμικό τραγούδι. Αποτέλεσμα της επιθυμίας της είναι το θρυλικό τραγούδι «παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», απαρχή των πολεμικού περιεχομένου τραγουδιών,  που θα τραγουδήσει το χειμώνα του 40-41 και θα εμψυχώσει λαό και στρατιώτες. Πέρα από το θέατρο, με δική της πρωτοβουλία θα συστήσει ορχήστρα και θα επισκέπτεται νοσοκομεία για να τραγουδά στους τραυματίες του μετώπου. Η πατριωτική της δράση δεν περιορίζεται σ’ αυτά, σε συνεννόηση με το διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών, αναλαμβάνει να τραγουδά καθημερινά (ζωντανά) στο ραδιόφωνο για την ψυχαγωγία των στρατιωτών.(από το Φεβρουάριο του ΄41) Είναι αφιερωμένη στην  προσφορά στην πατρίδα και στην ψυχική ενδυνάμωση των Ελλήνων χωρίς να υπολογίζει κούραση.
Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο: από το ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας η Βέμπο τραγουδά ζωντανά το τραγούδι «Μας χωρίζει ο πόλεμος» και αμέσως μετά ακούγεται η φωνή του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου: «Εδώ αι ελεύθεραι ακόμα Αθήναι. Έλληνες οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται στα πρόθυρα των Αθηνών….» Σε λίγο ο σταθμός βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των Γερμανών όπως και η Ελλάδα. Η Βέμπο  βγαίνοντας από το σταθμό τρέχει στους δρόμους και βρίσκει καταφύγιο   στο σπίτι μιας συναδέλφου της.
Οι απειλές εναντίον της που είχαν ξεκινήσει από το χειμώνα τώρα εντείνονται. Προσκλήσεις  στην Κομμαντατούρ για συστάσεις να μην τραγουδά εναντίον των Ιταλών, έρευνες στο σπίτι της, καταστροφή των δίσκων της, άγριος ξυλοδαρμός και τραυματισμός της στο δρόμο, συλλήψεις και φυλάκιση στη γερμανική ασφάλεια με κατάληξη την απαγόρευση να  τραγουδά πατριωτικά τραγούδια και την αφαίρεση άδειας εργασίας οδήγησαν τη Βέμπο στην απόφαση να διαφύγει στη Μέση Ανατολή, τον Οκτώβριο του 1942, Η διαφυγή της έγινε με το υποβρύχιο «Λάμπρος Κατσώνης» και την οργάνωσε ο ταγματάρχης  Γιάννης Τσιγάντες.
Στη Μέση Ανατολή συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες τα έσοδα των οποίων διατίθενται για την ενίσχυση των Ελλήνων στρατιωτών που υπηρετούν στη Μέση Ανατολή, των Ελλήνων προσφύγων και για τα θύματα της Κατοχής στην Ελλάδα. Ουδέποτε δέχθηκε αμοιβή για τις υπηρεσίες της. Μάλιστα κατά την παραμονή της στη Συρία είχε υποβάλλει αίτηση στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης της εξόριστης στο Κάιρο ελληνικής κυβέρνησης να διορισθεί άμισθος νοσοκόμα στις ένοπλες δυνάμεις. Ο υπουργός Π. Κανελόπουλος αποφάσισε το διορισμό της αλλά με μισθό 28 λίρες το μήνα. Η Βέμπο αρνήθηκε τα χρήματα λέγοντας: «Ο ελληνικός λαός πεινάει. Τα χρήματα που μου προσφέρετε είναι πολλά».
Πίστευε ότι δεν έπρεπε να κερδίζει χρήματα σε βάρος της πατρίδας, εκμεταλλευόμενη τις περιστάσεις. Θεωρούσε ότι ήταν μια απλή τραγουδίστρια που έδινε με τον τραγούδι τον αγώνα της, όπως τόσες άλλες ελληνίδες πολεμούσαν τον κατακτητή.
Αρχικοί σταθμοί της πορείας αυτής είναι η Χάιφα και η Βηρυττός και το Γενάρη του 1943 η Αίγυπτος
Στην Αίγυπτο μετά από πρόταση του Υπουργείου Προνοίας συστήνει ομάδα ψυχαγωγίας των στρατιωτικών μονάδων( συμμετέχουν: Αλίκη Βέμπο, Μ. Τραιφόρος, Λεό Ραπίτης και Μένιος Μανωλιτσάκης). Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κοινού ανεβάζει την επιθεώρηση «Ελλάδα και Πάλι Ελλάδα» στα πρότυπα των παραστάσεων της Αθήνας στην Αλεξάνδρεια . Επισκέπτεται συνεχώς στρατόπεδα, πολεμικά πλοία, ιδρύματα και δίνει παραστάσεις σε θέατρα πάντα αφιλοκερδώς. Στους τριάντα επτά μήνες που παρέμεινε στη Μέση Ανατολή τραγούδησε περίπου τρεις χιλιάδες φορές χωρίς μικρόφωνο συνοδευόμενη από το ακκορντεόν του Μανωλιτσάκη αλλά ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για κόπωση ούτε αρνήθηκε πρόσκληση.
Ακούστηκαν εναντίον της πολλά που προσπάθησαν να εκμηδενίσουν την προσφορά της, εκπορευόμενα από κομματικές σκοπιμότητες, έφτασαν στο σημείο να της κατασχέσουν και τα σκηνικά, η ίδια όμως δεν κάμθηκε. Απαντούσε: «Εγώ ανήκω στο κόμμα που λέγεται Ελλάδα! Κι όλα τα τραγούδια μου είναι για τους Έλληνες. Για όλους τους Έλληνες. Κι εφόσον τραγουδώ Ελληνικά, τραγουδάω για αριστερούς, δεξιούς και κεντρώους».
Το 1943 ανεβάζει και την επιθεώρηση «Ξανανθίζουν τα ρόδα», το ‘44 τις επιθεωρήσεις «Συναγερμός στο Ελ Αλαμέιν», «Ανεμομαζώματα», «Ζήτω ο Ρωμηός», «Ραντεβού στην Αθήνα», «Αλλάζουν οι καιροί», «Στης Πλάκας τις ανηφοριές», «Μοντέρνοι καιροί», «Μέση Ανατολή», »Ελληνοπούλα», «Γειά σου Αλεξάνδρεια» κ.ά.
Η Βέμπο πήρε συγχαρητήρια από πάμπολλους δημόσιους και στρατιωτικούς φορείς, από το βασιλιά ως τους απλούς στρατιώτες. Ουδέποτε θριαμβολόγησε για τις επιτυχίες της. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έφερε τρεις βαλίτσες, μια με τα προσωπικά της είδη, η άλλη με αναμνηστικά δώρα και η Τρίτη με ευχαριστήριες επιστολές και κάρτες και αποκόμματα εφημερίδων. Επέστρεψε τόσο φτωχή που μόλις  θα μπορούσε να πληρώσει το εισιτήριο της επιστροφής.
Ενώ ο πόλεμος είχε τελειώσει και οι εξόριστοι πολιτικοί επέστρεψαν στην Αθήνα, η Βέμπο παρέμεινε στην Αίγυπτο για δυο περίπου χρόνια και εξακολουθούσε να δίνει παραστάσεις για φιλανθρωπικούς σκοπούς και παράλληλα να παίζει στο θέατρο. Το Φεβρουάριο του 1946 βρισκόταν στην Κύπρο για παραστάσεις. Εκεί παίρνει το ακόλουθο τηλεγράφημα από το συμμαχικό στρατηγείο Μέσης Ανατολής: «Ο συμμαχικός αγών σας οφείλει πολλά. Τιμής ένεκεν το συμμαχικό στρατηγείο επιθυμεί να είσθε ο πρώτος επίσημος Έλλην πολίτης που θα υποδεχθούν τα ελεύθερα Δωδεκάνησα. Ελληνικόν πολεμικόν αεροσκάφος θα σας μεταφέρει την 16ην Φεβρουαρίου  1946 και ώραν 8 εις την ελευθέραν Ρόδον»
Βαθιά συγκινημένη ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. Μέσα σε χειροκροτήματα και σε πανηγυρική ατμόσφαιρα τιμήθηκε από τους επισήμους και υποσχέθηκε να δώσει το απόγευμα συναυλία στην πλατεία της Ρόδου. Λίγο πριν τη συναυλία συναντιέται με τον κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Κρήτη» και τον προσκαλεί να ακούσει τα τραγούδια της.  Εκείνος της ανακοινώνει ότι σε λίγο φεύγουν για Πειραιά. Τότε η Βέμπο αναπάντεχα απαντά «έρχομαι και εγώ μαζί σας» Στον Πειραιά ειδοποιημένοι από τον κυβερνήτη την υποδέχθηκαν οι αρχές της πόλης ο Μητροπολίτης και πλήθος κόσμου ενώ τα τραγούδια της ακούγονταν από τα μεγάφωνα. ΟΙ Έλληνες είχαν μάθει τη δράσης στη Μέση Ανατολή και την υποδέχθηκαν ως ηρωίδα.
Στην ελεύθερη πατρίδα τώρα, η Βέμπο δεν εφησυχάζει, παίζει και τραγουδά στο θέατρο, ηχογραφεί τραγούδια και δίνει συνεχώς παραστάσεις και συναυλίες για συλλόγους ιδρύματα και για κοινωφελείς σκοπούς.
Πέρα από τους επαίνους που δέχεται για την πατριωτική της δράση ευχαριστιέται να διαβάζει και κριτικές που την εξυμνούν ως τραγουδίστρια. Παράδειγμα. Ο Χρήστος Χαιρόπουλος έγραφε το 1947 στην εφημερίδα  «Βραδυνή»: Πάνω απ’ όλες (τις τραγουδίστριες) η Σοφία Βέμπο ιέρεια του ελλληνικού τραγουδιού. Ασυναγώνιστη ερμηνεύτρια με φωνητικό τίμπρο κοντράλτας, σπάνιο tonalite.υπόδειγμα σταθερότητας…Βιρτουόζα σε όλες τις αποχρώσεις του ελαφρού τραγουδιού, του λυρικού, του δραματικού, του περιγραφικού και του ρομαντικού».
Το 1947 φεύγει για το Παρίσι και αμέσως μετά για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στη Νέα Υόρκη στο Carnegy Hall  θα δώσει ρεσιτάλ υπέρ της Ελληνικής Πολεμικής Περίθαλψης.. Το θέατρο με χωρητικότητα τριών χιλιάδων θέσεων θα γεμίσει και θα χωρέσει και 500 άτομα επιπλέον. Η Βέμπο τραγουδά χωρίς μικρόφωνο  σαράντα κομμάτια και για δυο ώρες θα κρατήσει το κοινό σε αμείωτο ενθουσιασμό. Για την καλλιτεχνική της παρουσία θα γραφούν επαινετικές κριτικές στον ομογενειακό τύπο αλλά και στους  New York Times και στην New York Herald Tribune. Η παραμονή της στην Αμερική είναι πλούσια σε συναυλίες εκπομπές σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Τα έσοδα των συναυλιών διατίθενται στις ελληνικές κοινότητες. Το 1948 για δεύτερη φορά θα βρεθεί  στο Carnegy Hall. Οι εφημερίδες δε δίστασαν να την συγκρίνουν με την Μάρλεν Ντίτριχτ. Οι New York Times γράφουν με την ευκαιρία συναυλίας της Βέμπο στο  Constitution Hall της Νέας Υόρκης: «όπως έκανε ο Μωρίς Σεβαλιέ για τη Γαλλία, το ίδιο κάνει και η Βέμπο για την Ελλάδα. Τα τραγούδια, οι αναφορές και οι μικροί λόγοι αποδόθηκαν στα ελληνικά και ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να κατανοηθούν από το κοινό που δε γνώριζε την ελληνική. Αλλά η Βέμπο ήταν τόσο συγκινητική, τόσο ελκυστική  και η σύνθεση λαϊκών, κωμικών και πατριωτικών τραγουδιών τόσο ατόφια που μπόρεσε να κρατήσει και το ξένο κοινό σε εγρήγορση για δυο σχεδόν ώρες με το τραγούδι και την εκφραστικότητά της».
Το 1949 ο εμφύλιος βρίσκεται στην τελική φάση. Η Βέμπο δέχεται πρόσκληση από το Γενικό Επιτελείο Στρατού να επιστρέψει στην πατρίδα για να ψυχαγωγήσει τους μαχόμενους στρατιώτες. Στο κάλεσμα ανταποκρίνεται θετικά και διακόπτει την περιοδεία της. Στην Ελλάδα, πάλι θέατρο, πάλι συναυλίες με πατριωτικά τραγούδια. Την επόμενη χρονιά αποκτά δική της Θεατρική στέγη, το γνωστό θέατρο «Βέμπο» στην πλατεία Καραϊσκάκη της Αθήνας. Το 1954 συνεργάζεται με το Χατζηδάκι στην ταινία του Κακογιάννη «Στέλλα». Φεύγει για περιοδεία στη Νότιο Αφρική την οποία θα επαναλάβει το 1956.
Το 1958 θα παίξει ως ηθοποιός στην ταινία «Στουρνάρα 288» Ανελλιπώς ως το 1972 ανεβάζει πετυχημένες θεατρικές παραστάσεις.. Τελευταία θεατρική παράσταση το «Κάτι Ψιθυρίζεται».Ελάχιστες θα είναι πια οι δημόσιες εμφανίσεις της. Μένει στο σπίτι στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρα με συντροφιά τις αναμνήσεις. Μετρημένες οι εκδηλώσεις που θα παραβρεθεί,  όπως η απονομή χρυσού δίσκου από την δισκογραφική Columbia και η εκπομπή του Φ. Γερμανού (1976)   «Αλάτι και Πιπέρι».
Η υγεία της τα τελευταία χρόνια είχε κλονισθεί αλλά η ίδια δεν εφησύχαζε καλλιτεχνικά. Για ένα μήνα περιοδεύει στη Γερμανία. Οι εφημερίδες γράφουν ξανά κριτικές κολακευτικές: «Τραγουδά μεγάλες επιτυχίες καθώς επίσης και τραγούδια του ‘ 40 που την καθιέρωσαν ως τραγουδίστρια της νίκης… Αυτός ο μύθος μπορεί να παραβληθεί με τη Λιλή Μαρλέν της Αντερσον εκείνο το αισθηματικό τραγουδάκι που στα χρόνια του πολέμου έκανε τους φαντάρους να ξεσπούν σε κλάματα….»
Οι σχέσεις της με τη Χούντα των συνταγματαρχών δεν ήταν καλές. Είχε συγκρουσθεί μαζί τους για την επιβολή λογοκρισίας, το 1970 σε θεατρική της παράσταση. Η Βέμπο άνθρωπος με έντονη προσωπικότητα και δυναμισμό δεν τους λογάριαζε. Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου (1973) βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι της πολλοί κυνηγημένοι φοιτητές. Η Βέμπο κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας και οδήγησε τα παιδιά στο διαμέρισμά της, χωρίς να συστηθεί. Όταν αργότερα τη ρώτησαν, αν φοβήθηκε την αστυνομία, απάντησε: «δε φοβήθηκε τους Ιταλούς Θα φοβηθώ αυτούς».
Σε εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο στάδιο της Αθήνας (1974) για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας η Βέμπο θα τραγουδήσει δυο τραγούδια γραμμένα για τα παιδιά του Πολυτεχνείου.
Ενδεικτικό της προσήλωσής της στην Ελλάδα αποτελεί και η στάση της όταν πληροφορήθηκε ότι η ΕΠΕΝ στην προεκλογική της εκστρατεία χρησιμοποιούσε τραγούδια της   περιόδου του ΄40. Στέλνει  επιστολή  στην οποία αναφέρει: «Επειδή η μετάδοση αυτή γίνεται χωρίς την έγκρισή μου κι επειδή πιστεύω πως τα τραγούδια αυτά είναι κληρονομιά του κάθε Έλληνα θεωρώ ότι οφείλουν να ακούγονται μόνο σε στιγμές εθνικής έξαρσης».
Το 1978 θα μετοικήσει οριστικά στο πάνθεο των ηρώων. Όμως είναι παρούσα γιατί η προσφορά της την έκανε αθάνατη.
Ο λαός δε ξέχασε την προσφορά της και όπως και η ίδια έγραψε στο οπισθόφυλλο ενός δίσκου της  «Υπάρχω από τη μνήμη σας. Ας είναι ευλογημένη κι αυτή και σεις»
Τη μνήμη της και τη μνήμη όλων εκείνων για τους οποίους τραγούδησε και πολέμησαν για την ελευθερία τιμάμε με την εκδήλωση αυτή. Κλείνοντας σας μεταφέρω τη δική της άποψη για τα τραγούδια της
«Τα πολεμικά μου τραγούδια δεν είναι κοινά, καθημερινά τραγούδια. Είναι κραυγές λευτεριάς, σπίθες υπερηφάνειας. Δεν τραγουδάω εγώ σ’ αυτά, τραγουδάει η ψυχή της Πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού μας. Είναι τραγούδια που η δόξα τούς έχει βάλει μουσική σε στίχους, που τους έχει γράψει η λεβεντιά η Ελληνική. Με τα τραγούδια μου αυτά, θαρρώ πως αφήνω στις καινούργιες γενιές μια κληρονομιά Ελληνικού θάρρους, Ελληνικής λεβεντιάς και Ελληνικής… αποκοτιάς»
(1974)

Τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο

«Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά»
Τρεις μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου άνοιξαν τα θέατρα στην Αθήνα. Η Βέμπο συμμετέχει σε επιθεώρηση στο θέατρο Μοντιάλ. Στις 4 του Νοέμβρη ζητάει από τον Τραιφόρο που συμμετείχε στην παράσταση να της γράψει ένα πολεμικό τραγούδι. Εκείνος ενθουσιασμένος που η μεγάλη τραγουδίστρια του ζητούσε χάρη, τρέχει στο καμαρίνι του και σε λίγο έρχεται με στίχους, Η Βέμπο αφού τους διαβάζει, συγκινημένη του λέει ΅είναι θαυμάσιο τραγούδι αλλά το φινάλε δε μου αρέσει, το βρίσκω λίγο σκληρό. Το «αν δε ΄ρθείτε νικητές να μην έρθετε ποτέ» το βρίσκω σαν το σπαρτιατικό «ή τάν ή επί τάς». Ο Τραιφόρος πήρε το κείμενο και σε λίγα λεπτά επέστρεψε με νεογραμμένο το δίστιχο ως εξής: Με της νίκης τα κλαδιά σας προσμένουμε, παιδιά».
Το τραγούδι αυτό γραμμένο πάνω στην ανατολίτικη μελωδία του «Ζεχρά» η Βέμπο το τραγούδησε το ίδιο βράδυ στο θέατρο από το «χαρτί» αφού δεν είχε προλάβει να το αποστηθίσει. Καθώς ήταν συγκινημένη έκλαιγε μαζί με το κοινό, δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει. Ανάμεσα στους θεατές ‘ήταν και  κάποιοι από τους πρώτους τραυματίες του μετώπου. Ένας απ΄  αυτούς της φώναξε: Τραγούδα, Σοφία, τραγούδα. Όσο εσύ τραγουδάς εμείς δε νιώθουμε τους πόνους»
Εκείνο το βράδυ αποθεώθηκε από το κοινό. Ήταν το πρώτο πολεμικό τραγούδι που ερμήνευσε από τη σκηνή του θεάτρου και ο απόηχός του έφτασε σύντομα ως τα βουνά του μετώπου. Την άλλη μέρα το γραμμοφώνησε. Μετέτρεψε με τη φωνή της τους απλοϊκούς στίχους σε παιάνα.
«Παιδιά της Ελλάδος, Παιδιά»: στίχοι Μ. Τραιφόρος   Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ

«Κορόιδο Μουσολίνι»
Στις 9 Νοεμβρίου του 40 Στο θέατρο Μοντιάλ ανεβαίνει η πρώτη θεατρική παράσταση με πολεμικό περιεχόμενο  η «Πολεμική Επιθεώρηση» των Γιαννακόπουλου- Γιαννουκάκη- Σουγιούλ-Παπαδόπουλου, η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Η Βέμπο ερμήνευε τέσσσερα πολεμικά τραγούδια. Το «Ντούτσ- Ντούτσε»  που ήταν παρωδία της «Μάρως». Το «Κορίτσι μου, για σένα πολεμώ», το «Στα κανόνια» και το «Στη Ρώμη» ή πιο γνωστό ως  «κορόιδο Μουσολίνι»
Το τραγούδι αυτό γραμμοφωνήθηκε  τότε από το Νίκο Γούναρη. Οι εκτελέσεις σε δίσκο εκείνης της περιόδου των τραγουδιών της καταστράφηκαν από τους Γερμανούς σε μια εισβολή τους στο σπίτι της. Όλα τα τραγούδια της τα αφιέρωνε στους Έλληνες στρατιώτες που και με κρυοπαγήματα παρακολουθούσαν τις παραστάσεις της. Κάθε μέρα παρουσίαζε δυο παραστάσεις και ένα ποσό των εισπράξεων το έδινε υπέρ των ενόπλων δυνάμεων. Στην εφημερίδα Καθημερινή , 17-11-1940, αναφέρεται ότι  το ποσό που δόθηκε από τις παραστάσεις του θεάτρου της το διάστημα 9 ως και  16 Νοεμβρίου ήταν 211. 453δρχ.
Η Βέμπο τραγουδά και ο ενθουσιασμός που προκαλεί φτάνει στα ύψη. Με το πάθος που διέκρινε την ερμηνεία της και το σκώμμα  μετέτρεπε το δέος για τους πάνοπλους Ιταλούς και ειδικά για τους Τσιάνο, Γκράτσι και Μουσολίνι σε καγχασμό, περιφρόνηση που έφτανε στη γελοιοποίηση. Χαρακτηριστικοί είναι οι ακόλουθοι στίχοι από το τραγούδι « Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός» που γελοιοποιούν τον τρομερό δικτάτορα και τον παρουσιάζουν τρομοκρατημένο.
Που ΄σαι ωρέ Μπενίτο:
Κρυμμένος στη σπηλιά!
Ωρέ κατέβα παρακάτω.
Φοβάμαι  τον τσολιά!
Σε σύντομο διάστημα η Ελλάδα τραγουδάει μαζί με τη Βέμπο, το «κορόιδο Μουσολίνι» και το «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά». Το Γενικό Επιτελείο Στρατού στέλνει τους δίσκους της σε όλες τις μονάδες στο μέτωπο.
Στο  Κορόιδο Μουσολίνι τους στίχους έγραψε ο Γιώργος Οικονομίδης, στρατιώτης εκείνο το διάστημα, και τη μουσική διασκεύασε ο Πωλ Μενεστρέλ, παρωδώντας το ιταλικό «Campaniola Bella» του  Eldo di Lazzaro.

«Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι»
Η χαρά για τη νίκη του στρατού μας και την απώθηση των Ιταλών είναι μεγάλη, τα νοσοκομεία όμως είναι γεμάτα τραυματίες και κυρίως με στρατιώτες με κομμένα πόδια από τα κρυοπαγήματα.
Εθελοντικά η Βέμπο αποφασίζει να σχηματίσει μια μικρή ορχήστρα αποτελούμενη από την ίδια, την αδελφή της Αλίκη, το Μίμη Τραιφόρο κομπερ, τον Αβαταγγελο, βιολί, τον Μπερκέλη, σαξόφωνο και τον Μανωλιτσάκη ακορντεόν,  και επισκεπτόταν καθημερινά τα νοσοκομεία για να δώσει κουράγιο στους τραυματίες κάθε μέρα 9 π.μ. – 10:30 τραγουδούσε στο ραδιοφωνικό σταθμό, 11 π.μ. – 13:00 τραγουδούσε στα νοσοκομεία και από τις 5 π.μ. ως τις 11 π.μ. εμφανιζόταν στο θέατρο.
Η συγκίνηση που μετέδιδε η παρουσία αλλά και το τραγούδι της μετέδιδε στους στρατιώτες τέτοια συγκίνηση που έκλαιγαν οι περισσότεροι.
Ένα περιστατικό αναφέρει ο βιογράφος της Ανδρέας Μοντέζ: Μια μέρα η Σοφία τραγούδησε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός πολεμικά τραγούδια. Ένας τραυματίας που είχε αποθεραπευθεί και ήταν με το εξιτήριο στο χέρι, φορτισμένος από το πατριωτικό κλίμα, έσκισε βουρκωμένος την άδεια των είκοσι ημερών που είχε πάρει και ζήτησε να τον ξαναστείλουν στο μέτωπο.
Η Βέμπο συγκαταλέγει στο ρεπερτοριό της και μια σειρά από τραγούδια που ειρωνεύονται τους Ιταλούς και ιδιαίτερα τον δικτάτορα Μουσολίνι. Αυτή την περίοδο πλήθος γελοιγραφιών του Μουσολίνι δημοσιεύονται στις εφημερίδες. Ο λαός έχει την ανάγκη να ξεπεράσει το φόβο του πολέμου και τις δυσχέρειες που δημιουργεί με το γέλιο. Η Βέμπο θα τραγουδήσει ένα καυστικό τραγούδι για τον ηττημένο ηγέτη στο οποίο καταδικάζονται οι μεγάλοι του στόχοι και οι προσδοκίες του που αποδείχτηκαν ουτοπικές.
«Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι», το τραγούδι. Στίχοι Πωλ Μενεστρέλ,παρωδία, μουσική  Nino Casiroli.

«Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του»
Με το ξεκίνημα του 1941 ανεβαίνει στο θέατρο Μοντιάλ η επιθεώρηση  Bella Grecia  των Χαρίτου – Λαουτάρη - Παπαδόπουλου. Η Βέμπο τραγουδά δυο νέα πολεμικά τραγούδια: το «Στον πόλεμο βγαίν΄ο Ιταλός» παρωδία του Γ. Θίσβιου πάνω στη μεγάλη επιτυχία της Βέμπο «Στη Λαρσα βγαίν΄ο Αυγερινός» και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του»
Τον επόμενο μήνα θα δεχθεί  πρόταση από το ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας να αναλάβει εκπομπή. Η Βέμπο δέχεται φυσικά αφιλοκερδώς.
Η Βέμπο γνώριζε τον τρόπο να συνεπαίρνει και να μεταφέρει στο ακροατήριό της την ψυχή της. Ενθουσίαζε με τα  αμιγώς πατριωτικά τραγούδια αλλά και στα σαρκαστικά έδινε όλο της τον εαυτό, την πίκρα και την οργή και το θυμό που έκρυβε για το άδικο. Κοφτερό μαχαίρι το τραγούδι της και στηλίτευση του εχθρού. Ο Έλληνας γνωρίζει να νικά τον αντίπαλο. Πρώτα- πρώτα τον αποδυναμώνει γελοιοποιώντας τον.
Την απήχηση των τραγουδιών της Βέμπο στο μέτωπο καταμαρτυρούν πολλά περιστατικά. Αναφέρουμε ένα. Ένας λόχος μαχητών βρεγμένος και κουρασμένος, πλησιάζοντας σε ένα χωριό, ζητούσε επίμονα από το λοχαγό του να σταματήσουν για σύντομη ανάπαυση. Ο λοχαγός επέμενε να προχωρήσουν. Από το μεγάφωνο του καφενείου ακούγεται το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Η εκφραστική φωνή της Βέμπο αναπτέρωσε το ηθικό των στρατιωτών. Άρχισαν  να τραγουδούν, ξέχασαν την κούραση και συνέχισαν την πορεία τους.
Το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» είναι παρωδία του Γιώργου Θίσβιου στο δημοτικοφανές  «Πλέκει η Μάρω το προικιό της»,  σε μουσική Θεόφραστου Σακελλαρίδη

«Μας χωρίζει ο πόλεμος»
Ο στρατός στα αλβανικά, στις κακουχίες αλλά περήφανος για τη νίκη του. Για τον πληθυσμό των μετόπισθεν ο αγώνας για την υποστήριξη του στρατού ήταν το πρώτο μέλημα. Όλα για την πατρίδα.
Η τραγουδίστρια της νίκης πραγματοποιεί παραστάσεις των οποίων όλες οι εισπράξεις δίνονται για την ενίσχυση των τραυματισμένων στρατιωτών. Η παρουσία της στο θέατρο ήταν συγκλονιστική. Οι Αθηναίοι τη χειροκροτούσαν και την ανακαλούσαν πολλές φορές στη σκηνή. Κάποιοι την έραναν με δάφνες.
Και μόνο η εμφάνισή της έφερνε στο νου εικόνες του μετώπου. Η Βέμπο μέσα σ΄ αυτό το κλίμα της εθνικής εγρήγορσης και της συστράτευσης σε ένα κοινό σκοπό, τραγουδά το «Μας χωρίζει ο πόλεμος» σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη και μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ.
Ο Σουγιούλ το χειμώνα του ΄41 υπηρετούσε στο αλβανικό μέτωπο. Έγραψε τα τραγούδι και το έμαθε στη Βέμπο από το τηλέφωνο, παίζοντας με το ακορντεόν του.
Τραγούδι που αγγίζει με ευαισθησία τον πόνο του χωρισμού και τον υποτάσσει στα ιδανικά της φυλής. Αυτό το τραγούδι τραγουδούσε στο ραδιόφωνο, όταν τη διέκοψαν για να αναγγείλουν την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα.

«Νίκη»
Το θαύμα έχει συμβεί. Η Ιταλία έχει υποχωρήσει, αλλά ο κίνδυνος είναι ορατός καθώς η Γερμανία αρχίζει να κινείται απειλητικά προς τα Βαλκάνια.
Η Βέμπο συνεχίζει το πρόγραμμά της με τον ίδιο εντατικό ρυθμό, εκπομπές, επισκέψεις σε νοσοκομεία, θέατρο. Τώρα στη ζωή της έχει ένα στόχο: να βοηθήσει όσο μπορεί την Ελλάδα, την πατρίδα της. Όλα γι αυτήν είναι Ελλάδα.
Ξέρει τι είναι να χάνεις την πατρίδα σου. Υπήρξε προσφυγοπούλα, έζησε τον πόνο της χαμένης πατρίδας. Δεν θα επέτρεπε να χαθεί και η μάνα- πατρίδα.
Συνεχίζει να τραγουδά νέα τραγούδια με πολεμικό περιεχόμενο. Ο Μίμης Τραιφόρος θα της γράψει τους στίχους στο τραγούδι «Νίκη» και ο Ζερβός τη μουσική. Το τραγούδι είναι παρωδία ενός γνωστού μουσικού κομματιού με τον τίτλο «Νίττα»

«Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου»
Η Βέμπο υπέστη εκφοβισμούς διώξεις και φυλακίσεις από τις Δυνάμεις κατοχής και γι αυτό αναγκάστηκε να διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Και εκεί δεν έμεινε αδρανής. Συνέχισε  την προσπάθεια ψυχαγώγησης και τόνωσης του ηθικού των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων της Μέσης Ανατολής. Ανεβάζει παραστάσεις σε θέατρα της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου, τα έσοδα των περισσοτέρων προσφέρονταν υπέρ των ελλήνων στρατιωτών. Μετά την απελευθέρωση και την επιστροφή της στην Ελλάδα συνεχίζει τη δράση της για την ενίσχυση αυτή τη φορά διαφόρων ιδρυμάτων. Το 1946 ανεβαίνει στο θέατρο «Κεντρικόν» η επιθεώρηση των Τραιφόρου – Βασιλειάδη - Ραπίτη, «Ελλάδα μου, Κουράγιο». Σ΄ αυτή η Βέμπο ερμήνευσε το τραγούδι «Κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου». Εμφανιζόταν στη σκηνή ντυμένη Ελλάδα που τη δίκαζαν οι τέσσερις Μεγάλοι σύμμαχοι, με την κατηγορία ότι πολέμησε ενάντια στον Άξονα.
Το τραγούδι που εξέφραζε τη γενικευμένη  δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού για την αντιμετώπισή του από τους συμμάχους, την προδοσία των προσδοκιών του για ελευθερία και την υποτίμηση του αγώνα του στα αλβανικά βουνά και στην περίοδο της κατοχής. Οι διαπιστώσεις αυτού του είδους δεν άρεσαν  στην αγγλική πρεσβεία, η οποία μεσολάβησε για την απαγόρευση του τραγουδιού. Ήταν όμως πασιφανές ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν ανταμείφθηκε ως νικήτρια αλλά οι επεμβάσεις των συμμάχων και κυρίως των Άγγλων, τη χώρισαν στα δυο και τη χώρα μάτωνε ο εμφύλιος.
Στο τραγούδι «Κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου» τους στίχους έγραψε ο Μίμης Τραιφόρος και τη μουσική ο Μιχάλης Σουγιούλ.
Φωτογραφίες από την εκδήλωσή μας (27 Οκτωβρίου 2010)
Video από την εκδήλωσή μας (27 Οκτωβρίου 2010)