Open menu
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΟΥΜΠΑΣ…
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΒΙΕΝΝΕΖΟΣ (1830 - 1900)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΥΦΑΝΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ


Σήμερα που συνήθως μας απασχολούν εφήμερα και ήσσονος σημασίας θέματα, καλό θα ήταν να μη ξεχνάμε τους πολλούς και διακεκριμένους συμπατριώτες μας που διέπρεψαν και αναγνωρίστηκαν στο εξωτερικό, χωρίς ποτέ να χάσουν την Ελληνικότητά τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Νικόλαος Δούμπας.
Ποίος ήταν όμως ο Ν. Δούμπας, που η Αυστρία τιμά με τέτοιες μοναδικές διακρίσεις και στην Ελλάδα παραμένει άγνωστος στους περισσότερους; Ο Νικόλαος Δούμπας καταγόταν από την Μακεδονία, πατέρας του ήταν ο Στέργιος Δούμπας και μητέρα του η Μαρία Κούρτη. Ο Νικόλαος γεννήθηκε, έζησε, έδρασε και διέπρεψε στην Βιέννη τον 19ο αιώνα, κοσμώντας την πόλη με λαμπρά έργα, στηρίζοντας, προβάλλοντας και αναδεικνύοντας τις δημιουργίες των σημαντικότερων μουσικοσυνθετών και καλλιτεχνών της εποχής. Ως ευεργέτης της Αυστρίας και της Ελλάδας, προώθησε με το πολιτικό του κύρος και το υψηλό πολιτικό του φρόνημα, στη Βουλή της Αυστρίας, τις αρχές του δικαίου και του ανθρωπισμού. Ετάφη, τιμής ένεκεν, δίπλα στους τάφους των Μπετόβεν, Μότσαρτ, Στράους, Μπράμς και Σούμπερτ. Όταν πέρασε στην αιωνιότητα, χαρακτηρίστηκε ως «Μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες του 19ου αιώνα».
 
 
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Α) Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΥΜΠΑ.

Ο Νικόλαος Δούμπας γεννήθηκε στη Βιέννη στις 24 Ιουλίου του 1830. Μητέρα του ήταν η Μαρία Κούρτη και πατέρας του ο Στέργιος Δούμπας.
Ο παππούς του Ν. Δούμπα κατάγονταν από το Λινοτόπι του Γράμμου και πριν εγκατασταθεί στις Σέρρες είχε περάσει από το Μπλάτσι της Μακεδονίας, όπου γεννήθηκε ο πατέρας του Νικολάου, Στέργιος Δούμπας.
Ο Στέργιος Δούμπας (1794-1870), ξεκίνησε από την πατρίδα του, το Μπλάτσι (σήμερα Βλάστη, κοντά στην Κοζάνη, 21 χμ. δυτικά της Πτολεμαΐδας) και εγκαταστάθηκε (1817), αρχικά μαζί με τ' αδέλφια του, Θεόδωρο και Νικόλαο, στις Σέρρες όπου συνέστησαν την εταιρεία "Αυτάδελφοι Μ. Δούμπα". Ασχολήθηκαν με ιδιαίτερη επιτυχία, με το εμπόριο και την υφαντουργία βάμβακος. Από εκεί έφυγαν όλοι μαζί, ακολουθώντας το μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής του προς την Αυστρο-Ουγγαρία, περίπου το 1819 και έτσι από την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα κατέφυγε στην Αυστρία. Ο Στέργιος, ως αντιπρόσωπος της εταιρείας για το εξωτερικό, ασχολήθηκε με το εμπόριο βαμβακιού, αφού στη Βιέννη δημιούργησε κλωστοϋφαντουργεία και εμπορικές επιχειρήσεις. Ακόμα, διετέλεσε πρόεδρος της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Βιέννης για πολλές δεκαετίες και την ανέδειξε ως την ακμαιότερη από όλες τις άλλες ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Μετά τον θάνατο των αδελφών Θεοδώρου και Νικολάου, την εταιρεία διεύθυνε ο Στέργιος Δούμπας, ο οποίος απέκτησε μεγάλη περιουσία και μεταξύ άλλων, όχι μόνο διαφαίνεται ότι στήριξε οικονομικά τη Φιλική Εταιρεία, αλλά προσέφερε υποτροφίες σε παιδιά της Αυστρίας και της Ελλάδας, προίκιζε σχολεία στην Αυστρία και Ελλάδα και υπήρξε εκ των μεγάλων δωρητών του Πανεπιστημίου των Αθηνών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Στέργιος και ο φίλος του Σίμων Σίνας διατήρησαν τον παραδοσιακό ελληνικό τρόπο ζωής και την αμφίεσή τους, μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Η μητέρα του, Μαρία Κούρτη ήταν κόρη του έμπορου Μιχαήλ Κούρτη, από την Λάρισα, μοσχοπολίτικης καταγωγής. Η αδερφή της μητέρας του, Σοφία, είχε παντρευτεί τον Μετσοβίτη βαρόνο Τοσίτσα, κάτοικο Λιβόρνου.

Β) Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΟΥΜΠΑΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΟΥ.
Κατά την περίοδο 1848-1850 έζησαν όλοι μαζί στην Αθήνα, όπου είχαν σταλθεί από τον πατέρα τους για να κρατηθούν μακριά από την επαναστατική κίνηση της εποχής στη Βιέννη. Στη συνέχεια, ο Ν. Δούμπας εγγράφηκε στο ακαδημαϊκό γυμνάσιο της Βιέννης, από όπου και αποφοίτησε. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι, ο Νικόλαος ήταν ένας από τους δύο νεαρούς που συνόδεψαν τον νεαρό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ κατά τη στέψη του στο Ναό των Αυγουστίνων.
Το 1853, σε ηλικία 23 ετών, μετοίκησε στην πόλη Τάτεντορφ, και με τη στήριξη του πατέρα του αγόρασε εκεί ένα υφαντουργείο βάμβακος. Σταδιακά επεκτάθηκε σε διάφορες βιομηχανικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες αυξάνοντας την ήδη μεγάλη, από τον πατέρα του, περιουσία. Με την εργατικότητα και καλή συμπεριφορά του έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους εργαζόμενους και τους συμπολίτες του, κάνοντας, όπως ο πατέρας του, αγαθοεργίες. Έκανε δωρεές για την εκπαίδευση των νέων, με την ανέγερση σχολείων και με υποτροφίες. {Η Αυστριακή πόλη Τάτεντορφ τον έχει ανακηρύξει ευεργέτη και του έχει αφιερώσει μνημείο σε κεντρική της πλατεία, επίσης έχει δώσει το όνομά του σε πλατεία, δρόμο και πάρκο.} Διατηρώντας την Ορθόδοξη πίστη του πατέρα του, στάθηκε παράλληλα, αρωγός της τοπικής εκκλησίας, προς την οποία έκανε επίσης διάφορες δωρεές. Επίσης, έγινε πρόεδρος της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής κοινότητας "Άγιος Γεώργιος", για να μπορεί να διαχειρίζεται -με τον δικό του εξαίρετο τρόπο- τα συμφέροντα των Ελλήνων της Βιέννης.

Ο Νικόλαος Δούμπας στεκόταν κοντά και στη μουσική με πολλούς τρόπους: ήταν μέλος του Συλλόγου Ανδρικής Χορωδίας της Βιέννης (Wiener Maennergesang-Verein) από το 1852, πρόεδρός του από το 1865. Συνέθεσε κάποια λίγα κομμάτια, αλλά και πολλοί Βιεννέζοι συνθέτες συνέθεσαν κομμάτια προς τιμήν του ή με την προτροπή του.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Νικόλαος Δούμπας τιμήθηκε πολλάκις.
Το 1868 ο μονάρχης είχε απονείμει στον Δούμπα τον Σταυρό των Ιπποτών (Ritterkreuz), με επιστολή που ανέφερε "...με υψηλοτάτη χειρόγραφη επιστολή της Α.Μ. του Αυτοκράτορα... απονέμει στον Νικόλαο Δούμπα το Σταυρό των Ιπποτών, του Τάγματος της Α.Ε. του Φραγκίσκου Ιωσήφ". Όμως, όπως και ο πατέρας του και ο αδερφός του, απέρριψε και αυτός την πρόταση απονομής τίτλου ευγενείας διακρινόμενος έτσι για τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του.
Με δική του πρωτοβουλία και χρηματική αρωγή, κατασκευάστηκαν το κτήριο της Αυστριακής Βουλής με την ελληνική αρχιτεκτονική, τον ελληνικό γλυπτικό διάκοσμο και την Παλλάδα Αθηνά, του Πανεπιστημίου (1883), του Δημαρχείου (Rathaus), της Ακαδημίας Εικαστικών Τεχνών, στην οποία κληροδότησε ένα πολύ μεγάλο ποσό (20.000 φιορίνια) για το "Βραβείο Δούμπα" που θα δινόταν κάθε χρόνο σε σπουδαστές της. Ήταν, ακόμη, ο μέγας χορηγός της κατασκευής της νεογοτθικής Εκκλησίας του Τάματος (Votivkirche). Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης του ναού του Αγ. Στεφάνου, ο αρχιτέκτονας του έργου ζήτησε την οικονομική συνδρομή του Δούμπα, ο οποίος προσέφερε τα βιτρό που αναπαριστούν το βίο της Παναγίας και σώζονται ως σήμερα.
Όσο για τους Έλληνες που κατοικούσαν ή επισκέπτονταν τη Βιέννη, έβρισκαν στο πρόσωπο του Δούμπα τον άνθρωπο που βοηθούσε με όλα τα μέσα, που νοιαζόταν για τους συμπατριώτες του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, φοιτητή φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ο οποίος υπήρξε ο σημαντικότερος -μεταξύ πολλών άλλων- δάσκαλος ελληνικών της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ (Σίσι), όταν ζούσε στην Κέρκυρα και έχτιζε το περίφημο Αχίλλειο. Λέγεται μάλιστα πως ανάμεσα στη Σίσι και τον Χρηστομάνο αναπτύχθηκε ένα τρυφερό πλατωνικό αίσθημα. Σύμφωνα με επιστολές του Δούμπα προς τη χορωδία φαίνεται ότι εκείνος επισκεπτόταν συχνά το Αχίλλειο στην Κέρκυρα εξαιτίας των προβλημάτων υγείας της κόρης του Ειρήνης. Από σωζόμενη επιστολή του Χρηστομάνου, από την Αθήνα προς τη σύζυγο του Δούμπα, Μαρία, φαίνεται ότι ο Νικόλαος εργαζόταν από κοινού με τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη.
Η προσφορά του Δούμπα στην πατρίδα δεν περιορίστηκε μόνον σ΄ αυτές τις δραστηριότητες. Λίγο πριν από το θάνατό του το 1900, κληροδότησε 30.000 φράγκα, ποσό τεράστιο για την εποχή, στο Νοσοκομείο Σερρών και πολλά φιορίνια στο δημοτικό σχολείο της Βλάστης, της ιδιαίτερης πατρίδας του. Τις ευεργεσίες συνέχισε ο γιος του Θεόδωρος Δούμπας.
Το 1896, με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του μνημείου του Μότσαρτ, ο Ν. Δούμπας ανακηρύχτηκε μυστικοσύμβουλος του Αυτοκράτορα. Έτσι, στον εορτασμό του Ιωβηλαίου, των 50 χρόνων της βασιλείας του Φραγκίσκου Ιωσήφ, ο Δούμπας, ενδεδυμένος τη χρυσοποίκιλτη στολή, βρισκόταν μεταξύ των τεσσάρων μυστικο-συμβούλων που στέκονταν δίπλα στον Μονάρχη. Ο καθηγητής γλυπτικής Victor Tilgner, ο οποίος φιλοτέχνησε τον ανδριάντα του Μότσαρτ χάρη στον Δούμπα, έγραφε χαρακτηριστικά στις 21.4.1896: "...σήμερα, σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία, κανείς δεν δικαιούται τον τίτλο Εξοχότατος (Exzellenz), όσο εσείς". Ακόμα, ο Δούμπας συνείσφερε και για την ανέγερση αγάλματος προς τιμήν του πασίγνωστου Αυστριακού Εθνικού ήρωος, αρχιστράτηγου Ραντέτσκι (Joseph Radetzky).

Γ) Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΟΥΜΠΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ.
Ο Δούμπας είχε συνάψει φιλίες με τις περισσότερες αξιόλογες προσωπικότητες της τέχνης και της επιστήμης γενικότερα, όπως τον διάσημο καθηγητή της χειρουργικής Dr. Theodor Billroth, τον δημοφιλή ζωγράφο Hans Makart, τον οποίο ο ίδιος είχε αναδείξει και σήμερα θεωρείται ως πρότυπο για τους ιστορικούς τέχνης. Μάλιστα, ήταν αυτός που ζωγράφισε το "δωμάτιο Μάκαρτ" στην κατοικία του, γνωστή ως Palais Dumba. Σημειωτέον, ότι όταν ο Μάκαρτ ήταν 25 ετών, ο Δούμπας τον έστειλε με δικά του έξοδα στη Βενετία για να μελετήσει τον μεγάλο Τισιανό. Μάλιστα, του είπε "πήγαινε στη Βενετία και μην κάνεις τίποτα άλλο, εκτός από το να βλέπεις". Μετά τον πρόωρο θάνατο του Μάκαρτ, ευνοούμενος ζωγράφος του Δούμπα έγινε ο Gustav Klimt.
Ο Γιόχαν Στράους Β' εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον Νικόλαο Δούμπα, ώστε του είχε αφιερώσει το 1870 το βαλς Neu Wien op.342 (Νέα Βιέννη), ενώ νωρίτερα, το 1858, είχε γράψει τη Hellenen Polka op.203, την Πόλκα των Ελλήνων. Το βαλς Neu Wien γράφτηκε από τον Στράους για να τραγουδηθεί από το Σύλλογο Ανδρικής Χορωδίας και άφηνε ένα μουσικό υπονοούμενο για τη σχέση 1 Δούμπα-Σούμπερτ (κάτοχος της σπουδαιότερης συλλογής αυτόγραφων του Σούμπερτ)2 . Στο βαλς ακούγεται το βασικό θέμα της χορευτικής σύνθεσης του Σούμπερτ Sechzehn Deutsche op.33 (D783/1). Η αφιέρωση στην παρτιτούρα γράφει με μεγάλα γράμματα "Αφιερωμένο στον Πρόεδρο, Κύριο Νικόλαο Δούμπα" και στην επιστολή του προς τον Δούμπα ανέφερε "Τις θερμότατες και βαθύτατες ευχαριστίες μου σε σας και την γλυκιά ανάμνηση την οποίαν μου εδώσατε επί τη ευκαιρία των εορτασμών του ιωβηλαίου μου". Δεν ήταν λίγες οι φορές που συναντήθηκαν και συνεργάστηκαν οι δύο άνδρες. Η πρώτη τους επαγγελματική συνάντηση ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, όταν ο 25χρονος συνθέτης αφιέρωσε στο Σύλλογο Ανδρικής Χορωδίας το έργο του Sängerfahrten op.41, ενώ η γνωστότερη συνεργασία τους ήταν το 1867 με τον Ωραίο Γαλάζιο Δούναβη.
Ο Στράους είχε αρχικά εμπνευστεί τον Γαλάζιο Δούναβη (An der schönen blauen Donau) από ένα ποίημα, αν και όπως αποδείχτηκε τελικά αυτό ήταν εντελώς ακατάλληλο για φωνή. Το αποτέλεσμα ήταν το έργο να έχει παταγώδη αποτυχία. Μάλιστα, ο Δούμπας είχε ζητήσει από τη χορωδία να μη γίνει αντιληπτή από τον συνθέτη η δυσφορία των χορωδών για το έργο. Αργότερα, όμως, αυτό έμελλε να γίνει το πιο γνωστό βαλς από όσα γράφτηκαν ποτέ.
Το 1894 μαζί με τον κόμη Βίλσεκ συγκάλεσαν πολλές προσωπικότητες και σχημάτισαν επιτροπή, με σκοπό να τιμήσουν τα 50 χρόνια του Στράους ως συνθέτη και αρχιμουσικού. Οι γιορταστικές εκδηλώσεις υπήρξαν μία ακόμη λαμπρή μαρτυρία για την υποδειγματική και απεριόριστη δημοτικότητα του μαέστρου.
Ο Δούμπας, επισκέφτηκε τον τιμώμενο συνθέτη στο σπίτι του, ως μέλος της επιτροπής εορτασμού. Τον συνόδευαν ο κόμης Βίλσεκ και ο διευθυντής του Θεάτρου της Αυλής, όπου του πρόσφεραν ένα χρυσό αναμνηστικό μετάλλιο. Του ανακοίνωσαν, επίσης, την ανακήρυξή του ως επίτιμου μέλους της Εταιρείας των Φίλων της Μουσικής. Ο συνθέτης, γνωρίζοντας ότι οι γιορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του ξεκίνησαν από την πρωτοβουλία του Δούμπα, του έστειλε μία επιστολή στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά: "Τις θερμότερες και εκ βαθέων ευχαριστίες μου σε σας και τη γλυκιά ανάμνηση που μου δώσατε, με την ευκαιρία του Ιωβηλαίου μου". Υπογραφή: Γιόχαν Στράους.
Ο βασιλιάς του βαλς, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, πήγαινε τακτικά στο Bad Ischl για λουτροθεραπείες. Πριν εγκατασταθεί σε δική του βίλα, διέμενε σ' αυτήν του Δούμπα, ο οποίος επίσης αναπαυόταν συχνά στη λουτρόπολη αυτή. Στο θέρετρο αυτό ο Δούμπας τιμάται ως "μέγας ευεργέτης" με οδό που φέρει το όνομά του και το ίδρυμα της κωμόπολης (Dumba-Stiftung). Σε μια άλλη του εξοχική κατοικία στο Karlsbad (σήμερα Karlovy Vary, Τσεχία), το οποίο στα τελευταία χρόνια της ζωής του επισκεπτόταν, υπάρχει ένας δρόμος με το όνομά του, Nikolaus Dumba-Weg.
Ο Δούμπας υπήρξε, επίσης, επιστήθιος φίλος και συνεργάτης του Γιοχάνες Μπράμς. Μέχρι σήμερα σώζονται πολλές επιστολές του συνθέτη. Το 1897 ο Μπραμς πέθανε και η ιδέα ανέγερσης του ανδριάντα του Μπραμς ξεκίνησε από τον Δούμπα, ο οποίος επέλεξε τον τόπο (δημοτικό πάρκο) και συνέβαλε οικονομικά.
Μια εξέχουσα μουσική προσωπικότητα, που επισκεπτόταν την κατοικία του Δούμπα, ήταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος είχε γράψει μερικές από τις συνθέσεις του στην εξοχική κατοικία του φίλου του. Ειδικά το 1861, όταν στη Βιέννη προετοιμαζόταν η πρεμιέρα της όπερας Τριστάνος και Ιζόλδη, ο Βάγκνερ ήταν φιλοξενούμενος του Δούμπα και εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι όλοι οι πρωταγωνιστές της όπεράς του είχαν φιλικές σχέσεις με τον Νικόλαο.
Ακόμα, ο Ν. Δούμπας ήταν συλλέκτης χειρογράφων του Σούμπερτ και του Μπραμς, φίλος και προστάτης μεγάλων καλλιτεχνών της Βιέννης, όπως των νέων τότε ζωγράφων Γκούσταβ Κλιμτ και Χανς Μάκαρτ, του οποίου τις σπουδές κοντά στον Τιτσιάνο είχε προηγουμένως χρηματοδοτήσει.
Επίσης, προς τιμή του Δούμπα ο Άντον Κάρλ συνέθεσε το έργο Dumba Marsch.

Δ) ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ Η ΕΞΟΧΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΥΜΠΑ.
Η εξασφαλισμένη οικονομική του ευμάρεια επέτρεψε στον Νικόλαο να χτίσει στη νέα περιφερειακή λεωφόρο της Βιέννης (Ringstrasse) μια πολυτελή κατοικία, γνωστή ως Μέλαθρον Δούμπα, που βρισκόταν απέναντι από το δημοτικό πάρκο της Βιέννης, όπου σήμερα βρίσκεται το χρυσοποίκιλτο άγαλμα του Στράους, και αποτέλεσε το κέντρο συνάντησης όλων των μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής. Σήμερα, το Palais Dumba σώζεται στην οδό Parkring 4, φιλοξενεί όμως γραφεία και καταστήματα.
Το πενταόροφο αυτό σπίτι, που ήταν σαν παλάτι, είχε διακοσμηθεί από τους πλέον επώνυμους ζωγράφους: τον Χανς Μάκαρτ (Η αλληγορία της Μουσικής-Allegorie der Musik, της Χημείας, Διονυσιακή πομπή), τον Φρίντριχ Σίλχερ (Friedrich Schilcher: Η αποθέωση του Σούμπερτ) και τον Γκούσταβ Κλιμτ. Ο τελευταίος φιλοτέχνησε για το σαλόνι την Αλληγορία της Μουσικής και το έργο Ο Σούμπερτ στο Πιάνο (Schubert am Klavier).
Το σαλόνι του Νικολάου Δούμπα ήταν τόπος συνάντησης του καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας της Αυστροουγγαρίας. Να σημειωθεί επίσης ότι ήταν προσωπικός φίλος του Γεωργίου Αβέρωφ, τον οποίο και φιλοξένησε την περίοδο 1880-1881, τη μοναδική δηλαδή φορά που ο Αβέρωφ ταξίδεψε εκτός Αιγύπτου.
Για την υποδοχή των προσκεκλημένων στην είσοδο, ήταν κεντημένη σε μία κουρτίνα με χρυσά μεγάλα γράμματα η λέξη ΧΑΙΡΕ, στα Ελληνικά. Το σπίτι αυτό επισκέφτηκαν κατά καιρούς συνθέτες όπως ο Μπραμς και ο Βάγκνερ. Εκτός αυτών, διατηρούσε και εγκάρδιες σχέσεις με τους συγγενείς του Αυτοκράτορα, ιδιαιτέρως με τον Πρίγκιπα Ροδόλφο (Rudolf von Mayerling) και την Πριγκίπισσα Στεφανία, οι οποίοι μάλιστα ήταν συχνά προσκεκλημένοι του, όπως και στο εξοχικό του στο Tattendorf. Ακόμα ο Πρωθυπουργός και ο αυλάρχης πρίγκιπας Lichtenstein ήταν μεταξύ των επίσημων επισκεπτών της κατοικίας του.
Στην εξοχική κατοικία του Ν. Δούμπα, στις όχθες του Δούναβη, ο Στράους συνέθεσε εκεί και πρωτοπαρουσίασε το κοσμαγάπητο Βαλς του Δουνάβεως.
 
Ε) Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΟΥΜΠΑΣ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ.
Τον Μάρτιο του 1848 ξέσπασε στην Αυστρία η περίφημη επανάσταση και την εξουσία ανέλαβε ο μόλις 18 ετών Franz-Josef I (Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄). Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του ήταν η δημιουργία της περιφερειακής οδού (Ringstrasse), πρόγραμμα το οποίο περιλάμβανε το γκρέμισμα των τειχών, την κατάργηση της τάφρου που περιέβαλε την πόλη (για την άμυνα εναντίον των Τούρκων), με αυτοκρατορικό διάταγμα της 20.12.1857. Η περιοχή μέσα στην περιφερειακή λεωφόρο καλύφτηκε με νέα κτήρια και μνημεία, τα οποία -εκτός από την πρακτική χρησιμότητά τους- θα έδειχναν και την αίγλη των Αψβούργων. Στενός συνεργάτης στο έργο του αυτοκράτορα υπήρξε ο Νικόλαος Δούμπας, ως μέλος της επιτροπής του προγράμματος επέκτασης της πόλης.
Ο Νικόλαος Δούμπας εκλέχτηκε στην Κάτω Βουλή, το 1874 διετέλεσε μέλος της Αναλογικής Αυστρο-Ουγγρικής Αντιπροσωπείας και αργότερα το 1885, διορίστηκε ισόβιος γερουσιαστής στην Άνω Βουλή (ένας διορισμός που απονεμόταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις), την ίδια στιγμή μάλιστα, ήταν ταυτοχρόνως και μέλος της Κάτω Βουλής (από το 1870), ενώ για μεγάλο διάστημα διετέλεσε μυστικοσύμβουλος του αυτοκράτορα και ήταν εισηγητής του προϋπολογισμού των εξωτερικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας. Δηλαδή με αυτή του την ιδιότητα υπηρέτησε τα συμφέροντα της πόλης της Βιέννης. Ως βουλευτής τα συμφέροντα της μισής χώρας, ενώ ως μέλος της Αναλογικής Αυστρο-Ουγγρικής Αντιπροσωπείας τα συμφέροντα όλης της μοναρχίας.
Ίδρυσε τη Λαϊκή Τράπεζας Βιέννης και συνεισέφερε στην ανέγερση του Αυστριακού Κοινοβουλίου, του Βιεννέζικου Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας Τεχνών, του δημαρχείου της Βιέννης, του περίφημου Καθεδρικού του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης και βέβαια του Μεγάρου Μουσικής της Βιέννης. Με δωρεά του το 1898 ανακαινίστηκε και ο ομώνυμος Ναός και διαμορφώθηκε η σημερινή του νεοκλασική ανατολική πρόσοψη με την ανάγλυφη σύνθεση του δρακοκτόνου Αγίου Γεωργίου στο τριγωνικό αέτωμα αποκτώντας παράλληλα και το σημερινό κωδωνοστάσιο. Δεν προσέφερε μόνο στην Αυστρία αλλά και στην Ελλάδα πρόσφερε οικονομική στήριξη σε σχολεία στους τόπους των προγόνων του, το Μπλάτσι, την Κοζάνη, τις Σέρρες, υπήρξε «ιδεολόγος μαικήνας Τεχνών».
Εικόνα: «Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου»

ΣΤ) ΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ.

Εικόνα: «Το Μέγαρο μουσικής στην οδό του Νικόλαου Δούμπα»

Εικόνες: «Η κάτοψη του Μεγάρου»
 
Το Μέγαρο Μουσικής που βρίσκεται στο κέντρο της Βιέννης, είναι έδρα της Φιλαρμονικής της Βιέννης και βρίσκεται επί της οδού Ν. Δούμπα. Είναι πολύ γνωστό σε όλο τον κόσμο, επιβλητικό χρυσοποίκιλτο και τώρα ανήκει στο Σωματείο των Φίλων Μουσικής της Βιέννης. Το Μέγαρο αποτελεί άπιαστο όνειρο κάθε κλασικού καλλιτέχνη παγκοσμίου κύρους, προκειμένου να περιληφθεί στους βασικούς συντελεστές των μοναδικής σημασίας μουσικών εκδηλώσεων της Αυστριακής πρωτεύουσας, που γίνονται σ’ αυτό.
Όμως δίχως το δυναμισμό και τις συμβουλές του Νικόλαου Δούμπα, ίσως σήμερα να μη θαυμάζαμε το μέγαρο μουσικής της Βιέννης (Musikverein) , το οποίο άνοιξε επισήμως τις πύλες του στις 5.1.1870 (τα ανεπίσημα εγκαίνια του κτηρίου έγιναν τρεις μήνες νωρίτερα, στις 4.10.1869), με αρχιτεκτονικά σχέδια του πολύ γνωστού Δανού αρχιτέκτονα Θεοφίλου Φόν Χάνσεν 3. Στη δημιουργία των περισσότερων κτιρίων (Musikverein, Βουλή, Staatsoper κτλ.) συνεργάστηκε με τον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Φόν Χάνσεν, λάτρη του αρχαιοελληνικού πνεύματος και πολιτισμού. Παρεμπιπτόντως αναφέρεται ότι, ο Θεόφιλος Φόν Χάνσεν (Theophil von Hansen), λάτρη του αρχαιοελληνικού πνεύματος και πολιτισμού, ήταν ένας καλλιτέχνης που είχε εργαστεί νωρίτερα στην Αθήνα (1839-1843) διδάσκοντας στην τότε Σχολή Καλών Τεχνών και σχεδιάζοντας κτήρια όπως η Ακαδημία Αθηνών, που μοιάζει με την αυστριακή βουλή (είναι όμως κομψότερη), το Ζάππειο (1888), το αστεροσκοπείο, τη Βαλλιάνειο (Εθνική) Βιβλιοθήκη. Ο Χάνσεν σχεδίαζε στο ρυθμό της "Ελληνικής Αναγέννησης", όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε. Το καταμαρτυρούν οι 32 Καρυάτιδες του Musikverein και οι Ιωνικού ρυθμού κίονες της διπλανής αίθουσας Brahms-Saal.

Εικόνα: «Το εσωτερικό του Μεγάρου Μουσικής με το ρυθμό Ελληνικής Αναγέννησης και οι καρυάτιδες.»

Επρόκειτο για ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του Ν. Δούμπα, για το οποίο ο διαπρεπής Έλληνας υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσής του, μαζί με τον Σίμωνα Σίνα, όντας αντιπρόεδρος και διευθυντής της Εταιρείας Φίλων της Μουσικής (Gesellschaft der Musikfreunde) από το 1866, χρονιά κατά την οποία συστήθηκε τετραμελής επιτροπή για την ανοικοδόμηση του Μουσικφεράϊν, όπου ο Δούμπας συμμετείχε ως μέλος. Το Σωματείο Μουσικφεράϊν (Σωματείο των Φίλων Μουσικής της Βιέννης) ιδρύθηκε το 1812 από έγκριτους πολίτες της Βιέννης, στο οποίο ο Μπετόβεν έγινε από το 1814 επίτιμο μέλος και ο Αυτοκράτορας της Αυστρο-Ουγγαρίας το έθεσε υπό την αιγίδα του.
Το Μέγαρο Μουσικής της Βιέννης οφείλει όμως μέρος της δόξας του και σε έναν άλλο διακεκριμένο απόγονο Ελλήνων εκ Μακεδονίας. Πρόκειται για τον παγκοσμίου φήμης καταγόμενο επίσης από τη Κοζάνη Αρχιμουσικό Χέρμπερτ φον Κάραγιαν (Χέριβερτ Καραγιάννη 1908-1989) που κατείχε μεταξύ πολλών άλλων σημαντικών θέσεων στον χώρο της μουσικής και εκείνη του ισοβίου Διευθυντού του εν λόγω Μεγάρου. Το όνομα των Καραγιάννη, και συγκεκριμένα του Καθηγητή της Γερμανικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης και Προέδρου της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών Θεόδωρου Καραγιάννη (1810-1873), κοσμεί ένα από τους κεντρικούς δρόμους της Βιέννης. Οι πρόγονοί τους, αδελφοί Γεώργιος, Θεόδωρος και Ιωάννης, ξεκίνησαν ως Έλληνες μετανάστες από τη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στην Αυστρο-Ουγγαρία περί τα μέσα του 18 αιώνα, όπου διέπρεψαν στο εμπόριο και την υφαντουργία βάμβακος. Το 1792, σε αναγνώριση των σημαντικών επιτευγμάτων τους και της μεγάλης κοινωνικής τους προσφοράς, τους δόθηκε τίτλος ευγενείας στη Δρέσδη, και το όνομά τους εκγερμανίστηκε σε φον Κάραγιαν. Αργότερα ο Γεώργιος μετοίκισε στη Βιέννη και το 1810 απέκτησε τον υιό Θεόδωρο, από τον οποίο προήλθαν 6 παιδιά. Ένας από τους υιούς του Ορθοδόξου Θεοδώρου, ο Μαξιμιλιανός, ο οποίος μετέπειτα ασπάστηκε τον Καθολικισμό, έγινε Καθηγητής της Κλασσικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Γκράτζ 1833-1914. Ο υιός του Μαξιμιλιανού Έρνστ έγινε Ιατρός στο Ζαλτζμπουργκ και πατέρας του Αρχιμουσικού Χέμπερτ φον Κάραγιαν.
«Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν»
Στην οδό με το σπουδαίο αυτό Μέγαρο Μουσικής της Βιέννης, όπου ονομαζόταν Οδός Καλλιτεχνών, πέντε μέρες μετά το θάνατο του Ν. Δούμπα μετονομάστηκε από το Δήμο της Βιέννης Dumba-Strasse, δηλαδή Οδός Ν. Δούμπα, με απόφαση που ανέφερε "...σε εκτίμηση των μεγάλων προσφορών του εκλιπόντος". 4
 
Ζ) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΥΜΠΑ.
Μία ημέρα πριν το θάνατο του, ο Νικόλαος Δούμπας ταξίδεψε για τη Βουδαπέστη, με σκοπό να λάβει μέρος σε μία συνεδρίαση σχετικά με το έργο “Η Αυστροουγγρική Μοναρχία με λόγια και εικόνες”, στην οποία επρόκειτο να συσκεφθούν για το ουγγρικό μέρος της έκδοσης. Ο Δούμπας διέμενε στο σπίτι της κουνιάδας του.
Στις 23 Μαρτίου του 1900, γύρω στις 12 το μεσημέρι, επέστρεφε σ' αυτό μετά τη συνεδρίαση. Μια νεαρή κυρία που διέμενε στο ίδιο σπίτι άκουσε ξαφνικά ένα περίεργο χτύπημα στην πόρτα. Τρομαγμένη άνοιξε βιαστικά και είδε μπροστά της στο διάδρομο τον κύριο Δούμπα να ταλαντεύεται και να αγωνίζεται να αναπνεύσει. Οδήγησε τον άνθρωπο, που με πολύ κόπο στεκόταν όρθιος και δεν μπορούσε να μιλήσει, στο σαλόνι, σε μια πολυθρόνα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Νικόλαος Δούμπας ήταν νεκρός, πιθανότατα από οξύ έμφραγμα. Δύο ημέρες αργότερα, η σορός του μεταφέρθηκε από τη Βουδαπέστη στη Βιέννη.
Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης πένθησαν για το θάνατο του ευγενικού αυτού ανθρώπου, ο οποίος είχε κατακτήσει σε μεγάλο βαθμό την εκτίμηση και την αγάπη των συμπολιτών του. Από τα δημόσια κτήρια οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες, ενώ η σημαία του Δημαρχείου ακουμπούσε στο έδαφος. Η πρόσοψη του Οίκου των Καλλιτεχνών ήταν ντυμένη με μαύρο ύφασμα.
Στις 27 Μαρτίου έγινε η κηδεία του, στην οποία πήραν μέρος μερικές χιλιάδες επώνυμοι και ανώνυμοι Βιεννέζοι. Στον ημερήσιο Τύπο διάβαζε κανείς ότι η Βιέννη, μέχρι τότε, δεν είχε ξαναδεί τόσο επιβλητική κηδεία. Μια τεράστια πένθιμη πομπή ξεκίνησε από την ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδας (Fleischmarkt) προς τον Οίκο των Καλλιτεχνών, όπου ο καθηγητής Wehr, πρόεδρος του Σωματείου, εκφώνησε τον επικήδειο. Η πομπή αμέσως μετά, προχώρησε προς το Μέγαρο Φίλων της Μουσικής όπου η χορωδία έψαλε ένα πένθιμο έργο του Σούμπερτ (Ruh' in Frieden Allerseelen). Από εκεί, η πομπή πορεύτηκε στο κεντρικό κοιμητήριο της πόλης. Οκτώ άμαξες συνόδευαν τη σορό και χιλιάδες κόσμος είχαν παραταχτεί δεξιά και αριστερά του δρόμου, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Είχαν κατατεθεί 270 στεφάνια που προέρχονταν από τις Αρχές, τους ευγενείς και ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης. Δίπλα στον ανοιχτό τάφο, ο πρόεδρος του Συλλόγου Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Concordia, ο πρόεδρος του Συλλόγου Ανδρικής Χορωδίας και ο Δήμαρχος της πόλης εκθείαζαν τις εξαίρετες υπηρεσίες του θανόντος. Η χορωδία, λίγο πριν τον ενταφιασμό, τραγούδησε ως επιτάφια άσματα, μέρη από τα έργα του Σούμπερτ “Ο Θάνατος & η Κόρη”, “Grablied” και “Nobensonnen”. Έτσι εκπληρώθηκε η επιθυμία του θανόντος, η οποία ήταν γραμμένη και στη διαθήκη του: "Κοντά στον τάφο μου, παρακαλώ το Σύλλογο να τραγουδήσει οποιοδήποτε χορωδιακό του Σούμπερτ".

Ο Δούμπας ετάφη στον οικογενειακό του τάφο, στο ελληνικό τμήμα του κοιμητηρίου. Στις 13 Αυγούστου του 1903 όμως έγινε εκταφή των λειψάνων του, τα οποία εναποτέθηκαν σε άκρως τιμητική θέση για αιώνια ανάπαυση , στο κεντρικό νεκροταφείο της Βιέννης(Zentral-Friedhof), έχοντας αριστερά του τους τάφους των μουσικουργών Μπραμς και Στράους. Επίσης, στο συγκεκριμένο τομέα αναπαύονται και οι διασημότεροι των μουσικών καλλιτεχνών, όπως ο Μόζαρτ, ο Μπετόβεν, ο Σούμπερτ, ο Τζέρνυ, ο Μπρύλλ, ο Γκλουκ, ο Κάλμαν, ο Παμπστ και ο Πρέσλερ. Συγκεκριμένα ενταφιάστηκε στο τμήμα 32a μουσικουργών του Τσεντράλ Φρίντχοφ(Musiker Sektor 32a) . Στο ίδιο αυτό μνήμα ενταφιάστηκαν αργότερα η κόρη και η σύζυγός του. Με τη διαθήκη του κληροδότησε στη βιβλιοθήκη της Βιέννης την συλλογή βιβλίων και μουσικών έργων που διέθετε. {Ήταν παντρεμένος και είχε μια κόρη. Ανιψιός του ήταν ο Κωνσταντίνος Δούμπας, τελευταίος πρέσβης της Αυστρο-Ουγγαρίας στις Η.Π.Α.}