Open menu

Τις εργασίες επιμελήθηκαν οι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου

Σαράκης ΦώτηςΓ3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο περίφημος δημιουργός γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου του 1756 στο Ζάλτσμπουργκ. Χαρισματικό παιδί, όπως και η αδερφή του Μαρία - Άννα, η επονομαζόμενη Νανέρλ. Η προσφορά του Μότσαρτ είναι τεραστίας σημασίας, καθώς συνέβαλε τόσο στο είδος της όπερας μπούφα όσο και στο είδος του ζίγκσπηλ.

Στην εργασία μου θα αναφερθώ πρώτα στη βιογραφία του μεγάλου αυτού συνθέτη και κατόπιν στην προσφορά στο χώρο της μουσικής.

 

Η ζωή του Μότσαρτ


Τα πρώτα μαθήματα πήρε από τον πατέρα του τον Λέοπολντ Μότσαρντ (1719-1787) βιολιστή και συνθέτη και προπάντων καλό παιδαγωγό. Ο πατέρας του, πνεύμα πρακτικό, ξεκινάει από το 1762, με τα δυο παιδιά του μια περιοδεία στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου ο νεαρός Βόλφγκανγκ διέπρεψε. Παντού θάμπωνε του ακροατές του χάρη στη μεγάλη του ικανότητα ως συνθέτη και οργανίστα. Γύρω στο 1781, ύστερα από μια σειρά ταξιδιών στο Μάνχαιμ και στο Παρίσι εγκαθίσταται στη Βιέννη. Εκεί συναντά τον Χάιντν και παντρεύεται την Κόνσταντς Βέμπερ. Παρά την ολιγόχρονη ζωή του έγραψε περισσότερα από 600 έργα, τα οποία ακόμα και σήμερα απολαύουν την εύνοια του κοινού. Το 1781 έγραψε τον Ιδομενέα, μια όπερα serial που σηματοδοτεί τη μετάβαση από κάποια νεανικά του δοκίμια στα μεγάλα του αριστουργήματα

Ο Μότσαρτ είναι μεγάλος νεωτεριστής από την άποψη της εξέλιξης των μουσικών τύπων. Η Συμφωνία σε σολ ελάσσονα ήχησε πολύ νεωτεριστική, πολύ τολμηρή και τη συνέκριναν αργότερα ως προς τους νεωτερισμούς της, με την Ηρωική Συμφωνία σε μι ύφεση μείζονα του Μπετόβεν. Η όπερα, Η απαγωγή από το Σεράι προκάλεσε την έκπληξη με το νεοφανές των αρμονίων και την πρωτοτυπία της ενορχήστρωσης. Η μεγάλη αξία του Μότσαρτ, ωστόσο έγκειται στο γεγονός ότι υπήρξε ο ιδρυτής της γερμανικής όπερας, προάγοντας στο επίπεδο του καλλιτεχνικού είδους το γερμανικό μουσικό δράμα ζίγκσπηλ (Singspiel). O Μότσαρτ προσέδωσε τον ιδανικότερο χαρακτήρα στο νέο είδος όταν έγραψε το Μαγικό Αυλό. Επίσης ο Μότσαρτ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες πληκτροφόρους της εποχής του. Προτιμούσε το πιάνο από το τσέμπαλο. Χρησιμοποιούσε όμως κλαβίχορδο στην εξάσκηση και τα ταξίδια του.

Ο Μότσαρτ ήταν γνωστός για τους αυτοσχεδιασμούς του. Οι καταγραμμένες φαντασίες, παραλλαγές καθώς και ορισμένες καντέντσες από τα κονσέρτα του για πιάνο, μαρτυρούν την αυτοσχεδιαστική του τέχνη. Μέσα από τα ταξίδια του και τη μελέτη του ρεπερτορίου, ήταν εξοικειωμένος με όλα τα πιανιστικά ύφη της εποχής του. Στο σπίτι των Μότσαρτ υπήρχε η 12τομη συλλογή από σονάτες για πληκτροφόρο του Haffner με έργα γνωστών Ιταλών συνθετών, όπως οι Scarlatti, Serini, Samartini, Perotti, Pescetti κ.ά. Οι πρώτες 6 σονάτες έχουν επιδράσεις από το ύφος της σουίτας, την παλαιότερη τεχνοτροπία και από το έργο των Hayden, Schobert και J. Chr. Bach, το τραγούδι στο allegro του οποίου ο Μότσαρτ γνώρισε στην Ιταλία.

Οι 6 Παρισινές σονάτες ακολουθούν μανιερισμούς της σχολής του Mannheim. Χαρακτηριστικά είναι η αρχή σε ταυτοφωνία καθώς και οι πυκνές δυναμικές αντιθέσεις. Το μεσαίο μέρος σκιαγραφεί χαριτωμένα τη Rose, κόρη του Cannabich. Η σονάτα ολοκληρώνεται με ένα παιχνιδιάρικο ρόντο. Η 3η συλλογή από σονάτες, επίσης 6, με μεγαλύτερη όμως χρονική απόσταση μεταξύ τους αντικατοπτρίζει τη διάθεση για αυτοτέλεια κάθε σονάτας και την αυξανόμενη τάση του Μότσαρτ στη αντίστροφη επεξεργασία. Οι φαντασίες του Μότσαρτ συνδυάζουν το βιεννέζικο ύφος με το εκφραστικό αισθηματικό ύφος του E.Bach. Επεισόδια τύπου καντέντσας στολίζουν την πολυμερή και γεμάτη εναλλαγές δομή της φαντασίας σε ρε ελάσσονα του 1782. Ο σκοτεινός χαρακτήρας των εισαγωγικών συγχορδιών, αναλυμένων σε αρπισμούς κατά τον τρόπο των πρελουδιών του Μπαχ εμπλουτίζει το μπαρόκ άκουσμα ρομαντισμό, εκφραστικότητα, προλέγει τον Μπετόβεν και ήταν πολύ δημοφιλής κατά το 19ο αιώνα. Το παθητικό θέμα σε ρε ελάσσονα καταλαμβάνει μεγάλη έκτατη, όμως ο Μότσαρτ κλείνει τη φαντασία σε συγκρατημένο, αλλά λυτρωτικό μείζονα τρόπο όπως σε μια όπερα το κοινό δεν πρέπει να μένει με τραγική γεύση στο τέλος. Ο Μότσαρτ σύνθεσε όλα τα κομμάτια για πιάνο, ακόμα και τη συνοδεία στις σονάτες για βιολί, έχοντας υπόψη του ότι θα παίξει ο ίδιος το μέρος του πιάνου. Αποστρέφονταν τόσο τη μηχανιστική δεξιοτεχνία όσο και το πολύ γρήγορο παίξιμο. Τα πάντα σε αυτόν εξυπηρετούν τη μετάδοση ενός αρμονικού, βαθιά βιωμένου, αισθητικού ιδεώδους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με τον Μότσαρτ συνεχίστηκε η κλασική περίοδος που είχε αρχίσει με τον Χάυντν. Από την άλλη ο Μπετόβεν, ενώ παραμένει κλασικός στα πρώτα του έργα, στη συνέχεια αποκτά περισσότερες ελευθέριες.

 

 

Σάλτσπουργκ: Η πατρίδα του Μότζαρτ

Επιμέλεια: ΣΤΟΥΠΑ Δέσποινα, καθηγήτρια μουσικής

Σάλτσπουργκ, πόλη της κεντρικής Αυστρίας. Πόλη της ΄΄Μελωδίας της Ευτυχίας΄΄. Πόλη κομψή όπου μπορεί ο καθένας να ικανοποιήσει κάθε είδους περιήγηση. Συνδυάζει αξιοθέατα, φυσική ομορφιά, αρχιτεκτονική με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την μουσική που παντού κάνει την εμφάνισή της .Ο Ναός του Αγ. Πέτρου με το περίφημο εκκλησιαστικό όργανο, το σπίτι που γεννήθηκε ο Μότσαρτ στην οδό Γκετράιντε, με τα πρώτα προσωπικά του αντικείμενα και χειρόγραφα, το σπίτι που έζησε κατόπιν, την εκκλησία των Φραγκισκανών, τα ανάκτορα Mirabell με τους πανέμορφους κήπους , την κεντρική πλατεία Μότσαρτ, τον Πύργο του Ωρολογίου, την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, καθώς επίσης και το σπίτι του Χερπερτ Φον Κάραγιαν στις όχθες του Salzach. Η ελευθερία να περιπλανηθεί ο επισκέπτης στην υπαίθρια αγορά του Σάλτσπουργκ, να δοκιμάσει άγρια μούρα και φράουλες, καφέ στο Καφέ Βίνκλερ στον λόφο Μόνσμπεργκ ή ακόμα ένα λαχταριστό βιεννέζικο λουκάνικο, είναι προφανής και επιβλητέα μερικές φορές. Μουσεία, θέατρα, ζωολογικός κήπος, καθεδρικοί ναοί, βασιλικοί οίκοι και τουριστικά θέρετρα με την παράλληλη ευγένεια των ντόπιων είναι στιγμές που αναξήτιλες παραμένουν στη θύμηση κάθε επισκέπτη. Οι αντιστάσεις χάνουν την ισχύ τους στην μουσική αυτή πόλη αλλά και τα περίχωρά της…..Μια φωτογραφία όμως…. Χίλιες λέξεις !!!

 

 

 

Καθεδρικόςναός Salzburg´s

 

 

Αβαείο του ST Peter `s

Αβαείο και Benedictine μοναστήρι

 

Αίθουσες φεστιβάλ Κύρια θέση γεγονότος του φεστιβάλ του Σάλτζμπουργκ. Η αποκαλούμενη περιοχή φεστιβάλ βρίσκεται στο πόδι του Mönchsberg, στην παλαιά πόλη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πλατεία Μότσαρτ Το τετράγωνο εξουσιάζεται από το άγαλμα Μότσαρτ από το Ludwig Schwanthaler, που παρουσιάζεται εθιμοτυπικά στις 5 Σεπτεμβρίου 1842 παρουσία των γιων Μότσαρτ.

 

 

 

 

 

 

 

 

Τόπος γεννήσεως Μότσαρτ`s Σε Getreidegasse αριθ. 9, είναι όπου η οικογένεια Leopold Μότσαρτ έζησε από 1747 έως 1773. Βολφγκαγκ Amadeus Mozart γεννήθηκε εδώ στις 27 Ιανουαρίου 1756.

 

 

 

 

 

 

Κατοικία Μότσαρτ`s Η οικογένεια Μότσαρτ έζησε μέσα στην κατοικία Makartplatz 8 Μότσαρτ, από 1773 έως 1787. Το μεγαλύτερο μέρος του κτηρίου καταστράφηκε από μια βόμβα το 1944.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Διεθνές ίδρυμα Mozarteum. Οι δωρεές από τα μέλη της οικογένειας Μότσαρτ παρείχαν τη βάση για τις διαφοροποιημένες συλλογές του διεθνούς ιδρύματος Mozarteum.

 

 

 

 

 

 

 

 

Σε αυτήν την εκκλησία, ακούστηκε για πρώτη φορά στην παραμονή Χριστουγέννων το 1818 τα κάλαντα, το «Σιωπηλή νύχτα! Ιερή νύχτα!» των Χριστουγέννων. Το παρεκκλησι στέκεται στην αρχική περιοχή του ST Nikolaus Church. Έχει μεταφραστεί σε περίπου 300 γλώσσες και διαλέκτους σε όλο τον κόσμο.

 

 

 

 

 

 

 

Παλάτι Mirabell Το παλάτι χτίστηκε από το Dietrich για Salome ALT το 1606. Η «σκάλα αγγέλου» που οδηγεί στην ομορφότερη γαμήλια αίθουσα της Ευρώπης είναι πρόσθετου ενδιαφέροντος.

 

 

 

 

 

Mirabellgarten. Όχι μόνο το παλάτι Mirabell αξίζει μια επίσκεψη, επίσης οι περιβάλλοντες κήποι Mirabell με τις ομάδες αγαλμάτων σχετικά με τα θέματα από την ελληνική μυθολογία.

 

 

 

 

 

 

Στοά Σάλτζμπουργκ κατοικιών Η στοά κατοικιών του Σάλτζμπουργκ είναι μια συλλογή που διατηρείται από την επαρχία του Σάλτζμπουργκ που συνεχίζει την παράδοση των παρόμοιων συλλογών τέχνης.

 

 

 

 

 

Παραδοσιακά κοστούμια του Σάλτζμπουργκ - προηγούμενα και παρόντα Μια λεπτή έκθεση του παραδοσιακού καθημερινού και εορταστικού φορέματος όπως φοριέται στην πόλη και την επαρχία του Σάλτζμπουργκ - παραδείγματα του ιστορικού φορέματος.

 

 

 

 

 

Μουσείο παιχνιδιών Το μουσείο παιχνιδιών με τα παιχνίδια φιαγμένα από ξύλο, άργιλο και πηούτερ, ο κόσμος των κουκλών και των κούκλα-σπιτιών, παλαιός και νέος πιέζει, οπτικές παραισθήσεις και εκπαιδευτικά παιχνίδι.

 

 

 

Κόσμος των μαριονετών Θαυμάστε πολλές ιστορικές μαριονέτες από το διάσημο θέατρο μαριονετών του Σάλτζμπουργκ`s, παραδείγματος χάριν: Papageno και Papagena από Μότσαρτ`s «Zauberflöte».

 

 

 

 

 

Σπηλιές πάγου Werfen. Μια συνολικά νέα εμπειρία βουνών. Ανακαλύψτε τη λαμπρότητα των μεγαλύτερων σπηλιών πάγου στον κόσμο. Θα δείτε τα παλάτια της crystal-clear ομορφιάς, που σας παίρνει σε έναν χειμερινό κόσμο του πάγου, ακόμη και τις καυτές θερινές ημέρες.

 

 

 

 

Χωριό περιπέτειας αλυκών Το χωριό περιπέτειας αλυκών είναι μια αναδημιουργημένη κελτική τακτοποίηση, που συμπληρώνεται από τα κτήρια που χρονολογούν από τις μέσες ηλικίες. Επιδεικνύει πώς οι ανθρακωρύχοι έζησαν και εργάστηκαν από τους κελτικούς χρόνους στις μέσες ηλικίες. Τα αντικείμενα που βρίσκονται κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο Dürrnberg είναι στην επίδειξη στις ξύλινες καμπίνες των Κελτών.

 

 

 

 

 

Κάστρα και παλάτια Salzburgs Salzburgs τέσσερα διασημότερα κάστρα: Φρούριο Hohensalzburg, παλάτι του Σάλτζμπουργκ Residenz, Hohenwerfen Castle, Mauterndorf Castle - ιστορικά μνημεία που κάνουν την επίσκεψη μια αξέχαστη εμπειρία.

 

 

 

 

 

 

 

Η ζωή του μεγάλου συνθέτη

Βραχάς Σωτήρης, Γ1 – Παπασπύρου Παναγιώτης, Γ3Γ Π

Ο Wolfgang Amadeus Mozart που γεννήθηκε στις 27-1-1756 στο Sa1zburg, και πέθανε στις 5-12-1791 στη Βιέννη, είναι ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες μουσικής που παρουσιάστηκαν στην ιστορία αυτής της τέχνης. Μαζί με τον Joseph Haydn και τον Ludwig van Beethoven αποτελούν τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου "βιενέζικου κλασικισμού". Ο Mozart διδάχθηκε από τον πατέρα του Leopold από το τέταρτο έτος της ηλικίας του (αρχικά μουσική, αργότερα και άλλα μαθήματα) και παρουσιάστηκε στο κοινό, μαζί με την αδελφή του Maria Anna, σαν ένα "παιδί θαύμα" (για πρώτη φορά το 1761 στο Salzburg). Το πρώτο ταξίδι για συναυλίες του νεαρού Mozart τον οδήγησε τον Ιανουάριο 1762 στο Μόναχο, ένα νεώτερο από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1762 μέσω Passau και Linz στη Βιέννη. Εκεί έπαιξε μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, στην οποία και ανακοίνωσε ότι όταν μεγαλώσει θα την παντρευτεί! Η αυτοκράτειρα του χάρισε ένα παιδικό κουστούμι, με το οποίο αποθανατίστηκε.

ΤΑΞΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ

Από τον Ιούνιο 1763 έδωσε ο Mozart συναυλίες στο Παρίσι και στο Λονδίνο, καθώς και ως προσκεκλημένος πολλών γερμανών ηγεμόνων. Ένα ακόμα ταξίδι στο Παρίσι πραγματοποιήθηκε από Νοέμβριο μέχρι Απρίλιο του 1764 και από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1765 βρισκόταν και πάλι στο Λονδίνο. Αυτά τα ταξίδια έδωσαν την ευκαιρία να συναντηθεί ο Mozart με σημαντικούς μουσικούς της εποχής του. Ο σπουδαιότερος από αυτούς ήταν στο Λονδίνο ο Johann Chήstian Bach, ένας από τους γιους του μεγάλου Johann Sebastian Bach, ο οποίος και επηρέασε σημαντικά τον Mozart στη σταδιοδρομία του. Στο Παρίσι τυπώθηκαν τα πρώτα έργα (σονάτες) του Mozart. Η ιδιαίτερη επιτυχία αυτού του ταξιδιού στο Παρίσι δεν έγινε δυνατόν να επαναληφθεί σε νεώτερα ταξίδια του.

Ο Mozart είχε εντατικοποιήσει ήδη κατά το τελευταίο ταξίδι συναυλιών τις εργασίες του στη σύνθεση και προσπάθησε να παρέμβει και στη μουσική ζωή της γενέτειράς του: Συνέθεσε για το Πανεπιστήμιο την όπερα "Apollo und Hyacinthus" και την πρώτη πράξη του ορατόριου "Die Schuldigkeit des ersten Gebots". Κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεγάλης επίσκεψής του στη Βιέννη (Σεπτ. 1767 μέχρι Ιαν. 1769) διηύθηνε μεν ο Mozart με επιτυχία μία "Λειτουργία για το Ορφανοτροφείο" και παρουσίασε την όπερα "Bastien und Bastienne" στη βίλα του γιατρού F. A. Mesmer, δεν βρήκε όμως ανταπόκριση στην αυτοκρατορική Αυλή. Επίσης η όπερά του "La finta semplice" δεν έγινε δεκτό να ανέβει στην Αυλή, αν και την υποστήριξε ο C.W.Gluck (αυτή η όπερα παρουσιάστηκε το 1769 στο Salzburg). Το Μάρτιο του 1771 ολοκληρώθηκε το πρώτο ταξίδι στην Ιταλία. Στον Mozart είχαν δοθεί στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού μερικές παραγγελίες για συνθέσεις (για την Πάδοβα, το Μιλάνο και τη Βενετία) και έτσι υπήρχε λόγος να ετοιμαστεί το δεύτερο ταξίδι του. Περίπου 5 μήνες αργότερα ξεκινάει πάλι από το Salzburg για την Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1771. Αυτή την εποχή δημιουργήθηκαν το ορατόριο "La betulia liberata" (για την Πάδοβα) και η σερενάτα "Ascanio in Alba" (για το Μιλάνο). Από τον Οκτώβριο 1772 μέχρι το Μάρτιο 1773 πραγματοποιήθηκε το τρίτο ταξίδι του Mozart στην Ιταλία, κατά τη διάρκεια του οποίου παρουσιάστηκε η όπερα "Lucio Silla" στο Μιλάνο.

ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Μετά από σχεδόν ετήσια παραμονή στο Salzburg ξεκίνησαν πατέρας και γιος Mozart για την Ιταλία. Ο νεαρός Mozart ήταν ήδη από τον Οκτώβριο 1769 διευθυντής συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Salzburg. Δεν επρόκειτο βέβαια πια για περιοδεία ενός εντυπωσιακού παιδιού αλλά για υλοποίηση μιας συνήθειας των μουσικών της εποχής: Σε κάθε μεγάλη πόλη δίνονταν συναυλίες, μετά από πρόσκληση ευγενών, με την ελπίδα να εισπραχθούν δώρα και αναθέσεις ειδικών συνθέσεων, έναντι αμοιβής φυσικά. Ο Mozart συνάντησε σ' αυτό το ταξίδι τους γνωστούς μουσικούς της εποχής N. Piccini, G.B. Sammartini και τον πατέρα G.B. Martini (στον οποίο έδωσε κατά την επιστροφή του εξετάσεις) και τους διάσημους καστράτους C. Farinelli και G. Manzuoli.

ΑΠΟΝΟΜΗ ΠΑΡΑΣΗΜΟΥ

Στη Ρώμη απονεμήθηκε στο νεαρό συνθέτη από τον Πάπα ένα παράσημο και έγινε δεκτός σε τάγμα ιπποτών (στον Gluck απονεμήθηκε το ίδιο παράσημο, αλλά έγινε δεκτός στο τάγμα με ένα βαθμό χαμηλότερα). Τον Οκτώβριο του 1770 παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μιλάνο η όπερα "Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου" (21 επαναλήψεις).

Ο ΜΟΤΖΑΡΤ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

Το 1784 ο Μότσαρτ έγινε μέλος μιας μασονικής Στοάς, η οποία ακολουθούσε τον ριζοσπαστικό ορθολογισμό του Διαφωτισμού σε αντιπαράθεση με τον συντηρητισμό του κλήρου στη Βιέννη. Οι ιδέες του Διαφωτισμoύ, που συμπυκνώθηκαν στο τρίπτυχο ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα, επέδρασαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της κοινωνικοπολιτικής ματιάς του και της αντίστοιχης καλλιτεχνικής της έκφρασης. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί ότι σε αυτές τις τρεις αξίες της Γαλλικής Επανάστασης αντιστοιχούν τρεις σημαντικές όπερες του Μότσαρτ: «Η αρπαγή από το σεράι», «Οι γάμοι του Φίγκαρο» και «Ο μαγικός αυλός». Είναι γνωστό ότι ο Μότσαρτ επηρεάστηκε διανοητικά από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένος με το πνεύμα του Διαφωτισμού. Φιλέρευνος και με πολλά επιστημονικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, είχε αναπτύξει σχέσεις με σημαντικούς εκπροσώπους του κινήματος. Ο Λεοπόλδος συνδύαζε το κριτικό πνεύμα με τη στέρεη πίστη στον καθολικισμό. Ιδιότητες που συχνό βρίσκονταν σε αντίθεση μεταξύ τους. Aυτή η αντιφατική ψυχοδιανοητική στάση συνέβαλε προφανώς στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Μότσαρτ.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ MOZART

Και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Mozart (1789-91) ήταν καλλιτεχνικά και οικονομικά επιτυχημένα. Το γεγονός ότι συσσωρεύονταν χρέη οφείλονται κατά κάποιο μέρος στην κακή διαχείριση του συνθέτη, στις συνεχείς ασθένειες της γυναίκας του, αλλά και σε κάποια ροπή για συμμετοχή του σε τυχερά παιχνίδια.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Πολλές είναι οι εικασίες για τον θάνατο του Μότσαρτ. Κάθε τόσα χρόνια εμφανίζεται κάποια νέα θεωρία, που μοιάζει πιο πειστική. Δεν μπορεί κανείς να απορρίψει ούτε την υποψία του ίδιου του Μότσαρτ, ότι τον δηλητηρίασαν. Σε κάθε περίπτωση, η απόδοση τέτοιας πράξης στον συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, ξεκινά -και τελειώνει- στο σχετικό θεατρικό ποίημα του Πούσκιν (1830). Μόνο βέβαιο είναι ότι ο συνθέτης πέθανε λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στις 5 Δεκεμβρίου 1791. Δεν του έπεσε η πένα από το χέρι ενώ συνέθετε την Νεκρώσιμη Ακολουθία, όπως θέλει ο μύθος ούτε έγραψε ποτέ στον ντα Πόντε επιστολή όπου αναφέρει πως αισθάνεται ότι σβήνει χωρίς να έχει αναγνωριστεί το ταλέντο του. Η κηδεία του, όχι αυτή ενός απόρου αλλά απλώς κηδεία τρίτης κατηγορίας που έγινε έξω από τα όρια της πόλης, στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου στις 7 του ίδιου μήνα, σε ομαδικό τάφο, βάσει των κατηγοριών και των συνθηκών υγιεινής που προέβλεπαν οι μεταρρυθμίσεις του Ιωσήφ Β΄. Δεν έγινε κατά τη διάρκεια χιονοθύελλας, όπως «θυμόταν» στα απομνημονεύματά του ο Γιόζεφ Ντάινερ. Ανάμεσα στους λίγους γνωστούς και φίλους στην τελετή που οργανώθηκε από τον πάντοτε πιστό βαρόνο βαν Σβίτεν στον καθεδρικό του Αγ. Στεφάνου ήταν και ο Σαλιέρι. Στην επιμνημόσυνη δέηση στον ναό του αρχαγγέλου Μιχαήλ, μέλη της ορχήστρας και της χορωδίας της Αυλής έπαιξαν μέρος της ανολοκλήρωτης Νεκρώσιμης Ακολουθίας του Μότσαρτ. Ο μεγάλος συνθέτης W.A. Mozart κηδεύτηκε φτωχικά σε ένα μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του 'Άγιου Marx. Ο τάφος του δεν εντοπίστηκε ποτέ με ακρίβεια, γι' αυτό ο επίσημος τάφος στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού νεκροταφείου της Βιέννης (Zentralfriedhof) είναι κενοτάφιο.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΟΖΑΡΤ

Ο Mozart άφησε, εκτός από τη χήρα του, δύο παιδιά: Τον Karl (1784-1858), ο οποίος όρισε το Mozarteum του Salzburg ως γενικό κληρονόμο του, και τον Wolfgang (1791-1844), συνθέτη, πιανίστα και μαέστρο περιορισμένου βεληνεκούς.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΡΕΚΒΙΕΜ

Κανένα άλλο έργο του Μότσαρτ δεν συνδέεται τόσο άμεσα και εύγλωττα με τη ζωή και τον θάνατο του συνθέτη όσο το ημιτελές Ρέκβιεμ. Οι καλλιτεχνικές του αρετές, το γεγονός ότι αποτελεί το τελευταίο του έργο, αλλά κυρίως το ζήτημα της αυθεντικότητάς του, έχουν γίνει αφορμή για πλήθος συζητήσεων, από την εποχή της σύνθεσής του ως σήμερα, και έχουν τροφοδοτήσει μιαν ολόκληρη μυθολογία γύρω από τις συνθήκες γραφής του. Το μυστήριο του Ρέκβιεμ θα παραμείνει άλυτο, παρά τις αναρίθμητες εκτελέσεις και εκδόσεις του έργου, και παρά την ιστορική-επιστημονική έρευνα που χρονολογείται ήδη από τον 19ο αιώνα: ο συνθέτης το πήρε μαζί του στον τάφο για πάντα. Σήμερα, και παρά τις όποιες δίκαιες ενστάσεις, η κυριότερη ιστορική πηγή και, πολύ περισσότερο, η μοναδική μαρτυρία, παραμένει η ολοκλήρωση της παρτιτούρας αλλά και του έργου από τον νεαρό μαθητή του συνθέτη, Franz Xaver Sussmayr (Φραντς Ξάβερ Ζύσμαϋρ). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο τέλος του 19ου αιώνα ο Μπραμς συμπεριέλαβε ατόφια την εκδοχή αυτή στην έκδοση των Απάντων του συνθέτη.

H πραγματική ιστορία της γένεσης του έργου είναι γνωστή ήδη από το 1800. Το καλοκαίρι του 1791 ο κόμης Φραντς φον Βάλσεγκ, θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη της νεαρής συζύγου του, ανέθεσε στον γλύπτη Γιόχαν Μάρτιν Φίσερ την κατασκευή ενός μαρμάρινου μνημείου και στον Μότσαρτ τη σύνθεση μιας νεκρώσιμης λειτουργίας. Ο κόμης ήταν ένας ενθουσιώδης, πλην ερασιτέχνης μουσικός, που συνήθιζε να διοργανώνει ιδιωτικές συναυλίες, όπου μεταμφιεσμένος παρουσίαζε έργα άλλων συνθετών ως δικά του. Το ίδιο φαίνεται ότι σκόπευε να κάνει και με το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Γι' αυτόν τον λόγο η γραπτή παραγγελία δόθηκε στον συνθέτη ανώνυμα και μυστικά από έναν άγνωστο, πολύ πιθανόν γραμματέα του βιεννέζου δικηγόρου του κόμη. Το γεγονός αυτό πυροδότησε στα κατοπινά χρόνια διάφορες ιστορίες γύρω από τον άγνωστο μεσάζοντα, ο οποίος αναφέρεται και ως μαύρος αγγελιαφόρος, ουσιαστικά ως ο ίδιος ο Χάρος που προειδοποιεί τον συνθέτη για τον επερχόμενο θάνατό του.

 

Ο Μότζαρτ ως παιδί

Μαρίνα Κόκκαλη – Σταυρούλα Σβώλη

Ως παιδί ήταν πάντα ανήσυχος. Γοητευόταν από κάθε τι νέο και παθιαζόταν μ’ αυτό αδιαφορώντας για όσα είχε γνωρίσει προηγουμένως. Ως παράδειγμα αναφέρεται η αφοσίωσή του στα σχολικά μαθήματα και συγκεκριμένα στα μαθηματικά, έτσι ώστε γέμιζε τις καρέκλες, τα τραπέζια, τους τοίχους του σπιτιού του με ψηφία γραμμένα με κιμωλία. Αυτή η εσωτερική του ανησυχία συνοδευόταν από μια αστείρευτη ευαισθησία και τρυφερότητα. Πολύ συχνά ρωτούσε τους γύρω του και όσους ασχολούνταν μαζί του, αν τον αγαπούν. Όταν καμιά φορά του απαντούσαν αστειευόμενοι ότι δεν τον αγαπούν, τα μάτια του γέμιζαν αμέσως με δάκρυα.

Ο μικρός Μότζαρτ έδειξε από πολύ νωρίς την εκπληκτική του κλίση στη μουσική. Από 4 χρονών ξεκινά τα πρώτα μαθήματα με τον πατέρα του. Ήταν σε θέση να μαθαίνει πολύ γρήγορα. Μέσα σε μισή ώρα μπορούσε να ερμηνεύσει και να αποστηθίσει ένα μενουέτο και μόλις σε μια ώρα ένα πιο εκτενές κομμάτι. Αξίζει να αναφέρουμε την περίφημη φράση του όταν, σε ηλικία δυόμισι χρονών, τον ρώτησε ο πατέρας του τι ακριβώς κάνει καθισμένος μπροστά στο πιάνο. Εκείνος προσπαθώντας να παίξει ένα κομμάτι αποκρίθηκε «Βάζω τη μία νότα να κάνει παρέα στην άλλη». Ίσως αυτή η φράση κλείνει όλο τον όρο της Μουσικής Τέχνης. Προφανώς ο Μότζαρτ δεν την ξέχασε ποτέ.

Οι μουσικές ικανότητες του Μότζαρτ

Τα περιστατικά που αναδεικνύ­ουν τις σχεδόν υπερφυσικές μουσικές ικανότητες του Μότσαρτ είναι πά­μπολλα. Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του στη Βιέννη, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος ο Α΄, αφού άκουσε τον μόλις εξάχρονο Αμαντέους να παίζει τον ειρωνεύτηκε λέγοντας Δεν είναι και πολύ δύσκολο να παίζει κανείς με όλα του τα δάκτυλα. Το να παίζει μόνο με το ένα δάκτυλο και πάνω σε καλυμμένο πιάνο, αυτό είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο. Χωρίς να τα χάσει ο μικρός Αμαντέους ερμήνευσε με άνεση με το ένα δάκτυλο ό,τι είχε παίξει πριν και εν συνεχεία ζήτησε να καλύψουν τα πλήκτρα με ένα πανί. Και σ’ αυτή την εκτέλεση δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα. Όλες αυτές οι εξωπραγματικές δεξιότητές του τον μετατρέπουν σε μια θαυμάσια ύπαρξη μπροστά στα μάτια των απλών ανθρώπων. Σε μια συναυλία του στη Ρώμη, το κοινό θεώρησε πως ο Μότζαρτ αντλούσε κατά την εκτέλεσή του μαγική δύναμη από το δακτυλίδι που φορούσε. Άρχισαν να φωνάζουν γι’ αυτό και ο Μότζαρτ, όταν το κατάλαβε, σταμάτησε να παίζει, έβγαλε το δακτυλίδι και συνέχισε.

Ο Λε­οπόλδος και ο γιος του πηγαίνουν στη Ρώμη για τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το βράδυ mς Μεγάλης Τετάρτης επι­σκέπτοvται, ως είθισται, τηv Καπέλα Σιξτίνα, όπου εκτελείται το περίφημο μουσικό κομμάτι Miserere. Φημολο­γείται πως στους μουσικούς του Πά­πα είχε απαγορευτεί να δίνουν αντί­γραψα του κομματιού στον έξω κόσμο. Ο Μότσαρτ αποφασίζει να το ακούσει και να το απομνημονεύσει. Κατά τηv επιστροφή του στο πανδοχείο όπου διέ­μενε με τον πατέρα του, το αντιγράφει! Η δυσκολία αυτού του εγχειρήματος είναι πολύ μεγάλη. ΟΜότσαρτ όμως τα καταφέρνει και ως απόδειξη το ερ­μηνεύει τηv επόμενη ημέρα μπροστά στους μουσικούς που το είχαν εκτε­λέσει. Ομικρός Μότσαρτ έπαιξε δε­κάδες φορές μπροστά σε ηγεμόνες κρατών. Μία από αυτούς ήταν και η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, η οποία και τον κάλεσε στα θερινά της ανά­κτορα. Εκεί ο εξάχρονος Μότσαρτ, σε ένα περίπατο, γλίστρησε και σηκώθηκε βοηθούμενος από ένα κοριτσάκι, το οποίο φίλησε και το ζήτησε σε γάμο... Το κοριτσάκι ήταν η Μαρία Avτoυα­νέττα!

Η μουσική προσφορά του Μό­τσαρτ ήταν κολοσσιαία από την αδιαμ­φισβήτητη ποιότητά της, αλλά και από την ποσότητά της. Αν και έζησε μόνο 35 χρόνια, θεω­ρείται από τοuς δύο ή τρεις πολυγραφό­τερους συνθέτες την ιστορία της μουσι­κής. Πάνω από 600 έργα τoυ σημάδεψαν και διαμόρφωσαν ων ανθρώπινη μουσική εξέλιξη. Η ενορχήστρωση, η αρμονία, η εξέλιξη των μουσικών μορφών τελειοποιή­θηκαν μέσα από την πένα του. Έγραψε σχε­δόν όλα τα είδη μουσικής.

 

Τρεις γυναίκες στη ζωή του Μότζαρτ

Κωνσταντάρας

H ΜΗΤΕΡΑ

H παιδική ηλικία του συνθέτη σφραγίστηκε από δύο γυναικεία πρόσωπα: τη μητέρα του Άννα-Μαρία - το γένος Περτλ- και την συνονόματή της αδελφή του, γνωστή ως Νάνερλ, επίσης ταλαντούχο ερμηνεύτρια του τσέμπαλου. Σε ό,τι αφορά την πρώτη, παρά τα «νόμιμα» δικαιώματά της στη δόξα, παρέμεινε εν πολλοίς άγνωστη προσωπικότητα. Και αυτό ακόμη το όνομά της υπήρξε κατά καιρούς αντικείμενο σύγχυσης. Το πρώιμο ταλέντο των παιδιών της - αλλά και η ικανότητα που επέδειξε ο σύζυγός της Λεοπόλδος στην προώθησή τους - θα την οδηγούσε από το Σάλτσμπουργκ στις σημαντικότερες Αυλές της Ευρώπης όπου είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με πανίσχυρους μονάρχες.

Παρά το ότι δεν ακολούθησε τις τρεις περιοδείες του γιου της στην Ιταλία, οι καταστάσεις το έφεραν έτσι ώστε να τον συνοδεύσει στα ταξίδια προς αναζήτηση εργασίας που έκανε στη Νότια Γερμανία και στο Παρίσι. Τα γράμματα που έστελνε στον σύζυγό της κατά τη διάρκεια της απουσίας της από το σπίτι, αποκαλύπτουν έναν χαρακτήρα πνευματώδη και, ορισμένες φορές, αυτοεπικριτικό.

Το ταξίδι στο Παρίσι που πραγματοποίησε από κοινού με τον συνθέτη την άνοιξη του 1778, απέβη μοιραίο για την Άννα-Μαρία. Οι συχνές απουσίες του γιου της λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων και αναζητήσεων, και κατ' επέκταση η μοναξιά που ένιωθε καθώς μάλιστα δεν μιλούσε τη γαλλική γλώσσα, επέδρασαν καταλυτικά στην κατάσταση της υγείας της. «Δεν βγαίνω έξω πολύ, είναι αλήθεια, και τα δωμάτια είναι κρύα, ακόμη και όταν η φωτιά καίει» έγραφε την 1η Μαΐου του ίδιου έτους, ενώ έναν μήνα αργότερα δικαιολογούσε το σύντομο γράμμα της στον σύζυγό της εξηγώντας: «Πρέπει να σταματήσω. Το χέρι και τα μάτια μου πονούν». Τρεις εβδομάδες αργότερα η Άννα Μαρία πέθανε ή, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο γιος της σε κάποιον οικογενειακό φίλο, «έσβησε όπως η φλόγα του κεριού»...

H ΑΔΕΛΦΗ

Προικισμένη μουσικός και η ίδια, η Νάνερλ στα πρώτα χρόνια της ζωής της συνόδευε επί ίσοις όροις τον αδελφό της στα ταξίδια που έκανε στις ευρωπαϊκές Αυλές προκειμένου ο πατέρας Λεοπόλδος να επιδείξει τις πρώιμες ικανότητες των παιδιών του. Πέρα από τη μουσική, τα δύο αδέλφια μοιράζονταν μια στενή σχέση στοργής μεταξύ τους, γεγονός που πιστοποιείται και από τα πρώτα γράμματα που αντάλλαξαν. Το γεγονός ωστόσο ότι ο Βόλφγκανγκ ήταν ο μικρότερος αλλά κυρίως το ότι ερμήνευε δικές του συνθέσεις είχαν ως αποτέλεσμα το ταλέντο της Νάνερλ να επισκιαστεί γρήγορα. Ο συνθέτης, εν τούτοις, πάντοτε εκτιμούσε τις ικανότητές της. Τον Σεπτέμβριο του 1781 της έγραφε από τη Βιέννη:

«...Πίστεψέ με, θα μπορούσες να κερδίσεις πολλά χρήματα εδώ, είτε δίνοντας ιδιωτικές συναυλίες είτε διδάσκοντας πιάνο. Είμαι βέβαιος ότι θα είχες μεγάλη ζήτηση και θα σε πλήρωναν καλά».

Ωστόσο η Νάνερλ δεν ακολούθησε την προτροπή του. Έγινε δασκάλα πιάνου αλλά στο «θλιβερό Σάλτσμπουργκ» όπως η ίδια το χαρακτήριζε. Στην «επανάσταση» του αδελφού της που είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του για τη Βιέννη, τη μουσική πρωτεύουσα της Ευρώπης, η ίδια αντέδρασε «παραδίδοντας» κυριολεκτικά τον έλεγχο της ζωής της στον αυστηρό πατέρα τους. Ο γάμος της, σε ηλικία 33 ετών, από πολλούς θεωρήθηκε μια πράξη απελπισίας, καθώςο σύζυγός της υπήρξε εξίσου εξουσιαστικός ενώ τα πέντε παιδιά του από τους δύο προηγούμενους γάμους του δεν έδειξαν να εκτιμούν ιδιαιτέρως την παρουσία της. Επέστρεψε στο Σάλτσμπουργκ προκειμένου να γεννήσει τον δικό της γιο, τη φροντίδα του οποίου εμπιστεύτηκε στον πατέρα της, ενώ η απόσταση από τον αδελφό της ολοένα και μεγάλωνε, ιδιαίτερα μετά τον γάμο του με την Κονστάντσε. H αλληλογραφία τους μετά τον θάνατο του Λεοπόλδου συνεχίστηκε, αλλά είχε εν πολλοίς να κάνει με τη διάθεση της περιουσίας του πατέρα.

H ΣΥΖΥΓΟΣ

Τρυφερή σύντροφος ή υπολογίστρια; Για την Κονστάντσε Βέμπερ - την οποία ο Μότσαρτ παντρεύτηκε το 1782, έχοντας προηγουμένως ερωτευθεί τη μεγαλύτερη αδελφή της Αλοΐσια η οποία όμως τον απέρριψε για έναν ηθοποιό - πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί σε μια προσπάθεια να εξακριβωθεί ο πραγματικός ρόλος της στο πλευρό του συνθέτη. Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του Μότσαρτ τον Δεκέμβριο του 1791, δεν ήταν λίγοι όσοι τη θεωρούσαν ανεπαρκή ως σύζυγο μιας τόσο σπουδαίας προσωπικότητας, μην μπορώντας, εκτός άλλων, να της συγχωρήσουν το γεγονός ότι δεν ακολούθησε το φέρετρο του συζύγου της στο νεκροταφείο. Νεότερες, εν τούτοις, συγγραφικές απόπειρες εμφανίζονται πιο συγκαταβατικές με την Κονστάντσε, αναγνωρίζοντας ότι μοιράστηκε μια σχέση αγάπης, ομόνοιας και αφοσίωσης με τον συνθέτη και πως ο πρώιμος «ακρωτηριασμός» της συντροφικής αυτής ζωής υπήρξε σκληρός. Εζησε για περίπου 40 χρόνια μετά τον θάνατο του Μότσαρτ επιδιδόμενη με ζήλο στη διάδοση του έργου του μέσω, μεταξύ άλλων, και της κυκλοφορίας της ημιτελούς βιογραφίας του Μότσαρτ το 1826 από το χέρι του δεύτερου συζύγου της, ο οποίος εν τούτοις πέθανε αιφνιδίως.

 

TO ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ TOY

Δόσιου Καλομοίραά στυλ, τα οπ

1756: στις 27 Ιανουαρίου γεννιέται στο Σάλτσμπουργκ ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Είναι το μικρότερο παιδί του αρχιμουσικού, συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγού Λεοπόλδου Μότσαρτ και της συζύγου του Άννας-Μαρίας, το γένος Πέρτλ. Ο μικρός Βόλφγκανγκ Αμαντέους και η μεγαλύτερη αδελφή του Μαρία-Άννα ευρέως γνωστή ως Νάνερλ, ήταν τα μόνα παιδιά από τα συνολικά επτά παιδιά του ζευγαριού, τα οποία κατόρθωσαν να επιζήσουν.

1760: Ο μικρός Βόλφγκανγκ Αμαντέους παίρνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του. Άνθρωπος ευρυμαθής ο Λεοπόλδος δεν είχε κάνει μόνο σοβαρές μουσικές σπουδές, είχε επίσης μελετήσει νομικά και θεολογία. Έτσι ανέλαβε από νωρίς και με υπερβάλλοντα ζήλο και μεθοδικότητα τη εκπαίδευση του γιού του, ο οποίος επέδειξε εξαιρετική πρόωρη ωριμότητα. Σε ηλικία 3 ετών μπορεί να παίζει τσέμπαλο, ενώ στα πέντε του ολοκληρώνει κιόλας της πρώτη του σύνθεση.

1762: ο Λεοπόλδος αποφασίζει να επιδείξει τις ικανότητες των παιδιών του η Νάνερλ ήταν επίσης εξαιρετική ερμηνεύτρια τσέμπαλου, στις Ευρωπαϊκές αυλές. Είναι η απαρχή μιας περιόδου συχνών μετακινήσεων, όπου ο μικρός Μόζαρτ θα έλθει σε επαφή με μεγάλες σημαντικές μουσικές προσωπικότητες της εποχής του και θα γνωρίσει διαφορετικά στυλ, τα οποία θα επηρεάσουν τη μετέπειτα εξέλιξή του. Αρχικά η οικογένεια επισκέπτεται το Μοναχό και ύστερατη Βιέννη, όπου παραμένει για μερικούς μήνες. Το παιδί θαύμα εμφανίζεται ενώπιον της αυτοκράτειρας Μαρίας-Θηρεσίας.

1763: Εμφανίσεις σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας (κάποια από αυτές παρακολουθεί και ο 14χρονος τότε Γκαίτε) στο πλαίσιο ενός μεγάλου ταξιδιού το οποίο διήρκεσε τρία χρόνια και συμπεριέλαβε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις.

1764: Επίσκεψη στις Βερσαλλίες όπου η οικογένεια Μότσαρτ παραμένει επί δύο εβδομάδες στην Αυλή του Λουδοβίκου του IE´. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου οι Μότσαρτ ταξιδεύουν στο Λονδίνο όπου γίνονται δεκτοί από τον Γεώργιο τον Γ´. Συνάντηση με τον Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, υπό την επίδραση του οποίου ο Μότσαρτ θα γράψει τις πρώτες του συμφωνίες. «Σε ηλικία επτά ετών ο σπουδαίος μας Βόλφγκανγκ μοιάζει να έχει κατακτήσει τις γνώσεις και την ωριμότητα ενός ανθρώπου 40 ετών» έγραφε την εποχή εκείνη, γεμάτος ενθουσιασμό, ο πατέρας Λεοπόλδος.

1766: Ύστερα από επισκέψεις σε Ολλανδία και Ελβετία, η οικογένεια Μότσαρτ επιστρέφει στο Σάλτσμπουργκ. Την επόμενη χρονιά ταξιδεύει εκ νέου στη Βιέννη.

1768: Ο 12χρονος Μότσαρτ συνθέτει ένα μονόπρακτο singspiel (τύπος γερμανικής όπερας, αντίστοιχος του dramma per musica που αναπτύχθηκε περί το 1700) με τίτλο «Βαστιανός και Βαστιανή», μια παρωδία του έργου του Ρουσσώ «Ο μάντης του χωριού». Την ίδια χρονιά γράφει και την πρώτη του ιταλική όπερα με τίτλο «La finta semplice» («H ψευτο-απλοϊκή») που παρουσιάζεται την επόμενη χρονιά στο Σάλτσμπουργκ.

1769: Ο 13χρονος Βόλφγκανγκ εργάζεται ως μουσικός στην Αυλή του Σάλτσμπουργκ και ταξιδεύει με τον πατέρα του στην Ιταλία όπου ο Πάπας, προς μεγάλη ικανοποίηση του Λεοπόλδου, χρίζει τον έφηβο συνθέτη ιππότη. H όπερά του «Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου» παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μιλάνο το 1770. Για το Μιλάνο εξάλλου γράφτηκε και η όπερα «Λεύκιος Σύλλας», ενώ το 1773 έγινε το τρίτο του ταξίδι στην Ιταλία, απ' όπου επέστρεψε στο Σάλτσμπουργκ.

1777: Παράλληλα με τη συνθετική του δραστηριότητα, που πλέον εκτείνεται σε συμφωνίες, κουαρτέτα εγχόρδων, σερενάτες, divertimenti, κοντσέρτα για πιάνο, αλλά και έργα εκκλησιαστικής μουσικής, ο νεαρός Μότσαρτ έχει να αντιμετωπίσει τις δεσμευτικές συνθήκες που του επιβάλλει ο πρίγκιπας-αρχιεπίσκοπος του Σάλτσμπουργκ. Τη χρονιά αυτή φεύγει σε περιοδεία με τη μητέρα του, αφού ο πατέρας του είναι άρρωστος. Επισκέπτονται το Μόναχο, το Αουγκσμπουργκ και το Μανχάιμ όπου γνωρίζει και ερωτεύεται την τραγουδίστρια Αλοΐσια Βέμπερ.

1778: Μητέρα και γιος επισκέπτονται το Παρίσι, όπου τον Ιούλιο του ίδιου έτους η Άννα-Μαρία πεθαίνει. Έχοντας πλέον πάψει να είναι το «παιδί
- θαύμα», ο Μότσαρτ συγκινεί πολύ λιγότερο τους Γάλλους που μοιάζουν απορροφημένοι από την περίφημη βεντέτα Γκλουκ - Πιτσίνι.

1779: H Αλοΐσια απορρίπτει την πρόταση γάμου του Βόλφγκανγκ και αντ' αυτού προτιμά έναν ηθοποιό. Εν μέσω αυξανόμενων διαφωνιών με τον πρίγκιπα-αρχιεπίσκοπο, ο Μότσαρτ εργάζεται ως οργανίστας στην Αυλή και στον καθεδρικό ναό του Σάλτσμπουργκ. Την ίδια χρονιά συνθέτει τη Λειτουργία σε ντο μείζονα KV 317, επονομαζόμενη και «της Στέψης».

1781: Στις 29 Ιανουαρίου η όπερά του «Ιδομενέας» παρουσιάζεται στο Μόναχο. Επιστρέφοντας στο Σάλτσμπουργκ, αντιμετωπίζει για τελευταία φορά τον αρχιεπίσκοπο και παραιτείται. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, πηγαίνει στη Βιέννη, την αδιαφιλονίκητη μουσική πρωτεύουσα της Ευρώπης, όπου εργάζεται ως ανεξάρτητος μουσικός.

1782: Στις 16 Ιουλίου παρουσιάζεται η «Απαγωγή από το Σεράι» και λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Αυγούστου, ο Βόλφγκανγκ παντρεύεται την Κονστάντσε Βέμπερ, μικρότερη αδελφή της πρώην αγαπημένης του Αλοΐσια. Τα τελευταία εννέα χρόνια της ζωής του θα είναι μια αντιπαράθεση οικονομικών δυσχερειών και εκπληκτικής παραγωγής αριστουργημάτων σε όλα σχεδόν τα είδη.

1784: Στις 21 Σεπτεμβρίου γεννιέται το δεύτερο παιδί του ζευγαριού, ο Καρλ Τόμας, ο οποίος έζησε ως το 1858. Την ίδια χρονιά ο Βόλφγκανγκ γίνεται δεκτός στην τεκτονική στοά «Αγαθοεργία» («Zur Wohlthätigkeit»).

1785: Το φθινόπωρο της χρονιάς αυτής ο Βόλφγκανγκ αφιερώνει έξι κουαρτέτα εγχόρδων στον Χάιδν. Περισσότερα από 20 χρόνια μεγαλύτερός του, ο εξαιρετικά διάσημος τόσο στη Βιέννη όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη Χάιδν θεωρούσε τον νεότερό του συνθέτη ως τον σπουδαιότερο που γνώριζε. Το ίδιο έτος ο Βόλφγκανγκ αρχίζει να δουλεύει επάνω στον «Φίγκαρο», το πρώτο έργο της περίφημης λυρικής τριλογίας σε συνεργασία με τον λιμπρετίστα Λορέντσο ντα Πόντε.

1786: Την 1η Μαΐου δίνεται η πρεμιέρα των «Γάμων του Φίγκαρο» στη Βιέννη όπου παρ' ότι η όπερα γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό, κατεβαίνει ύστερα από εννέα παραστάσεις. Γεννιέται το τρίτο παιδί του, το οποίο ωστόσο θα ζήσει μόλις δύο μήνες. Την ίδια χρονιά παρουσιάζεται στη Βιέννη το μονόπρακτο singspiel «Ο ιμπρεσάριος» («Der Schauspieldirektor») σε «συναγωνισμό» με την όπερα του Σαλιέρι «Πρώτα η μουσική, ύστερα τα λόγια» («Prima la musica, poi le parole»). Για την αντιπαλότητα των δύο συνθετών έχουν ειπωθεί πάρα πολλά, τα οποία εν τούτοις προσφάτως τείνουν να εξετασθούν επί νέας βάσεως.

1787: Μεγάλη επιτυχία του «Φίγκαρο» στην Πράγα. Θάνατος του πατέρα Λεοπόλδου σε ηλικία 68 ετών. Την ίδια χρονιά ο Βόλφγκανγκ συνθέτει το αριστούργημά του «Ντον Τζιοβάνι» - τη δεύτερη όπερα σε συνεργασία με τον Ντα Πόντε - αλλά και την περίφημη «Μικρή νυχτερινή μουσική» («Eine kleine Nachtmusik»).

1789: Το πέμπτο παιδί των Μότσαρτ γεννιέται. Θα διατηρηθεί στη ζωή όμως για μία μόλις ώρα.

1790: Πρεμιέρα της όπερας «Έτσι κάνουν όλες» (τρίτη συνεργασία των Μότσαρτ - Ντα Πόντε) στη Βιέννη και τελευταία μεγάλη περιοδεία του Μότσαρτ στη Γερμανία.

1791: Γεννιέται το έκτο παιδί του συνθέτη (και το δεύτερο που κατάφερε να παραμείνει ζωντανό) το οποίο πήρε το όνομα Φραντς Ξάβερ Βόλφγκανγκ και έζησε ως το 1844. Στις 6 Σεπτεμβρίου δίνεται στην Πράγα η πρεμιέρα της όπερας «H μεγαλοψυχία του Τίτου» και στις 30 του ίδιου μήνα ο «Μαγικός αυλός» παρουσιάζεται στη Βιέννη. Ο Μότσαρτ δουλεύει επάνω στο «Ρέκβιεμ», το οποίο ωστόσο θα αφήσει ημιτελές αφού αρρωσταίνει και παραμένει κλινήρης (το συμπλήρωσε ο μαθητής του Ζισμάιρ). Στις 5 Δεκεμβρίου ο συνθέτης πεθαίνει σε ηλικία 35 ετών και ενταφιάζεται σε ομαδικό τάφο. Οι συνθήκες του θανάτου του αλλά και η βιασύνη να ταφεί με τον τρόπο αυτόν ένας από τους πλέον φημισμένους άνδρες της Βιέννης έχουν οδηγήσει σε διάφορες συγκλονιστικές θεωρίες που παρέχουν έδαφος να πιστέψει κανείς ότι ίσως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται...

Ο ΜΟΤΣΑΡΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΚΩΣΤΑΝΤΆΡΑΣ ΠΑΡΙΣ

«ΕΤΟΣ ΜΟΤΣΑΡΤ» η φετινή χρονιά, 2006, που εστιάζεται στα 250 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη. Ένα «έτος» είναι προφανώς καλύτερο από τις παντός είδους «παγκόσμιες ημέρες» που προβάλλονται με σοβαρότητα από τα τηλεοπτικά δελτία. Μέσα στη διάρκειά του, μπορεί κάτι περισσότερο από μία ανθοδέσμη να εναποθέσουμε στο μνήμα του μεγάλου συνθέτη!

Ήδη, τα σχετικά αφιερώματα βρίσκονται τώρα εν εξελίξει - από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τις Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, την Εθνική Λυρική Σκηνή, το Atheneum, την Αίθουσα Φίλιππος Νάκας κ.ά. Και όμως, μια δεύτερη ματιά πίσω στον χρόνο, αποκαλύπτει την επιφανειακή σχέση του ελληνικού ακροατηρίου με τον Μότσαρτ.

Παρ' όλο που από τη δεκαετία του '70 και μετά ο Μότσαρτ σταθεροποιείται ως συνθέτης όπερας στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ανακαλύπτουμε με έκπληξη ότι δεν συμβαίνει το ίδιο με τη συμφωνική του μουσική και τη μουσική δωματίου. Το δέος που μπορεί να εκφράζουμε για τον Μότσαρτ είναι δυσανάλογο με τον χρόνο που του αφιερώνουμε, συγκριτικά με συνθέτες του ύστερου Ρομαντισμού και με εκείνους που τους λέμε, όψιμα, «σύγχρονους συνθέτες».

Κοκόση Σπυριδούλα

Είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των μουσικών της χώρας μας, από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι τώρα, μετεκπαιδεύτηκε στις χώρες των μεγάλων Κλασικών (Αυστρία, Γερμανία). Με την επιστροφή τους, όμως, στην Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα ακροατήριο παγερό μπροστά στο Κλασικό ύφος, ένα ακροατήριο αδιάφορο για την περίφημη ισορροπία μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής έκφρασης, που χαρακτηρίζει, ειδικά, τον Μότσαρτ.

Ο Θεόδωρος Συναδινός στην Ιστορία της νεοελληνικής μουσικής (Αθήνα, 1919) περιγράφει νόστιμα την πρώτη φορά που παίχτηκε γερμανική μουσική στην Ελλάδα, Δεκέμβριο 1860, στο Θέατρο Μπούκουρα. Ο Ιταλός Πασίφικο Μπαλντόνι, μέλος ορχήστρας ιταλικού μελοδράματος, θέλησε να εισαγάγει «καινά μουσικά δαιμόνια» στην Αθήνα. Το πρόγραμμα ανήγγειλε γερμανικές συνθέσεις για βιολί. Στο «κλειδοκύμβαλον» συνόδευε ο νεαρός τότε Ιωάννης Μίνδλερ. Oταν παρουσιάστηκαν και άρχισαν την εκτέλεση μιας σονάτας του Μότσαρτ, δεν μπόρεσαν να φθάσουν ώς το τέλος γιατί το ακροατήριο, συνηθισμένο μέχρι τότε να ακούει διαρκώς ιταλική μουσική, ξέσπασε σε αποδοκιμασίες: «… η θέσις του Μπαλντόνι ήτο δυσχερής. Ευτυχώς τον εξήγαγε ταύτης η ευφυής τω όντι έμπνευσις του συνοδεύοντος αυτόν κ. Ιωάννη Μίνδλερ, προτείνοντος να διακόψουν την εκτέλεσιν της σονάτας του Μότσαρτ, και αντ' αυτής να εκτελέσουν άσμά τι, αδόμενον εις τας οδούς, γνωστότατον εις όλους. Το τέχνασμα επέτυχεν. Τα ποδοκροτήματα μετετράπησαν εις ζωηρά και παρατεταμένα χειροκροτήματα και αι θορυβώδεις αποδοκιμασίαι εις ενθουσιώδεις επιδοκιμασίας. Ο Μπαλντόνι εσώθη».

ΠΑΡΑΜΕΛΗΘΗΚΕ Η ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

Είναι γεγονός ότι έχοντας αποκοπεί ως έθνος για τετρακόσια χρόνια από την εξέλιξη της μουσικής στην Ευρώπη, με την ανασύσταση του ελληνικού κράτους βρεθήκαμε ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα, τότε δηλαδή που ανθούσε ο Ρομαντισμός στην Ευρώπη. Και όταν πια, μετά, μπορούσαμε κάπως στοιχειωδώς να συγκροτήσουμε μουσικά σύνολα, είχαμε φθάσει χρονικά στις εξάρσεις πάθους του ύστερου Ρομαντισμού. Ταυτόχρονα, μεγάλη ήταν η επιρροή που ασκούσε η ιταλική όπερα, είδος με το οποίο εξετράφη αρχικά ο επτανησιακός λαός και, αργότερα, στην ελεύθερη Ελλάδα, μαζί με την οπερέτα, αστικά κέντρα όπως η Πάτρα, η Σύρος, η Αθήνα. Δεν τολμούσαν, ασφαλώς, να μην ικανοποιήσουν το γούστο του λαού και οι μουσικοί! Eτσι παραμελήθηκε, γενικά, η συστηματική διδασκαλία των Κλασικών στα ωδεία και η διαπαιδαγώγηση, εν γένει, στην ειδική ποιότητα του ήχου, τη ρυθμική ακρίβεια και τη συνοχή της δομής. Eνας φαύλος κύκλος, λοιπόν, με συνενόχους τόσο το ακροατήριο όσο και τους εκτελεστές. Εξ αιτίας του, διαιωνίστηκε και η ελλιπής εκπαίδευση των ελληνικών μουσικών συνόλων στον Κλασικό ήχο (κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στον ασθενή και απαίδευτο ήχο -των εγχόρδων ειδικά- στις ελληνικές ορχήστρες, όχι μόνο στον Μότσαρτ και τους Κλασικούς, αλλά ακόμη και σε γενικότερο ρεπερτόριο). Πρόκειται για πρόβλημα που εμφανίζεται σταθερά από τότε που υπάρχει κίνηση κλασικής μουσικής στην Ελλάδα. Τη σεβόμαστε… αλλά δεν την αγγίζουμε!

Όταν το 1938 ήρθε ο Μπρούνο Βάλτερ στην Ελλάδα και διηύθυνε τη Συμφωνία αρ. 35 του Μότσαρτ με τη Συμφωνική Ορχήστρα (μετέπειτα Κρατική Ορχήστρα Αθηνών) στην αίθουσα του κινηματογράφου Παλλάς, η κριτική αναρωτιέται για το πώς εξηγείται το γεγονός ότι «σε αρκετά σημεία εκινδύνευσε κι αυτή ακόμη η ρυθμική συνοχή του έργου, και ότι εδώ κι εκεί ακούστηκαν βαριές και βάναυσες δοξαριές στα βαθύτερα έγχορδα που, ελεύθερα από τον χαλινό ηνιόχου-μαέστρου, παραδόθηκαν στον ακράτητο καλπασμό τους»…

«Το αδιάκοπο σφυροκόπημα των Ρομαντικών», σημειώνει ο Μίνως Δούνιας, πολύ αργότερα ακόμη, το 1956, «κατάφερε ν' αμβλύνει το αισθητήριο της ορχήστρας για τις λεπτότερες αξίες της μεγάλης τέχνης». Και το 1958, στο ανέβασμα της όπερας του Μότσαρτ Eτσι κάνουν όλες από την Εθνική Λυρική Σκηνή, ο ίδιος κριτικός σημειώνει πως ο μαέστρος Αντίοχος Ευαγγελάτος πραγματοποίησε μια αέρινη απόδοση του συνόλου «όσο του επέτρεπαν οι τραγουδιστές επί σκηνής»… Αλλά δεν είναι μόνο στα μέσα της δεκαετίας του '50 που συμβαίνουν αυτά. Ερευνώντας τα προγράμματα από το αρχείο της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) -δεν είχαμε τότε και πολλούς εν δράσει οργανισμούς!-, εκπλήσσεται κανείς να βλέπει τη σχετική σταθερότητα με την οποία επαναλαμβάνεται ο ίδιος περίπου αριθμός εκτελέσεων των Συμφωνιών και των Κοντσέρτων του Μότσαρτ κάθε χρόνο: περίπου μία Συμφωνία και ένα ή δύο Κοντσέρτα το πολύ. Η συχνότητα αυτή πέφτει κατακόρυφα την περίοδο 1978-86, όπου μεσολάβησε διάστημα επταετίας από τη μία Συμφωνία στην άλλη, καθώς και δύο ή τριών ετών για τα Κοντσέρτα! Επανέρχεται, όμως, στα αρχικά λίγο αργότερα. Αν σ' αυτή την ένδεια προσέξουμε και το στοιχείο ότι από τις 41 αριθμημένες Συμφωνίες2, στην Ελλάδα παίζονται μόνο έξι ή επτά (οι αρ. 35, 36, 38, 39, 40, 41, μια φορά και η αρ. 25) και το πολύ πέντε από τα 27 αριθμημένα Κοντσέρτα για πιάνο. Από τις ανωτέρω έξι, διαλέχτηκαν και πάλι εφέτος οι τρεις Συμφωνίες με τις οποίες η ΚΟΑ θα τιμήσει το «έτος Μότσαρτ» (του Λιντς, του Διός και της Πράγας). Επίσης, ενδεικτικά, ας σημειωθεί ότι το δημοφιλές Κοντσέρτο για πιάνο Κ. 414 (αρ.12) παίχτηκε σε πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα το 1966!

Είναι, μάλιστα, περίεργο και πόσο εύκολα μπορεί να θεωρείται κανείς «μοτσαρτίστας» στην πατρίδα μας, αρκεί να παίζει καλά ένα ή δύο το πολύ Κοντσέρτα ή Σονάτες για πιάνο! Μοτσαρτίστας, όμως, μπορεί να είναι και κάποιος που όχι μόνο το κοινό, αλλά ίσως και ο ίδιος δεν αναγνωρίζει στον εαυτό του μια τέτοια ιδιότητα! Εγώ, προσωπικά, δεν μπορώ να λησμονήσω την υπέροχη εκτέλεση του Δημήτρη Σγούρου με το περίφημο Κουαρτέτο Κόνταγυ στο Κουαρτέτο για πιάνο και έγχορδα σε σολ ελάσσονα Κ.478 του Μότσαρτ, 17 Ιουλίου 2004 στο Ηρώδειο!

Ανάλογα με το ρεπερτόριο του Μότσαρτ για πιάνο, «τιμάται» και το βιολί και τα άλλα όργανα, με καλύτερη μοίρα ίσως αυτή του κλαρινέτου, αφού το περίφημο κοντσέρτο Κ.622 παίχτηκε πρόσφατα, όχι μόνο από τον Σπύρο Μουρίκη με την ΚΟΑ, αλλά και από το παιδί-θαύμα του κλαρινέτου, Τζούλιαν Μπλις, με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του ΒΒC στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (30 Νοεμβρίου 2005).

ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Όσον αφορά το λυρικό θέατρο: από τα διαθέσιμα στοιχεία3 που υπάρχουν δεν γίνεται καμία αναφορά σε παράσταση όπερας του Μότσαρτ στα Επτάνησα, στην Πάτρα και στη Σύρο! Στον αθηναϊκό Tύπο αναφέρεται παράσταση γερμανικού θιάσου στην Αθήνα το 1888 και η παρουσίαση από αυτόν της Απαγωγής από το σεράι. Η Απαγωγή περιελήφθη το 1888 στο ρεπερτόριο του Δεύτερου Ελληνικού Μελοδράματος με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Σπυρίδωνα Μπεκατώρο και χρηματοδότηση του φιλόμουσου ράπτη Ιωάννη Καραγιάννη, αλλά οι παραστάσεις της φαίνεται ότι ματαιώθηκαν λόγω αδιαφορίας του κοινού, αν και ο ίδιος θίασος παρουσίασε την όπερα σε Αλεξάνδρεια και Κάιρο το επόμενο έτος. Η Απαγωγή από το σεράι είναι το πρώτο έργο του Μότσαρτ που μπήκε στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (12 Δεκεμβρίου 1941) σε σκηνοθεσία Ντίνου Γιαννόπουλου και μουσική διεύθυνση Βάλτερ Πφέφερ. Ακολούθησαν Οι Γάμοι του Φίγκαρο (δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1953) και μετά, πιο σύντομα, Ιδομενέας, βασιλιάς της Κρήτης (1955, Φεστιβάλ Αθηνών), Eτσι κάνουν όλες (1958), Ντον Τζοβάνι (1962) και Μαγικός αυλός μόλις το 1969! Από τότε, όμως, έστω και καθυστερημένα, η ΕΛΣ περιλάμβανε κάθε χρόνο στο ρεπερτόριό της μία τουλάχιστον όπερα του Μότσαρτ, ως και την απαιτητική Μεγαλοψυχία του Τίτου το 1986 και 1987, κάτι που δεν μας επιτρέπει, πλέον, να λέμε ότι από πλευράς λυρικού θεάτρου ο Μότσαρτ έχει δυσμενέστερη μεταχείριση στην Ελλάδα από άλλους, ενδεχομένως, συνθέτες όπερας.

Εκτός από τον Ιδομενέα του 1955, στο Ηρώδειο παρουσιάστηκε το 1956 το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ υπό τον Κούμπελικ (συνεργασία ΚΟΑ και ΕΛΣ), το 1957 ο Μαγικός αυλός από την Κρατική Oπερα της Βιέννης, το 1973 η Απαγωγή από το σεράι από την Όπερα του Εθνικού Θεάτρου της Πράγας, το 1976 ο Ντον Τζοβάνι από την ΕΛΣ και με μαέστρο τον Δημήτρη Χωραφά, το 1979 ο Μαγικός αυλός και πάλι από την ΕΛΣ και Χωραφά, ενώ το 1984 ο Ιδομενέας από την Όπερα της Ζυρίχης σε μουσική διεύθυνση Αρνονκούρ και σκηνοθεσία Πονέλ.

Η ανάδειξη και του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών τα τελευταία χρόνια, ως χώρου μεγάλων παραγωγών όπερας και λυρικών θεαμάτων γενικότερα, έδωσε τη δυνατότητα να απολαύσουμε ακόμη και διεθνείς παραγωγές Μότσαρτ (Οι Γάμοι του Φίγκαρο, Ντον Τζοβάνι, Έτσι κάνουν όλες, Ιδομενέας, Η Μεγαλοψυχία του Τίτου, αλλά και πρόσφατα, 7-28 Δεκεμβρίου 2005 ο Μαγικός αυλός, που είχε δοθεί σε ημι-σκηνοθετημένη εκδοχή επίσης το 1991).

Συνοψίζοντας, βλέπουμε ότι στην Ελλάδα η παρουσίαση της μουσικής του Μότσαρτ έχει δύο σκέλη: το ένα είναι αυτό της όπερας, όπου ο Μότσαρτ κατακτά με τρομερή, βέβαια, χρονική καθυστέρηση το ελληνικό ακροατήριο, αλλά τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια παρουσιάζεται τακτικά στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Φεστιβάλ Αθηνών, στη Θεσσαλονίκη και, από την έναρξη λειτουργίας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών τη δεκαετία του '90, με σημαντικές διεθνείς παραγωγές κι εκεί.

Το δεύτερο, αντίθετα, σκέλος, αυτό που αφορά τη συμφωνική μουσική, τα κοντσέρτα, τη μουσική δωματίου, τις σονάτες, είναι απόλυτα απογοητευτικό! Αποτελεί καθρέφτη της έλλειψης μουσικής παιδείας σε όλες τις βαθμίδες και επιβεβαιώνει την απουσία μουσικών συνόλων με εκτόπισμα.

Ο Μότζαρτ σήμερα

Κωνσταντάρα

ΔΙΑΚΟΣΙΑ πενήντα χρόνια από τη γέννησή του συμπληρώνονται φέτος. Υπήρξε ένας απρόβλεπτος άνθρωπος, γεμάτος εκπλήξεις. Hταν παιδί-θαύμα και διαβολόπαιδο, εργασιομανής και χωρατατζής.

Η ΤΑΙΝΙΑ

Όμως, αυτό που σίγουρα δεν υπήρξε ο Μότσαρτ ήταν μία ιδιοφυΐα που έπεσε από τον ουρανό, όπως τον ήθελε ο Μίλος Φόρμαν στην θαυμάσια αλλά ιστορικά αναξιόπιστη ταινία του Αμαντέους (1984), βασισμένη στο θεατρικό έργο του Πήτερ Σάφερ. Φυσικά, η ταινία βοήθησε αποφασιστικά στην ακόμα μεγαλύτερη δημοτικότητα του ούτως ή άλλως αγαπητού συνθέτη. Το όνομά του έχει δοθεί σε δρόμους και πλατείες, αλλά και σε πραλίνες πολυτελείας, σε αρώματα και σε ηδύποτα. Η μορφή του βρίσκεται σε κάθε είδους προϊόντα: από κάρτες, κούπες και μολύβια, μέχρι γραβάτες, μαντίλια, σημειωματάρια...

ΓΝΩΣΤΕΣ ΜΕΛΩΔΙΕΣ

Ορισμένες μελωδίες του, όπως το πρώτο θέμα από τη σερενάτα Μια μικρή νυκτερινή μουσική ή το τελικό Ρόντο σε τούρκικο ύφος από τη Σονάτα για πιάνο αρ. 11, ανήκουν στους δημοφιλέστερους ήχους κινητών τηλεφώνων.

ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ

Από τον Μότσαρτ και τη μουσική του δεν ζει σήμερα μονάχα η γενέτειρά του, το Ζάλτσμπουργκ. αλλά ολόκληρη η Αυστρία, καθώς ο κύκλος εργασιών είναι ατελείωτος και τα κάθε είδους τουριστικά προϊόντα και υπηρεσίες ανεξάντλητα. Επιπλέον, οι δύο μεταπολεμικές επέτειοι (1956, 1991), από τις οποίες η δεύτερη σε εποχή παγκοσμιοποίησης και εμπορευματοποίησης με τη βιομηχανία δίσκων στο ζενίθ, έκαναν τον Μότσαρτ γνωστό ανά την υφήλιο. Το φετινό 2006, εμπορικά άτυχο καθώς έρχεται μόλις 15 χρόνια μετά την προηγούμενη επέτειο και σε χρονιά ύφεσης, θα στηριχθεί στην ανακύκλωση και στη νέα πελατεία, πάντα πρόθυμη να ενδώσει στη γοητεία του μύθου και την καλά κατασκευασμένη εικόνα του λαϊκού ινδάλματος.


 

 
 

όπως αποκαλύπτονται μέσα από τις επιστολές του σε οικεία του πρόσωπα
Πλευρές του χαρακτήρα του συνθέτη

 

 

 

 

 

Μαυροπούλου Ελενίκη

Όταν οι επιστολές του Μότσαρτ, οι οποίες σώθηκαν χάρη στον δεύτερο σύζυγο της Κονστάντσε, δόθηκαν στη δημοσιότητα, προκάλεσαν τεράστια αμηχανία στους μελετητές. Ο μεγάλος συνθέτης εμφανιζόταν σε αυτές περισσότερο σαν ένα «κακό και σκανταλιάρικο» παιδί παρά σαν ένα παιδί-θαύμα: βωμολοχούσε επιδέξια σε όλες ης γλώσσες (γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά και λατινικά), επιδεικνύοντας άκρατη ροπή προς την κοπρολαλία, έκανε χονδροειδή λεκτικά και ορθογραφικά λάθη, έγραφε με απόλυτη αδιαφορία για τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού. Βασιζόμενοι στις επιστολές και σε διάφορα περιστατικά της ζωής του, ορισμένοι ειδικοί υποστήριξαν ότι ίσως έπασχε από το σύνδρομο του Τουρέ - το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ως σύμπτωμα και την κοπρολαλία. Οι περισσότεροι μελετητές έσπευσαν πάντως αρχικά να «συμμαζέψουν» τις επιστολές του, διορθώνοντάς τες και λογοκρίνοντάς τες. Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να κυκλοφορούν πιστότερες μεταφράσεις του αρχικού κειμένου, αποκαλύπτοντας όλες τις πλευρές του μεγάλου συνθέτη.

«Αγαπημένη γυναικούλα, έχω ένα σωρό πράγματα να σου ζητήσω: 1) Σου ζητώ να μην είσαι θλιμμένη. 2) να προσέχεις την υγεία σου και να μην εμπιστεύεσαι τον ανοιξιάτικο αέρα. 3) να μη βγαίνεις μόνη με τα πόδια και, ακόμη καλύτερα, να μη βγαίνεις καθόλου με τα πόδια. 4) να είσαι απολύτως βέβαιη για την αγάπη μου - δεν σου έχω γράψει ως τώρα ούτε ένα γράμμα χωρίς να έχω βάλει μπροστά μου το αγαπημένο πορτρέτο σου. 5) να λαμβάνεις υπόψη στη συμπεριφορά σου όχι μόνο την τιμή σου και τη δική μου, αλλά και τα προσχήματα...».

Στη σύζυγό του, 1789

«Με άφησαν να περιμένω μισή ώρα σε ένα μεγάλο δωμάτιο χωρίς θέρμανση και τζάκι. Τελικά η δούκισσα του Σαμπό ήλθε και, με τη μεγαλύτερη ευγένεια, με παρακάλεσε να της κάνω τη χάρη να παίξω σε ένα πιάνο που ήταν εκεί και να το δοκιμάσω, γιατί κανένας από τους δικούς της δεν ήταν σε θέση. Της είπα ότι θα έπαιζα ευχαρίστως, αλλά ήταν αδύνατον, γιατί δεν ένιωθα πια τα δάχτυλά μου από το κρύο. και την παρακάλεσα να με οδηγήσει σε ένα δωμάτιο που να έχει αναμμένο τζάκι. "Μα ναι, κύριε, έχετε δίκιο". Αυτή ήταν όλη και όλη η απάντησή της. Μετά κάθισε και άρχισε να σχεδιάζει επί μία ολόκληρη ώρα με άλλους κυρίους. όλοι καθισμένοι σε έναν κύκλο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Είχα λοιπόν την τιμή να περιμένω μία ολόκληρη ώρα, με τα παράθυρο και τις πόρτες ανoιχτές. Δεν κρύωνα πια μόνο στα χέρια αλλά σε όλο μου το σώμα και στα πόδια, και το κεφάλι μου άρχισε να με πονάει. Δεν ήξερα πια τι να κάνω, τόση ώρα με αυτό το κρύο, αυτόν τον πονοκέφαλο και αυτή την πλήξη. Πολλές φορές είπα μέσα μου ότι αν δεν ήταν για χάρη του κ. Γκριμ, θα είχα φύγει στη στιγμή. Τελικό, για να συντομεύω, άρχισα να παίζω στο άθλιο και απεχθές πιανοφόρτε. Το πιο προσβλητικό ήταν ότι η κυρία και αυτοί οι κύριοι δεν διέκοψαν ούτε για μία στιγμή το σχέδιό τoυς, αλλά συνέχισαν, έτσι που αναγκάστηκα να παίζω για τις καρέκλες, το τραπέζια και τους τοίχους. Σε τέτοιες συνθήκες, έχασα την υπομονή μου. Έχοντας αρχίσει τις Παραλλαγές Φίσερ, έπαιξα τις μισές και σηκώθηκα. Αμέσως άρχισε ένας κaτακλυσμός από φιλοφρονήσεις. Είπα όμως αυτό που είχα να πω, βασικά ότι δεν μπορούσα να παίξω καθόλου σε ένα τέτοιο όργανο και ότι θα ήμουν πολύ ευτυχής αν ερχόμουν μια άλλη μέρα, υπό τον όρο πως θα υπήρχε ένα καλύτερο πιάνο. Η δούκισσα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να με αφήσει να φύγω προτού έλθει ο σύζυγος της. Αυτός κάθισε δίπλα μου και με άκουσε με όλη του την προσοχή. Και εγώ... ξέχασα το κρύο, τον πoνοκέφαλο και όλα το άλλα. Και παρά το απεχθές αυτό πιάνο άρχισα να παίζω όπως ακριβώς παίζω όταν είμαι στην καλύτερη φόρμα του κόσμου. Δώστε μου το καλύτερα πιάνα της Ευρώπης αλλά αν με ακούνε άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τίποτε ή δεν θέλουν να καταλάβουν τίποτε και δεν συναισθάνονται μαζί μου αυτό που παίζω, τότε θα χάσω όλη τη χαρά μου».

Στον πατέρα του, 1778

«Και τώρα σας δίνω ένα νέο το οποίο ίσως γνωρίζετε ήδη, ότι αυτός ο άθεος, αυτό το μεγάλο κάθαρμα ο Βολταίρος, τα τίναξε σαν το σκυλί, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, σαν το ζώο - αυτή είναι η ανταμοιβή του!».

Στον πατέρα του, 1778

«Κοίταζα, με απόλυτη ικανοποίηση, πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι στριφογύριζαν χαρούμενα στη μουσική του "Φίγκαρό" μου, ενορχηστρωμένη σε contredanses και aIlemandes. Εδώ δεν μιλάνε για τίποτε άλλο παρά για τον "Φίγκαρο". Δεν παίζουν, δεν σφυρίζουν, δεν χορεύουν και δεν σιγομουρμουρίζουν τίποτε άλλο από μοτίβα του "Φίγκαρο". Καμία άλλη όπερα δεν γοητεύει όσο ο "Φίγκαρο΄΄ πάντα ο Φίγκαρο..».

Σε ένα φίλο 1787


«Ο Μαγικός Αυλός» του W. A. Mozart

Υπόθεση και σχόλια

της Μαρίας Γεωργακοπούλου, μουσικολόγου

 

Η όπερα «Μαγικός Αυλός» του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ανήκει στο είδος της όπερας- κωμωδίας που ονομάζεται Ζήνγκσπηλ (Singspiel). Πρόκειται για ένα είδος κωμικής όπερας γραμμένο στα Γερμανικά και με μουσικές επιρροές από την τοπική μουσική.

Ο «Μαγικός Αυλός» παίχτηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη στις 30 Σεπτεμβρίου 1791 και είχε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Το λιμπρέτο (οι διάλογοι δηλαδή) του έργου, όπου συνωστίζονται πολυάριθμοι χαρακτήρες με τρόπο που θυμίζει όπερες του 17ου αιώνα, γράφηκε από τον ηθοποιό και θιασάρχη, φίλο του Μότσαρτ, Εμάνουελ Σικανέντερ.

Η ιστορία ξεκινά με τον νεαρό πρίγκιπα Ταμίνο που περιπλανώμενος σε μια ξένη χώρα δέχεται επίθεση από ένα τεράστιο φίδι και… λιποθυμά. Τυχαία περνούν από εκεί τρεις κυρίες από την αυλή της βασίλισσας της χώρας (Βασίλισσα της Νύχτας) και σκοτώνουν το φίδι. Όταν συνέρχεται ο Ταμίνο βλέπει το σκοτωμένο φίδι και έναν περίεργα ντυμένο κυνηγό πουλιών, τον Παπαγκένο, ο οποίος ισχυρίζεται ότι αυτός τον έσωσε από το τρομερό φίδι. Οι τρεις κυρίες επεμβαίνουν λέγοντας την αλήθεια στον Ταμίνο και βάζοντας μια κλειδαριά στο στόμα του Παπαγκένο για να μην μπορεί να πει άλλα ψέματα. Ακόμη οι τρεις κυρίες μιλούν στον Ταμίνο για τη Βασίλισσα της Νύχτας και τη μονάκριβη κόρη της, την Παμίνα που την κρατά έγκλειστη ο κακός ιερέας Σαράστρο. Δείχνουν μια εικόνα της Παμίνα και ο Ταμίνο την ερωτεύεται αμέσως, οπότε του ζητούν να τη σώσει. Έτσι ο Ταμίνο μαζί με τον Παπαγκένο ξεκινούν το ταξίδι για τη σωτηρία της Παμίνα.

Στη δεύτερη πράξη της όπερας ο Ταμίνο κι ο Παπαγκένο βρίσκουν το ναό που βρίσκεται ο Σαράστρο και η Παμίνα, αλλά ανακαλύπτουν ότι η πριγκίπισσα δε βρίσκεται εκεί παρά τη θέλησή της, αλλά για να προφυλαχτεί από τη μοχθηρή και φιλόδοξη μητέρα της, η οποία ζητά από την κόρη να σκοτώσει το Σαράστρο και να του αποσπάσει τον δίσκο του ήλιου, που δίνει σε όποιον τον έχει μεγάλη δύναμη. Ο Ταμίνο περνά μια σειρά από δοκιμασίες για να γίνει μέλος της ομάδας του Σαράστρο και διάδοχός του. Για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες ο Σαράστρο του δίνει ένα μαγικό αυλό που έχει την ικανότητα να λύνει τα όποια προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίσει. Έτσι ο Ταμίνο βγαίνει νικητής από τις δοκιμασίες και παντρεύεται την Παμίνα. Στο μεταξύ ο Παπαγκένο που από την αρχή του έργου παρουσιάζεται να ζητά μια γυναίκα, βρίσκει το ταίρι του, την Παπαγκένα.

Όπως παρατηρούμε, στη δεύτερη πράξη υπάρχει μια άτσαλη εκτροπή του λιμπρέτου, και ορισμένοι από τους «καλούς» της πρώτης πράξης εμφανίζονται ως «κακοί». Κατά πάσα πιθανότητα, ο Μότσαρτ και ο Σικανέντερ αποφάσισαν όταν ήδη είχε γραφεί η πρώτη πράξη, να εκφράσουν στο έργο τους τον κόσμο των ηθικών υποχρεώσεων και των ανθρώπινων αρετών, μέσω των μασονικών συμβόλων. Έτσι, στη δεύτερη πράξη ο Ταμίνο και η Παμίνα, περνώντας μια σειρά δοκιμασιών, νικούν το Σκοτάδι και γνωρίζουν το Φως.

Σ’ αυτό το σημείο θα ήταν πολύ σημαντικό να αναφέρουμε το ρόλο και τη σημασία της Μασονίας τον 18ο αιώνα. Η Μασονία, εκείνη την εποχή ήταν μια σημαντική δύναμη, συνδεδεμένη με τις κατακτήσεις του Διαφωτισμού, και συχνά, για το λόγο αυτό βρισκόταν υπό διωγμό. Ο Μότσαρτ έγινε Μασόνος στις 14 Δεκεμβρίου του 1784. Κατά πάσα πιθανότητα, οι σαφείς αναφορές στα σύμβολα του μασονισμού, που υπάρχουν στο «Μαγικό Αυλό», έγιναν εν γνώσει υψηλών βαθμοφόρων της στοάς για να βοηθηθεί ο θεσμός.

Η μεγάλη επιρροή των διδαγμάτων της Μασονίας στον Μότσαρτ μαρτυρείται τόσο στην όλο και πιο έντονα εξομολογητική μουσική του μετά το 1784, όσο και σε κείμενά του. Περίφημο είναι το παρακάτω απόσπασμα επιστολής στον πατέρα του (4 Απριλίου 1787):

«Ευχαριστώ το θεό που μου έδωσε την ευκαιρία (καταλαβαίνεις τι εννοώ) να μάθω πως ο θάνατος είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει την πόρτα για την αληθινή μας ευτυχία. Κανένα πια βράδυ δεν ξαπλώνω χωρίς να σκεφτώ πως –όσο νέος κι αν είμαι- μπορεί να μη ζήσω να δω την επόμενη μέρα. Και εντούτοις, κανείς απ’ όσους με ξέρουν δεν μπορεί να πει πως είμαι λυπημένος στην καθημερινή μου ζωή. Και για την ευτυχία μου αυτή, ευχαριστώ καθημερινά τον Δημιουργό και εύχομαι σε κάθε άνθρωπο το ίδιο από τα βάθη της ψυχής μου».

Ακούγοντας το «Μαγικό Αυλό» εντυπωσιαζόμαστε από την ποικιλία μουσικών ειδών και υφών και από το γεγονός ότι συνθέτουν μια τέλεια ενότητα. Υπάρχουν στιγμές που η μουσική είναι γραμμένη σε ύφος λουθηρανής εκκλησιαστικής μουσικής, άλλες στιγμές που θυμίζουν Μπάχ, και οι ανάλαφρες στιγμές του έργου που είναι γραμμένες σε ύφος απλού γερμανικού λαϊκού στροφικού τραγουδιού. Οι τελευταίες είναι αυτές που περιγράφουν τις αναζητήσεις του απλού και αγνού Παπαγκένο (καλό φαΐ, κρασί και μια καλή γυναικούλα).

Ο ρόλος του Παπαγκένο γράφτηκε για τον Σικανέντερ, που δεν ήταν μουσικός, αλλά ήταν πολύ έμπειρος θεατράνθρωπος. Σύζυγος της σοπράνο που έπαιξε τη Βασίλισσα της Νύχτας στην πρεμιέρα, διηγείται πως μέχρι τις τελευταίες πρόβες, το τελικό ντουέτο του Παπαγκένο και της Παπαγκένα ήταν διαφορετικό από αυτό που καταγράφηκε ως οριστικό. Ο Σικανέντερ γύρισε κάποια στιγμή στο Μότσαρτ, που διηύθυνε την ορχήστρα, και είπε: «Αυτό εδώ δεν είναι καλό. Η μουσική πρέπει να δείχνει περισσότερο την έκπληξή μας. Πρέπει να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο, και μετά ο Παπαγκένο να αρχίσει να ψελλίζει «Πα-πα-πα», η Παπαγκένα να κάνει το ίδιο, μέχρις ότου συνέλθουμε και προφέρουμε συγχρόνως τα ονόματά μας ολόκληρα». Ο Μότσαρτ ενθουσιάστηκε με αυτή την ιδέα και έγραψε μια από τις γοητευτικότερες σκηνές του έργου.

Αυτό που θαυμάζει κανείς περισσότερο στη μουσική του Μότσαρτ, είναι η ακρίβεια και η αληθοφάνεια των ερμηνειών της, ιδίως των χαρακτήρων, που με κάθε τρόπο αγαπούν.

Το πρώτο πράγμα που έρ­χεται στο μυαλό κάποι­ου, όταν ακούει τη μουσική του Συνθέτη εί­ναι μόνο αυτό... τίποτα δεν ακούγεται περίεργο για να θέλει ανάλυση... τίποτα δεν παραβιάζει τους νόμους της Φύσης γιατί αυτό ήταν, είναι και θα είναι η μουσική του Αμαντέους, του «Αγαπημένου των θεών»... ένα με τη Μητέρα Φύση. Ή καλύτερα, μία ηχητική ερμηνεία της.

Ο Franz Niemetschek (1766-1820), δέκα χρόνια νεώτερος του Mozart, γνώρισε το μεγάλο συνθέτη το 1787 στο σπίτι της τραγουδίστριας Josepha Duschek κατά την πρεμιέρα της όπερας Don Giovanni. Το 1798, επτά χρόνια μετά το θάνατο του Mozart και καθηγητής των Λατινικών πλέον στο Πανεπιστήμιο της Πράγας ο Niemetschek, τον περιέγραψε σε δημοσίευμά του ως εξής:

«Η σωματική διάπλαση αυτού του εξαίρετου ανθρώπου δεν είχε κάτι το αξιοθαύμαστο. 'Ηταν κοντός και η εμφάνισή του, με εξαίρεση τα μεγάλα αστραφτερά μάτια του, δεν δήλωνε το μέγεθος της ιδιοφυίας του. Το βλέμμα του ήταν ασταθές και αφηρημένο, εκτός αν καθόταν στο πιάνο. Τότε άλλαζε όλο του το πρόσωπο! Τα μάτια του ηρεμούσαν, σοβαρός και συγκεντρωμένος. Με κάθε κίνηση των μυών του εκδηλωνόταν η ευαισθησία που ήθελε να εκφράσει με το παίξιμό του και μπορούσε να ξυπνήσει τόσο δυνατά στον ακροατή του.

Είχε μικρά, όμορφα χέρια. Παίζοντας πιάνο μπορούσε να τα κινεί πάνω στα πλήκτρα τόσο απαλά και με τόσο φυσικό τρόπο, ώστε η απόλαυση των ματιών δεν ήταν μικρότερη από αυτή που είχαν τα αυτιά με τον ήχο. Είναι αξιοθαύμαστο, πώς μπορούσε να πιάσει τόσες νότες, ιδιαίτερα στα μπάσα. Αυτό το γεγονός πρέπει να είναι συνέπεια της αποδοτικής εξάσκησης, η οποία οφείλεται, σύμφωνα με την ομολογία του, στην επιμελή σπουδή των έργων του Bach (".)

Τ ο μέγεθος και η έκταση της ιδιοφυίας του προκύπτει από την τόσο πρώιμη, τόσο γρήγορη και χωρίς προηγούμενο εξέλιξή του και από το υψηλό επίπεδο ολοκληρώσεως, στο οποίο ανέβηκε στην τέχνη του. Ποτέ δεν μπόρεσε να καλύψει ένας συνθέτης, εκτός του Mozart, τόσο ευρύ πεδίο της τέχνης του και να λάμψει σε κάθε κλάδο της: Από τη δημιουργία μίας όπερας, μέχρι ένα απλό τραγούδι. Από την ανωτερότητα μιας συμφωνίας, μέχρι το ελαφρό χορευτικό κομμάτι, φέρουν τα έργα του παντού τη σφραγίδα της πιο πλούσιας φαντασίας, της πιο διεισδυτικής ευαισθησίας, του πιο λεπτού γούστου. Έχουν νεωτερισμό και πρωτοτυπία που αποτελεί επιβεβαίωση της ιδιοφυιας του. Ακόμα κι εκείνο που του προσάπτουν ως σφάλμα, αποδεικνύει τη δύναμη του ελεύθερου πνεύματός του που προχωράει σε νέους δρόμους. Επιπλέον να σκεφτούμε την ευκολία, με την οποία έγραψε τα περισσότερα από τα έργα του και την πληρότητα που πέτυχε ταυτόχρονα στο παίξιμο του πιάνου (...)». (Franz Niemetschek: W.A. Mozarts Leben nach Originalquellen, Taussig, Prag 1906)