Open menu
Frederic Chopin (1810-1849)
Η επιδέξια μυστικότητα
Κατσανάκη Ειρήνη, Α  Λυκείου

Ένα νέο πολωνικό θαύμα
Ο Σοπέν γεννήθηκε το 1810 στη Ζελαζόβα Βόλα, κοντά στη Βαρσοβία. Ο πατέρας του, ένας χωρικός από τη Λορένη, μετοικεί στην Πολωνία, όπου διδάσκει γαλλικά, τη γλώσσα της ανώτερης τάξης της εποχής, και παντρεύτηκε μια νεαρή Πολωνή, από ευγενή οικογένεια. Λίγο καιρό μετά τη γέννηση του Φρέντερικ, του δεύτερου από τα τέσσερα παιδιά τους, το ζευγάρι εγκαθίσταται στη Βαρσοβία. Ο Νικόλα Σοπέν διαμορφώνει το σπίτι του σε κομψό οικοτροφείο για νέους Πολωνούς αριστοκράτες, οι οποίοι γίνονται οι πρώτοι φίλοι του γιου του. Τους διδάσκει αρχαίες γλώσσες και μουσικής, καθώς ο ίδιος παίζει βιολί και φλάουτο. Σε ηλικία μόλις τριών ετών, το παιδί-θαύμα χαϊδεύει τα πλήκτρα του πιάνου και αυτοσχεδιάζει μικρά κομμάτια. Η οικογένεια του τον εμπιστεύεται σε έναν καθηγητή που τον γαλουχεί με ακούσματα από Μπαχ, τον οποίο θαυμάζει. Στα επτά του χρόνια ο μικρός πιανίστας εκπλήσσει το κοινό της Βαρσοβίας, ενώ παίζει συχνά για το μέγα δούκα Κωνσταντίνο. Η μουσική του μικρού Σοπέν έχει το χάρισμα να απαλύνει τις φοβερές εκρήξεις του, γι' αυτό τον καλούν στο παλάτι μόλις πάει να ξεσπάσει ένας νέος κίνδυνος. Διαφημίζοντας ήδη οι πρώτες του συνθέσεις από τις Πολωνέζες μέχρι και τις παιδικές συνθέσεις, τις οποίες ο τοπικός Τύπος διατυμπανίζει με καμάρι.
Έφηβος ακόμη, εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο για να αφιερωθεί στη μουσική. Το 1827 επιχειρεί την πρώτη του σύνθεση για πιάνο και ορχήστρα, τις Παραλλαγές. Η τέχνη να ανταγωνίζεται στο πιάνο τους πιο γλυκούς κυματισμούς της ανθρώπινης φωνής, όπως αυτή ξεδιπλώνεται στην ιταλική όπερα της εποχής του, αγγίζει ήδη το θαύμα. Το 1832 ο Ρόμπερτ Σούμαν, συμπεριλαμβάνοντας τη συγκεκριμένη παρτιτούρα σε μια μουσική επισκόπηση, καταλήγει το μακροσκελές άρθρο του με αυτή τη φράση που έμεινε στην ιστορία: ((Κάτω το καπέλα, κύριοι, μία ιδιοφυΐα».
Το 1829 ο Σοπέν πραγματοποιεί τις πρώτες συναυλίες του στη Βιέννη και εκπλήσσει κοινό και κριτικούς. Πρέπει, όμως, να ξεπεράσει την απέχθεια του στο κοντσέρτο καθώς και την αμηχανία του μπροστά στο κοινό. Η επιδεξιότητα του είναι εκπληκτική, με μια κομψότητα άνευ προηγουμένου, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό να υποκινήσει ηχητικές θύελλες.
Η δοκιμασία της εξορίας
Ο Σοπέν γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να γίνει γνωστός σε ένα πιο ευρύ ακροατήριο και φεύγει για μία από τις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της μουσικής. Μόλις φθάνει στη Βιέννη, το Νοέμβριο του 1830, πληροφορείται για την εξέγερση της Βαρσοβίας κατά της τσαρικής εξουσίας. Ενώ βρίσκεται σε περιοδεία στη Στουτγάρδη το Σεπτέμβριο του 1831, μαθαίνει ότι ο ρώσικος στρατός επανακτά τη Βαρσοβία μέσα σε λουτρό αίματος. Η Πολωνία βρίσκεται εκ νέου υπό καθεστώς τυραννίας, ενώ υποκινούνται απελάσεις απαλλοτριώσεις για να υποτάξουν τον επαναστατημένο λαό, εξολοθρεύοντας την ελίτ του. Ο Σοπέν αγνοεί αν οι συγγενείς του είναι ακόμη ζωντανοί. Η ταυτότητα του είναι καθορισμένη: από δω και πέρα θα είναι «ο εξόριστος», η λύπη του οποίου ανταμώνει με εκείνη ενός ολόκληρου λαού, κινούμενη ανάμεσα στη νοσταλγία και στον πολεμικό θυμό
Ο δεξιοτέχνης Παριζιάνος
Ο Σοπέν πηγαίνει στη συνέχει στο Παρίσι και γίνεται το ίνδαλμα του κοινού. Προσκεκλημένος στα μεγάλα σαλόνια, γνωρίζεται με διάσημες προσωπικότητες της εποχής, ανάμεσα στις οποίες με τον Λιστ και τον Μπερλιόζ. Τελικά αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι. Έχοντας ανήσυχο χαρακτήρα, απαρνείται πολύ γρήγορα τα δημόσια κοντσέρτα, τα οποία δίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η ευαίσθητη σωματική κατασκευή του επιβαρύνεται από τη φυματίωση, χωρίς ωστόσο να την υπολογίζει σοβαρά. Εξασφαλίζει κάποια οικονομική άνεση παραδίδοντας μαθήματα πιάνου, κυρίως σε νέες κοπέλες της αριστοκρατίας, οι οποίες είναι έτοιμες να πληρώσουν ακριβά έναν τόσο φημισμένο καθηγητή. Το πρωί συνθέτει, το απόγευμα διδάσκει. Το βράδυ βγαίνει στα θέατρα, στην όπερα, ενώ επισκέπτεται τα κοσμικά σαλόνια μέχρι τα μεσάνυχτα. Στην εμφανή αποδιοργάνωση της ύπαρξης του απαντά η απόλυτη εστίαση στο έργο του, καθώς είναι αφοσιωμένος, σχεδόν αποκλειστικά στο πιάνο του και στην «καθαρόαιμη» μουσική, απερίσπαστος από τις λογοτεχνικές εμπνεύσεις και τα «προγράμματα», τα οποία είναι αγαπητά στους ρομαντικούς φίλους του, Λιστ και Μπερλιόζ. Ο Σοπέν αρνείται επίμονα να γράψει όπερες, παρότι πρόκειται για το μόνο είδος που είναι ικανό να εξασφαλίσει σε κάποιον περιουσία και καθιέρωση. Το διάστημα μεταξύ 1834 και 1836 ξεκινά περιοδείες στη Γερμανία, έχοντας έτσι την ευκαιρία να ξανασυναντήσει τους γονείς του. Εν τω μεταξύ, το ειδύλλιο του με την Πολωνή Μαρία Βιοτζίνσκα ναυαγεί, καθώς η οικογένεια της αντιδρά και διαλύει τον αρραβώνα.
Η αγάπη της Γεωργίας Σάνδη
Η μοίρα, όμως, έχει άλλα σχέδια για τον Σοπέν. Το 1836 γνωρίζει τη Γεωργία Σάνδη, μια ανεξάρτητη και περήφανη συγγραφέα, η οποία έχει αφιερωθεί στη λογοτεχνική καριέρα, ζει μια εκκεντρική ζωή και της αρέσει να φορά μπότες και παντελόνι. Η σχέση της με τον Αλφρεντ ντε Μισέ έχει μόλις τελειώσει. Όλα μοιάζουν να είναι αντίθετα ανάμεσα σε αυτόν τον λεπτό και επιφυλακτικό άντρα και σε αυτή τη γυναίκα-αρχηγό, την τόσο παράτολμη και διαχυτική. Μάλιστα, η πρώτη γνωριμία προκαλεί αρνητική εντύπωση στον Σοπέν. Όσον αφορά τη Σάνδη, τον μεταχειρίζεται σαν «νέο κορίτσι»... Δύο χρόνια αργότερα γίνονται ζευγάρι. Η Σάνδη με τον Σοπέν πηγαίνουν στη Μαγιόρκα, στα Κανάρια Νησιά και ζουν μια τρελή περιπέτεια για την εποχή. Αλλά η υγρή, αποπνικτική ατμόσφαιρα και οι ασταμάτητες βροχές του προκαλούν πυρετό. Θύμα των παραισθήσεων του, βλέπει φαντάσματα πεθαμένων μοναχών να βγαίνουν από τους τάφους τους, αρκετά δυσοίωνες οπτασίες, την αντανάκλαση των οποίων φέρον τα Πρελούδ/σ για πιάνο. Κάθε καλοκαίρι από το 1842 μέχρι το 1846 ο Ιοπέν πηγαίνει στο Νοάν, στο σπίτι της Σάνδη. Εκεί, όπως εκείνη μας διηγείται, κάθεται αττό το πρωί στο πιάνο για να δουλέψει μια μουσική ιδέα. Πάντα ανικανοποίητος από αυτή την πρώτη προσπάθεια, απομακρυσμένος από την ανώτερη έμπνευση που προσωρινά αισθάνεται, την επαναλαμβάνει ασταμάτητα, δεν αλλάζει παρά μια νότα ή έναν κυματισμό κάθε φορά, διορθώνοντας εδώ κι εκεί. Ύστερα από λίγες ώρες αναζήτησης, και καθώς οι ένοικοι του σπιτιού εξαγριώνονται, αποφασίζει να επιστρέψει στην πρώτη προσπάθεια, αυτή πΟου τελικά προδίδει λιγότερο την αρχική έμπνευση.
Η φθορά και ο θάνατος
Ο Λιστ τους επισκέπτεται στο Νοάν μαζί με τη Μαρϊ ντ' Αγκουλ, η οποία εγκατέλειψε το σύζυγο της προκαλώντας σκάνδαλο. Οι παθιασμένες συζητήσεις τους αποτελούν πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημα της Σάνδη Κονσουέλο. Πολλοί καλλιτέχνες συνθέτουν μια μικρή «αυλή» γύρω από αυτά τα δύο ζευγάρια-σύμβολα του ρομαντισμού, ενώ κάποιοι από αυτούς αργότερα συνάπτουν ερωτική σχέση με τη Σάνδη. Από το 1846 οι μεταξύ τους διαμάχες συχνές και η οριστική ρήξη επέρχεται την επόμενη χρονιά. Στερημένος από τα ευεργετικά και γόνιμα καλοκαίρια που πέρασε στο Νοάν, ο Σοπέν διπλασιάζει τα μαθήματα για να ζήσει. Δεν συνθέτει σχεδόν καθόλου. Η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία κυνηγά τους αριστοκράτες μαθητές του, καταστρέφοντας την εύθραυστη οικονομική του ισορροπία. Πέθανε στις 17 Οκτωβρίου 1849. Ο πιανίστας Αλφρέ Ντενί Κορτό, ο ασύγκριτος ερμηνευτής του, θα τον αποκαλέσει αργότερα «ο εκλεκτός ποιητής του πόνου»

To 1810 αποτελεί έτος-σταθμός στην ιστορία της μουσικής. Εκείνη την εποχή γεννήθηκαν ο Μέντελσον, ο Σοπέν και ο Σούμαν, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο Λιστ, ο Βάγκνερ και ο Βέρντι. Αυτή η νέα γενιά αποκαλύπτει μια ριζικά καινούργια μουσική, που ονομάζεται «ρομαντική», σε αντίθεση με τον κλασικισμό του Χάιντν, του Μότσαρτ και του Μπετόβεν. Με αυτό το είδος μουσικής, η μουντή, αλγεινή και παθιασμένη ατμόσφαιρα, τόσο σπάνια στους κλασικούς, αρχίζει προοδευτικά να διαδίδεται. Η μουσική γραφή εγκαταλείπει, λοιπόν, την ιδεατή καθαρότητα και τη γραμμική κατεύθυνση για να εξερευνήσει το ασαφές, το δύσκολο και το σκοτεινό.
Ο πρώτος των ρομαντικών
Σχεδόν αποκλειστικά προορισμένο για πιάνο, το έργο του Σοπέν μπορεί να μοιάζει φτωχό. Εντούτοις, αυτός ο συνθέτης, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της ρομαντικής μουσικής, χωρίς ο ίδιος να το έχει στοχαστεί, διακηρύξει ή διεκδικήσει. Ο Μπετόβεν αποδίδει στον κλασικισμό ένα είδος αποκαλυπτικής εκπλήρωσης, ενσαρκώνοντας τη μάχη του ανθρώπου ενάντια στο πεπρωμένο του, το ανασκίρτημα της επανάστασης, τις υπέρμετρες εκρήξεις ενέργειας του. Στη σκιά του αριστοτέχνη, ο Σούμπερτ εκφράζει τυπικά ρομαντικά συναισθήματα, δηλαδή την έμμονη ιδέα του θανάτου, την επιθυμία να γευτούμε το μεδούλι της ζωής που αφήνουμε ακούσια. Αλλά η γλώσσα του ανήκει στον κλασικισμό και η ιδιοφυΐα του αναγνωρίζεται πολύ αργότερα, χάρη στον Σούμαν και τον Λιστ.
Πώς να εξηγήσουμε, λοιπόν, αυτή την αξιοσημείωτη μετάβαση από τη γραφή του Μπετόβεν σε αυτή του Σοπέν; Μεταξύ των δύο βρίσκουμε ένα μικρό αριστοτέχνη, τον Γ. Ν. Χούμελ, διάσημο στην εποχή του αλλά σχεδόν ξεχασμένο σήμερα, ο οποίος εκδίδει τα έργα του εισάγοντας κάποιες εκφραστικές καινοτομίες ανάμεσα στις πιο διαδεδομένες κλασικές μεθόδους. Επίσης συναντάμε τον Ιρλανδό Τζον Φιλντ, πρωτοπόρο της μουσικής φόρμας Νυχτερινό (Nocturne), την οποία υιοθετεί και ο Σοπέν. Ακούγοντας τα έργα τους, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα την ιδιοφυΐα του Σοπέν, το ριζικό νεωτερισμό και την απίστευτη τελειότητα που έχει πετύχει από τα πρώτα κιόλας αριστουργήματα του, Κοντσέρτα για Πιάνο, πρώτα Νυχτερινά, Σποοδές και Μαζοόρκες, Η μόνη του ενασχόληση στα τελευταία 18 χρόνια της ζωής του είναι να εμβαθύνει σε αυτή την τέχνη.
Για να αναγνωρίσουμε την αξία της ζωής και του έργου των μεγάλων συνθετών, αρκεί να σκεφτούμε ότι μοιάζει να τους έχει ανατεθεί ο απαραίτητος χρόνος για την ολοκλήρωση του έργου τους, καθώς ο Σούμπερτ πεθαίνει μόλις 31 ετών, ο Μότσαρτ 36, ο Σοττέν 39, ο Σούμαν 46 και ο Μπετόβεν 57. καθένας από αυτούς μοιάζει να έχει το χρόνο να ωριμάσει, μα ξεχωρίσει και να προσφέρει τα τελευταία του αριστουργήματα. Πράγματι, ο Σοπέν πλάθει την προσωπική του γλώσσα πολύ γρήγορα αλλά μετά τα 36 του χρόνια η έμπνευση του στερεύει. Αντίθετα, ο Βάγκνερ και ο Λιστ, με 70 και 75 χρόνια καριέρας αντίστοιχα, χρειάστηκαν πολύ περισσότερο χρόνο για να τελειοποιηθούν και να δώσουν τα πρώτα σημαντικά έργα τους.
Το πιάνο στην καρδιά ΤΟΥ έργου
Το πιάνο είναι ένα προνομιούχο όργανο της ρομαντικής έκφρασης, μια και αρκείται στον εαυτό του και προσαρμόζεται καλύτερα στην καθομολόγηση των εσωτερικών βασάνων. Οι Σοπέν, Λιστ και Ιούμαν, οι τρις ιδιοφυΐες της πρώτης περιόδου, του εμπιστεύονται το θεμελιώδες κομμάτι της μουσικής τους σκέψης. Οι δυο τελευταίοι στην πορεία της καριέρας τους επιχειρούν να κατακτήσουν άλλα σχήματα έχοντας διάφορα αποτελέσματα. Μόνο ο Μπερλιόζ, αυτοδίδακτος κι εξαιρετικά μεγαλοφυής, εκφράζει τα Βαθύτερα συναισθήματα του μέσω μιας μεγάλης ορχήστρας και με τη Φαντασπκή Συμφωνία το 1830. η σύνθεση για πιάνο εξελίσσεται, λοιπόν, ραγδαία και πρώτος ο Σοπέν ξέρει να ανασύρει καταπληκτικές ηχηρότητες από αυτό το όργανο. Μοιάζει σαν ο προηγούμενοι του να έγραφαν για πιάνο με ασπρόμαυρο μελάνι και ξαφνικά ο Σοπέν να ανακαλύπτει μια παλέτα μεγάλη χρώματα.

Βαλς και Μαζούρκες
Περισσότερο ακόμη και από τα Νυχτερινά, τα Βαλς και οι Μαζούρκες του Φρέντερικ Σοπέν εδραιώνουν την τεράστια δημοτικότητα του. Ποιος ερασιτέχνης στο πιάνο δεν ονειρεύεται να μπορέσει να φτάσει σύντομα σε αυτό το επίπεδο; Είναι τα αγαπημένα κομμάτια της ανώτερης τάξης του 19ou και 20ου αιώνα, που «βάζουν φωτιά» στις αίθουσες συναυλιών εκτελεσμένα από τους μεγαλύτερους πιανίστες. Το βαλς, σύμβολο της αστικής τάξης, και η μαζούρκα, ισχυρή ανάμνηση της γενέτειρας χώρας του, της Πολωνίας, σκιαγραφούν τη διπλή φύση του συνθέτη ως βεντέτα των κοσμικών σαλονιών και νοσταλγού της πατρίδας του.

Μπαλάντες
Η  μπαλάντα  είναι  μια  μεγάλης κλίμακας αριστούργημα.  Είναι  μια μορφή της μουσικής που Chopin, τον εαυτό
του, επινόησε. Με αυτή την έννοια, είναι μια εξαιρετική εφαρμογή του ταλέντου του. Κατά πολύ εκφραστική φύση της μουσικής, ο Chopin ανακοίνωνε τα συναισθήματα του κάθε ακραία.  Έκανε   χρήση λυρικής και διαρθρωτικής τεχνικής, ώστε να δημιουργήσει μια πολύ ισχυρή μορφή της μουσικής. Οι μπαλάντες σηματοδοτούν  το  υψηλότερο επίπεδο ωριμότητας της μουσικής του ανάπτυξης.
Χαρακτηριστικό της ballade του Chopin είναι ότι ξεκινά με μια γλυκιά, λυρική μελωδία. Η φύση της μουσικής, στη συνέχεια γίνεται πιο απεγνωσμένη, και η μελωδία είναι έτσι μπορεί να αναπτυχθεί ευκολότερα. Το ίδιο μουσικό υλικό εμπειρίες διάφορες αλλαγές, όπως οι αλλαγές διάθεσης (σχεδόν, κατά καιρούς, απότομα) από έξαρση στην ερήμωση, από οργή για την αντοχή. Οι μπαλάντες είναι πολύ δύσκολο από πλευράς τόσο μουσικότητα και την τεχνική λεπτομέρεια. Πρόκειται για τακτικές μεταξύ των ρεπερτόρια της σύγχρονης πιανίστες.

Μαζοόρκες και μια πολωνέζα
Όλα όσα ο Σοπέν χρησιμοποιεί για το βαλς, όλα τα εμπόδια και τα θέλγητρα, τα εφαρμόζει και σε άλλους χορούς, στην μαζούρκα και στην πολωνέζα. Αλλά επειδή προέρχονται από την αγαπημένη του χώρα, ο Σοπέν τους δίνει περισσότερη προσοχή από το χορευτικό κοινό: ούτε η μαζούρκα ούτε η πολωνέζα γνωρίζουν την επιτυχία του βαλς. Ο Σοπέν σε ανταπόδοση του δίνει τα εύσημα ως μουσική φόρμα, ακολουθώντας, για την πολωνέζα, το έργο των σπουδαίων Τέλεμαν και Μπαχ. Συνηθισμένη να χορεύεται από τους Μαζούριους, ένα λαό που ζούσε στις πεδιάδες της Βαρσοβίας, η μαζούρκα είναι επίσης ένας χορός με τριμερή ρυθμό, που τονίζεται στο δεύτερο και στον τρίτο χρόνο και προσφέρεται για μεγάλη ποικιλία από φιγούρες. Αναμφίβολα ο Σοπέν, ου συνέθεσε περισσότερες από πενήντα, αναγνωρίζει το πνεύμα της χώρας του στην πολύ χαρακτηριστική ρυθμική της (αν και πιο αργή από εκείνη του βιεννέζικου βαλς), περήφανη και ζωντανή, με μια κομψή ενέργεια. Η πολυπλοκότητα της προσφέρει δυνατότητες ποιητικής ανύψωσης, τις οποίες μπόρεσε να εκμεταλλευτεί θαυμάσια. Μέσω αυτού του ενδιαφέροντος για το φολκλόρ στοιχείο της χώρας καταγωγής του, ο Σοπέν χαρακτηρίζεται άξιος εκπρόσωπος της ρομαντικής αισθητικής. Οι Μαζούρκες του κάνουν επίδειξη της ικανότητας, ξεπερνώντας τη λαϊκή φόρμα και δημιουργώντας ένα μεγαλοφυές έργο.
Η πρώτη Μαζούρκα προσφέρει αυτόν τον αέρινα χαρακτήρα, κατάλληλο για αυτόν τον χορό. Είναι αξιοσημείωτη για τη συντομία της και για το ότι γλιστρά από τα χέρια μας με μια ευγενή ευκινησία. Πιο γλυκιά είναι η δεύτερη μαζούρκα, πιο αισθησιακή, πιο αργή. Πολύ σύντομος επίσης είναι ο ενδόμυχος χαρακτήρας της, που στα πρώτα μέτρα εμπλουτίζεται σταδιακά μέχρι το πιο χορωδιακό τέλος. Πολύ γνωστή είναι η Μαζούρκα No 2 σε λα ελάσσονα, ερ. posth. 68, με απολαυστικές τρίλιες και μια ατελείωτη λεπτότητα, της οποίας η μελαγχολία τολμά μάταια να ενδυθεί με φθινοπωρινά χρώματα. Όσον αφορά τη Μαζούρκα No / σε σι ύφεση μείζονα, ερ. 7, πολύ γνωστή επίσης, οι χρωματικές ποικιλομορφίες της δίνουν μια απολαυστική αίσθηση, μια πολύτιμη κομψότητα, πολύ περήφανη και έξυπνη. Τέλος, η Πολωνέζα του έργου S3, με την ονομασία Ηρωική, δείχνει σε ποιο βαθμό δύναμης, σε ποια ανύψωση στο στιλ Σοπέν μπόρεσε να φτάσει αυτή η φόρμα, που δεν περίμενε να γίνει γνωστή ακόμη και στη Γαλλία. Αυτή η Πολωνέζα χρονολογείται στο 1842 και μαρτυρεί την ωριμότητα του συνθέτη. Είναι ένα πραγματικά γενναίο κομμάτι, με τεχνική δυσκολία που φαίνεται από τα πρώτα μέτρα. Χρωματικά ξεσπάσματα, ήχοι πλαισιωμένων, ωστόσο, γενναιόδωρων ρυθμών, περιστροφές από νότες που έρχονται από τα βάθη. Καμία ελεύθερη δεξιοτεχνία, φυσικά, ούτε επίπλαστη. Υπάρχει όμως μια θαυμάσια ενέργεια, με κόκκινες αποχρώσεις και βίαιη κομψότητα. Αυτό που ο Ράμπερτ Σούμαν έλεγε για τις μαζούρκες του Σοπέν, ότι δηλαδή ήταν «σαν κανόνια κρυμμένα κάτω από λουλούδια», θα μπορούσε να εφαρμοστεί εδώ... αλλά σχεδόν χωρίς τα λουλούδια.

Η μικρή ιστορία του βαλς
Παρόλο που το όνομα του είναι αλληλένδετο με αυτή τη μουσική φόρμα, ο Σοπέν δεν είναι θεμελιωτής του βαλς. Αυτός ο χορός των σαλονιών, η ονομασία του οποίου προέρχεται από το γερμανικό ρήμα (twalzen» που σημαίνει {(στροβιλίζομαι», πιθανολογείται ότι συσχετίζεται με τον προβηγκιανής προέλευσης χορό του 16ου αιώνα, επίσης σε χρόνο τριών τετάρτων, με την ονομασία ο «κύκλος ιππασίας», σε αντίθεση με τους χορούς της Αυλής που χορεύονταν συχνά γραμμικά και κωδικοποιημένα. Αλλά αυτή η σύνδεση αμφισβητείται. Όλα συνηγορούν στην αυστρο-βαυαρική προέλευση του. Μακρινοί πρόγονοι του βαλς θεωρούνται οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντζερ, σε χρόνο τριών τετάρτων. Από εκείνη την εποχή, το βαλς έχει την ιδιαιτερότητα να χορεύεται μόνο από ζευγάρια.
Το 18° αιώνα ο όρος βαλς ακούγεται συχνά και ο ίδιος ο χορός γίνεται εξαιρετικά δημοφιλής. Η Βιέννη Θεωρείται η πόλη του βαλς. Η μέθη που προκαλεί ο ελπιδοφόρος ρυθμός του και η στροβιλιζόμενη κίνηση, η ρευστή κομψότητα που επιβάλλει, οι αντιπαραβολές που επιδιώκει, του εξασφαλίζουν τεράστια επιτυχία! Αν ένας χορός δεν έχει βαλς, όλοι το περιμένουν με ανυπομονησία, απέναντι σε αυτόν τον χορό οι καντρίλιες και οι πόλκες ωχριούν. Από τα τέλη του 18OU αιώνα θριαμβεύει πλέον σε όλη την Ευρώπη. Τα ξύλινα δάπεδα, όπου παλαιότερα χορεύονταν οι λαϊκοί χοροί, αντικαθίστανται από τα γυαλισμένα πατώματα των αιθουσών χορού, που επιτρέπουν τα βήματα να εκτελούνται με γλίστρημα και όχι πλέον με βάδισμα. Σταδιακά, οι μουσικοί δίνουν τα εύσημα στο βαλς, συνθέτοντας το χαρακτηριστικό του ρυθμό, κάτι που το έχουμε ήδη διακρίνει στα έργα του Χάιντν, του Μότσαρτ και του Μπετόβεν αλλά και στον Φραντς Σούμπερτ, ο οποίος Θα γίνει ο πρώτος συνθέτης που αφιερώνει στο βαλς αυτόνομα έργα. Συνθέτει τα Ευγενή βαλς και τα Συνα/σθοματ/κά Βαλς, αφενός μεν για να διασκεδάσει τους ευγενείς φίλους του, αφετέρου δε γιατί είναι ένα προσοδοφόρο μέσο για να καλύψει τα έξοδα του μήνα.
Το 19° αιώνα, συνθέτες όπως ο Καρλ Μαρία φον Βέμπερ (Πρόσκληση σε βαλς), ο Γιόζεφ Λάνερ και ο Γιόχαν Στράους θα επιβεβαιώσουν τον απόλυτο θρίαμβο αυτού του ζωντανού χορού. Ο Γιόχαν Στράους θα συνθέσει περισσότερα από 200 βαλς. Δέχεται τι θαυμασμό όλης της Ευρώπης με την αυτοκριτική, αυθεντική και γνήσια κομψότητα του. Ο Πόχαν Στράους ο νεότερος, άξιος συνεχιστής του πατέρα του, έχοντας άριστη μουσική εκπαίδευση, θα δώσει στο βαλς πιο «σοβαρές» μουσικές φόρμες, αυξάνοντας έτσι το κύρος και την επιτυχία του. Η οικογένεια Στράους είναι μια πραγματική δυναστεία, βασισμένη στο θρίαμβο του βαλς, καθώς δεν πρέπει να παραλείψουμε και τα δυο αδέρφια του Γιόχαν Στράους του νεότερου, τον Γιόζεφ και τον Έντουαρτ. Εκείνη την εποχή, το βαλς αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των υψηλότερων κοινωνικών τάξεων και το σύμβολο ενός πολυτελούς και κομψού κόσμου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι πολλά μυθιστορήματα κάνουν μνεία σε αυτό τον χορό, συμπεριλαμβάνοντας σκηνές-κλειδιά στις οποίες ο ήρωας χορεύει βαλς με την ηρωίδα.