Open menu
Αφιέρωμα: 200 χρόνια από τη γέννηση του Φέλιξ  Μέντελσον – Μπαρτόλντυ
Της μαθήτριας Αντιγόνης Τσαμουρά
Εισαγωγή
Ο γερμανός συνθέτης Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντυ (Felix Mendelson-Bartholdy 1809-1847), ήταν διάσημος Γερμανός μουσικοσυνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε από πολύ μικρός πιάνο και θεωρία μουσικής. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του εννέα ετών ως παιδί θαύμα, ενώ στα 12 του, το 1821, γοήτευσε τον τότε 72χρονο πατριάρχη της γερμανικής τέχνης Γκαίτε κατά την πρώτη συνάντησή τους στη Βαϊμάρη. Θεωρήθηκε ως ο «Ντα Βίντσι της μουσικής». Στα δεκαεπτά του χρόνια έγραψε το πρώτο του αριστούργημα, την εισαγωγή στο έργο του Σαίξπηρ «Όνειρο Θερινής Νυκτός» που είναι και το γνωστότερο έργο του.

Το 1833 έγινε αρχιμουσικός στο Ντίσελντορφ και το 1835 θεμελίωσε το ωδείο της Λειψίας που έγινε κέντρο της γερμανικής μουσικής. Αν και πέθανε νέος, μας άφησε πάρα πολλά έργα. Έγραψε τα ορατόρια «Παύλος» και «Ηλίας», πολλές συμφωνίες με σπουδαιότερες την «Ιταλική» και τη «Σκωτική», κοντσέρτα για πιάνο και βιολί, τα «Τραγούδια χωρίς λόγια» περίφημο λυρικό έργο για πιάνο, εισαγωγές (όπως οι περίφημες «Εβρίδες»), σονάτες, μουσική για εκκλησιαστικό όργανο κ.ά. Πέθανε σε ηλικία 38 χρονών και θεωρείται εκπρόσωπος του γερμανικού προρομαντισμού.
Ο Μέντελσον όμως δεν διακρίθηκε μόνον ως συνθέτης με χαρακτηριστικά στέρεη δομή και προσωπικό μελωδισμό, που πολλά από τα έργα του παραμένουν ως σήμερα στο κέντρο της μουσικής φιλολογίας, αλλά και ως ζωγράφος, γνώστης της λογοτεχνίας, βιολιστής, οργανίστας, πιανίστας, άριστος μουσικός εκπαιδευτής και αρχιμουσικός ο οποίος διαμόρφωσε μια από τις σημαντικότερες αισθητικές σχολές διεύθυνσης ορχήστρας του 19ου αιώνα που ακμάζει ως τις ημέρες μας.
Ήταν συστηματικός μελετητής και «απόστολος» της παλαιότερης μουσικής, με κορυφαίο του επίτευγμα την αναβίωση του ξεχασμένου τότε Μπαχ. Σε ηλικία 20 ετών διηύθυνε για πρώτη φορά μετά από 79 χρόνια από τον θάνατο του Μπαχ τα «Κατά Ματθαίον Πάθη», στις 11 Μαρτίου του 1829 στο Βερολίνο. Ακολουθώντας όμως μια τραγική μοίρα πολλών ιδιοφυϊών της μουσικής, έζησε μόνον 38 χρόνια, αν και χρόνια αρκετά «εύκολα» σύμφωνα με τις κατηγορίες των εχθρών του: ο Φέλιξ ήταν εγγονός του εβραίου φιλοσόφου του διαφωτισμού Μωυσή Μέντελσον και γιος του τραπεζίτη Αβραάμ Μέντελσον, ο οποίος προσέθεσε το επίθετο Μπαρτόλντι όταν ασπάστηκε τον προτεσταντισμό.

Η εξέλιξή του
Η διεθνής πολιτική συγκυρία ευνόησε παράξενα τον νεαρό Μέντελσον, αφού με τον εμπορικό αποκλεισμό που επέβαλε ο Ναπολέων το 1810 στην ηπειρωτική Ευρώπη για να γονατίσει την Αγγλία οι τραπεζίτες του Αμβούργου, όπως ο Αβραάμ Μέντελσον, υπέστησαν σοβαρότατο οικονομικό πλήγμα.
Ετσι οι Μέντελσον έφυγαν για το Βερολίνο, τόπο πολύ πιο κατάλληλο για μουσικές σπουδές και πνευματική ανάπτυξη. Εκεί ο νεαρός Μέντελσον συνδέθηκε στενά με σημαντικούς μουσικούς, αλλά και διπλωμάτες, ηθοποιούς, επιστήμονες και διανοητές, όπως ο θεολόγος Ιούλιος Σούμπρινγκ που αργότερα «γνωμοδοτούσε» για όλα τα θρησκευτικού ενδιαφέροντος κείμενα που μελοποίησε ο Μέντελσον.

Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι παρακολούθησε τις παραδόσεις του Χέγκελ στην αισθητική, του Ρίτερ στη γεωγραφία και του Γκανς στην ιστορία των επαναστάσεων στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Και η εξέλιξή του ήταν ραγδαία, αφού σε ηλικία 25 ετών ο Μέντελσον είχε ήδη διατελέσει μουσικός διευθυντής του Ντύσελντορφ, είχε ονομαστεί μέλος της Ακαδημίας των Τεχνών του Βερολίνου, ενώ είχε αρνηθεί την έδρα της Μουσικής στο πανεπιστήμιο αυτής της πόλης και είχε διοριστεί διευθυντής της ορχήστρας Γκεβάντχαουζ της Λειψίας.
Στη Λειψία επικεντρώθηκε σε τρεις κυρίως στόχους. Ο πρώτος ήταν η αναβίωση της ξεχασμένης μουσικής μπαρόκ. Ο Μέντελσον εισήγαγε τις Σουίτες του Μπαχ για ορχήστρα σε αίθουσα συναυλιών, ενώ η παρουσίαση του Κοντσέρτου του Μπαχ για τρία πιάνα έγινε με τη συμμετοχή της Κλάρας Βικ με πολύ μεγάλη επιτυχία. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Ρόμπερτ Σούμαν έστειλε στον Μέντελσον την παρτιτούρα της χαμένης Συμφωνίας αρ. 9 του Σούμπερτ που είχε ανακαλύψει στο σπίτι του αδελφού του συνθέτη και το έργο παίχθηκε για πρώτη φορά στη Λειψία στις 21 Μαρτίου 1839.
Ο δεύτερος στόχος του, για τον οποίο θα ώφειλαν να τον ευγνωμονούν οι μουσικοί όλου του κόσμου, ήταν η βελτίωση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μελών της ορχήστρας του, την οποία πέτυχε με την αύξηση των αμοιβών και την πλήρη επαγγελματοποίησή της, θέτοντας έτσι τις προδιαγραφές της σύγχρονης ορχήστρας. Αυτό προκάλεσε μια θετική αλυσιδωτή αντίδραση, αφού οδήγησε τόσο στη βελτίωση του επιπέδου της ερμηνείας των ορχηστρικών έργων όσο και στην επίτευξη του τρίτου του στόχου, της δυνατότητας αποτελεσματικής παρουσίασης των σύγχρονων έργων που είχαν συχνά πολύ υψηλές μουσικές απαιτήσεις.
 
Η εποχή του Βερολίνου
Την περίοδο της Λειψίας ακολούθησε μια αρχικά πολλά υποσχόμενη, αλλά εν τέλει χωρίς αντίκρισμα εποχή στο Βερολίνο. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ' κάλεσε τον Μέντελσον να αναλάβει τη γενική αναδιοργάνωση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ταυτότητας του Βερολίνου. Η πρόσκληση όμως ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο και άδεια, αφού η σταθερότητα του θρόνου είχε τρωθεί από το δημοκρατικό ρεύμα που είχε αρχίσει πια να κοχλάζει στην πόλη. Μετά από λίγους μήνες παραμονής στο Βερολίνο ο Μέντελσον διέθετε για πρώτη φορά άφθονο ελεύθερο χρόνο αφού δεν είχε συγκεκριμένο αντικείμενο εργασίας. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε σύντομα σε μελαγχολία, την οποία καταπολέμησε με συχνές επιστροφές στη Λειψία. Πάντως την περίοδο αυτή ο Μέντελσον συνέβαλε αποφασιστικά στην αύξηση του ενδιαφέροντος για την αρχαία ελληνική τραγωδία στη Γερμανία γράφοντας θεατρική μουσική για την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Η «Αντιγόνη»  παρουσιάστηκε στο περίφημο Schauspielhaus του Βερολίνου στις 13 Απριλίου 1842 με μεγάλη επιτυχία. Οταν όμως ο συνθέτης επέστρεψε οριστικά το καλοκαίρι του 1845 στη Λειψία οι δυνάμεις του τον είχαν ήδη εγκαταλείψει. Ο θάνατος της αγαπημένης αδελφής του Φάνι ήταν το οριστικό πλήγμα για τον Μέντελσον, ο οποίος πέθανε το πρωί της 4ης Νοεμβρίου 1847. Η σορός του μεταφέρθηκε με ειδικό τρένο στο Βερολίνο, όπου και ετάφη. Στη Λειψία ανηγέρθη μνημείο του, το οποίο κατέστρεψαν οι ναζί το 1936 με προσωπική εντολή του Χίτλερ, στα πλαίσια της «τελικής λύσης» του εβραϊκού ζητήματος, αν και ο Μέντελσον ήταν βαπτισμένος χριστιανός.
Ισως λόγω της διπλής θρησκευτικής του ταυτότητας, του εβραίου και του χριστιανού, κάποια ειδικά βιβλικά θέματα να καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της μουσικής του Μέντελσον, δύσκολα όμως θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για θρησκευτική μουσική με την έννοια που αυτή έχει στους προγενέστερους συνθέτες. Είτε με τα δύο σημαντικά ορατόριά του, «Αγιος Παύλος» και «Ελίας», τα μόνα ορατόρια που μπόρεσαν να φθάσουν στο επίπεδο της «Δημιουργίας» και των «Εποχών» του Χάιντν, είτε με τους εξαίρετους «Ψαλμούς» του ο Μέντελσον θέτει νέες προδιαγραφές στη χρήση θρησκευτικών θεμάτων στη μουσική, που αναπτύσσονται με έντονα ρομαντικό τρόπο, μα δεν έχουν κανένα λειτουργικό αντίκρισμα.
Για να τα γράψει μελέτησε θεολογία, ξεκινώντας από την «Ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού» του Γκφέρερ. Η επιτυχία του «Αγίου Παύλου» ήταν τέτοια ώστε μέσα σε διάστημα 18 μηνών παρουσιάστηκε 50 φορές σε μικρές και μεγάλες γερμανικές πόλεις, ενώ σχετικά σύντομα ακολούθησαν και συναυλίες στο εξωτερικό. Ο Φερδινάνδος Γκότχελφ Χαντ στην «Αισθητική της Μουσικής» το 1837 το χαρακτήρισε «το κορυφαίο έργο της εποχής».
Στις τεχνικές του έδειξε απόλυτο σεβασμό σε κλασικές φόρμες όπως η φούγκα, η σονάτα και οι παραλλαγές, αν και είχε ταυτόχρονα έντονο ενδιαφέρον για την πρόοδο στη ρομαντική κατεύθυνση. Μια ιδιομορφία του ήταν ότι σε κάθε είδος μουσικής ανεδείκνυε και κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Ο τόσο προσωπικός μελωδισμός του κυριαρχεί ιδίως στα «Τραγούδια χωρίς λόγια», ένα σύνολο έργων για πιάνο αποτελούμενο από έξι βιβλία τα οποία τον απασχόλησαν συνεχώς τα τελευταία 17 χρόνια της σύντομης ζωής του. Μολονότι έγραψε λίγα έργα μουσικής δωματίου, αξιόλογη ήταν η ανανέωση που έφερε στην ειδική μουσική γλώσσα της, όπως λ.χ. στο Δεύτερο Τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, όπου ανατρέπει κάποιους παραδοσιακούς συσχετισμούς των οργάνων σε αυτό το σχήμα.

Ετερόκλητο έργο
Μπορεί ο συνολικός απολογισμός των έργων του σε μορφή κοντσέρτου να μην είναι ιδιαίτερα αξιόλογος, όμως το Κοντσέρτο του για βιολί και ορχήστρα είναι το πιο σημαντικό από όσα γράφτηκαν στα χρόνια μεταξύ των αντίστοιχων έργων του Μπετόβεν και του Μπραμς. Ο ίδιος ήταν πολύ άρρωστος και δεν μπόρεσε να το ακούσει στην πρεμιέρα του με την Γκεβάντχαουζ στη Λειψία, αλλά το άκουσε στις 3 Οκτωβρίου 1847, ακριβώς ένα μήνα πριν από τον θάνατό του, με τον νεαρό τότε, θρυλικό έπειτα και ως σήμερα, Γιόζεφ Γιόαχιμ.
Αντίθετα, πλούσιο, ετερόκλητο και εντελώς προσωπικό είναι το έργο του για ορχήστρα. Πρώτα οι 12 Συμφωνίες για Έγχορδα, που γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1821 και 1823, όταν ο Μέντελσον ήταν μεταξύ 12 και 14 ετών. Αυτά τα έργα είναι δύσκολο να ενταχθούν σε κάποιο είδος. Και ενώ χρονολογικά «έχουν πίσω τους» τις οκτώ από τις εννέα συμφωνίες του Μπετόβεν, καθώς και ολόκληρο το έργο του Μότσαρτ και του Χάιντν, μάλλον απηχούν περισσότερο την παράδοση του Καρλ Φίλιπ Εμμάνουελ Μπαχ.
Όταν σε ηλικία 15 ετών έγραψε την πρώτη του συμφωνία για πλήρη ορχήστρα, της έδωσε τον αριθμό 13, που άλλαξε σε 1 μόνο με την έκδοση της παρτιτούρας το 1834. Ακολούθησαν ακόμη τέσσερις συμφωνίες, που φέρουν αρίθμηση η οποία δεν αντιστοιχεί ακριβώς στον πραγματικό χρόνο γραφής τους και αποτελούν κορυφαίες εκφράσεις του συμφωνικού ρεπερτορίου. Από αυτές ο ίδιος ο Μέντελσον ξεχώριζε την υπ' αριθμόν 3, τη «Σκωτική», της οποίας είναι άλλωστε εντυπωσιακός ο μελωδικός πλούτος. Η Δεύτερη Συμφωνία του γράφτηκε για να εορτασθούν τα 400 χρόνια από την ανακάλυψη της τυπογραφίας, ενώ άλλες τρεις είναι συνδεδεμένες με εντυπώσεις του από τόπους που αγάπησε: η Πρώτη (τρίο) με την Ελβετία, η Τρίτη με τη Σκωτία και η Τέταρτη με την Ιταλία.
Ο Άγιος Παύλος, κορυφαίο έργο της εποχής
Υπήρξε προτεστάντης, με εβραϊκές ρίζες. Λόγω αυτής της διπλής θρησκευτικής του ταυτότητας κάποια ειδικά βιβλικά θέματα καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της μουσικής του. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για θρησκευτική μουσική με την έννοια που αυτή έχει στους προγενέστερους συνθέτες. Είτε με τα δύο σημαντικά ορατόριά του, Άγιος Παύλος (1836) και Ηλίας (1846), τα μόνα ορατόρια που μπόρεσαν να φτάσουν στο επίπεδο της Δημιουργίας και των Εποχών του Χάιντν, είτε με τους εξαίρετους Ψαλμούς του ο Μέντελσον θέτει νέες προδιαγραφές στη χρήση θρησκευτικών θεμάτων στη μουσική, που αναπτύσσονται με έντονα ρομαντικό τρόπο, μα δεν έχουν κανένα λειτουργικό αντίκρισμα.
Για να γράψει μελέτησε θεολογία, ξεκινώντας από την «Ιστορία του πρώιμου Χριστιανισμού» του Γκφέρερ. Η επιτυχία του Αγίου Παύλου  (έργο 36, για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα) ήταν τέτοια ώστε μέσα σε διάστημα 18 μηνών παρουσιάστηκε 50 φορές σε μικρές και μεγάλες γερμανικές πόλεις, ενώ σχετικά σύντομα ακολούθησαν και συναυλίες στο εξωτερικό. Ο Φερδινάνδος Γκότχελφ Χαντ στην «Αισθητική της Μουσικής» το 1837 το χαρακτήρισε «το κορυφαίο έργο της εποχής».
Κατά Ματθαίον Πάθη
Λειψία 11 Μαρτίου 1829: Ο νεαρός Φέλιξ Μέντελσον διευθύνει τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» για πρώτη φορά μετά το θάνατο του Μπάχ. Η παράσταση ακριβώς έναν αιώνα μετά την πρεμιέρα του έργου, είχε εξαιρετική απήχηση και η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Η Λειψία  ανακάλυπτε τον Κάντορά της για δεύτερη φορά!
Το γεγονός αυτό πρωτόγνωρο στον 19ο αιώνα, είναι μια πρώτη καταγεγραμμένη προσέγγιση σε αυτό που ονομάζουμε Παλαιά Μουσική. Όντως είναι η πρώτη φορά που το κοινό ακούει μουσική που γράφτηκε πάνω από 20-30 χρόνια παλαιότερα. Εκατό χρόνια είναι μεγάλο διάστημα στην ιστορία της μουσικής, ειδικά το 19ο αιώνα όπου δεν υπήρχε η δυνατότητα ακρόασης μουσικής παρά μόνο ζωντανά και κάθε καταγραφή της εκτός από γραπτά ήταν αδύνατη. Μπορούμε να πούμε ότι από τότε άρχισε να υφίσταται ο όρος Παλαιά Μουσική, με την αναβίωση του Μπαχ και του αριστουργήματός του από τον Μέντελσον. Ο Μέντελσον είχε στα χέρια του ακριβές αντίγραφο του χειρογράφου του Μπαχ, αλλά παρόλα αυτά αποφάσισε να ξαναγράψει το έργο ο ίδιος, τροποποιώντας την ενορχήστρωση και προσθέτοντας νέα όργανα. Μαζί με τα όργανα αλλάζει και τις τεχνικές παιξίματος κάτι που μεταβάλλει ακόμα περισσότερο το χαρακτήρα του κάθε οργάνου. Επειδή με το πέρασμα των χρόνων τα όργανα δεν είχαν μείνει ίδια, ο Μέντελσον κατάλαβε ότι το έργο όπως ακριβώς το έγραψε ο Μπαχ δεν θα «λειτουργούσε» με τα νέα όργανα που είχε ο ίδιος στη διάθεσή του. Έτσι προσπάθησε να ξεπεράσει το πρόβλημα με την ενορχήστρωση του έργου διαδικασία που κράτησε 2 χρόνια.
Το στυλ του
Το στυλ του είναι καθαρά ρομαντικό, αλλά δίνει σημαντική έμφαση στη μελωδία και στον ρυθμό - στοιχεία των κλασικών. Εξάλλου, από άποψη τεχνικής χρησιμοποιεί ευρέως τα κλασικά υποδείγματα. Πέρα από τις πολύ καλές στιγμές του, δηλαδή έργα του που εκτελούνται τακτικά ακόμη και σήμερα, από τις συνθέσεις του λείπει αυτό το "κάτι παραπάνω", αυτή η φλόγα, που θα έκανε ακόμα μεγαλύτερο μέρος της συνθετικής παραγωγής του να παραμείνει στην προσοχή μας μέχρι τις μέρες μας.
Το Σύνολο των έργων του
Τα έργα του είναι αρκετά μεγάλης ποικιλίας: Συμφωνική Μουσική - "Ονειρο Θερινής Νύχτας", Διάφορες Εισαγωγές, 5 Συμφωνίες, 2 Κοντσέρτα για Πιάνο, 1 Κοντσέρτο για Βιολί. Φωνητική Μουσική - 2 Ορατόρια, Ψαλμοί για Σολίστ, Χορωδία και Ορχήστρα, Καντάτες, Χορικά a capella (φωνές μόνον χωρίς όργανα), 199 Λήντερ. Μουσική δωματίου και Μουσική για Πιάνο - 1 Οκτέτο για Εγχορδα, 1 Σεξτέτο, 2 Κουιντέτα, 2 Κουαρτέτα για Εγχορδα, 2 Σονάτες για Βιολοντσέλο, 48 Τραγούδια χωρίς λόγια για Πιάνο, 6 Σονάτες για Εκκλησιαστικό Οργανο και 5 ανέκδοτες Οπερες.
Τα βιβλία του
Το βιβλίο του Φέλιξ Μέντελσον Ο Κόσμος της Όπερας, Εκατό Όπερες, αποτελεί έναν υποδειγματικό οδηγό που περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τις σπουδαιότερες και γνωστότερες όπερες.
Όταν κυκλοφόρησε στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα σε μια λιλιπούτεια καλαίσθητη έκδοση (9x13), ταυτίστηκε με το «όχημα» εισαγωγής του φιλόμουσου αναγνώστη, στον μαγικό κόσμο της όπερας. Για πολλά χρόνια αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι ανάμεσα στα μουσικά βιβλία μιας δισκοθήκης, χρησιμεύοντας ως μόνιμος βοηθός στην αναζήτηση βασικών πληροφοριών για τις όπερες. Μέσα από την πλήρη καταγραφή των προσώπων και των μουσικών τους ρόλων στο έργο (τενόρος, σοπράνο, μπάσος, βαρύτονος κ.ο.κ) και μια συνοπτική περίληψη της πλοκής των έργων με αναφορά στις κύριες άριες, ο αναγνώστης μπορεί να σχηματίσει μια πρώτη ιδέα για τις εκατό πιο γνωστές και δημοφιλείς όπερες της εποχής.
Άλλωστε όπως ο ίδιος ο συγγραφέας με μεγάλη ειλικρίνεια και ευσυνειδησία επισημαίνει, δεν πρόκειται για μια εξαντλητική μελέτη της όπερας, αλλά για ένα σύντομο και χρηστικό οδηγό που με περιληπτικό, αλλά σαφή τρόπο, ενισχύει τις γνώσεις του αναγνώστη με τα απαραίτητα στοιχεία για τις σπουδαιότερες όπερες των ρεπερτορίων των μεγαλύτερων Συγκροτημάτων Όπερας της Ευρώπης και της Αμερικής των αρχών του 20 αιώνα.
Αναμφίβολα, η επανάσταση της Κάλλας και του Βήλαν Βάγκνερ μετέπειτα θα συνταράξουν συθέμελα τον κόσμο του λυρικού θεάτρου. Οι αισθητικές επιλογές του κοινού θα εμπλουτιστούν, το ρεπερτόριο συνεχώς θα διευρύνεται. Κάποιες όμως αξίες θα μένουν πάντα σταθερές. Η «Άιντα», «Ο Ιπτάμενος Ολλανδός», η «Σαλώμη», «Οι Γάμοι του Φιγκαρό» και «Ο Σαμψών και η Δαλιδά» πάντα θα συγκινούν, πάντα θα γοητεύουν. Ο Βέρντι, ο Βάγκνερ, ο Πουτσίνι, ο Ροσσίνι, ο Μπελίνι, ο Στράους, ο Μότσαρτ, ο Σαιν-Σανς, θα στέκουν πάντα αγέρωχοι, κρατώντας σφιχτά τα σκήπτρα του μεγαλείου τους.