Open menu

 Θέμα: «Η ιστορία της Ελλάδας στον 20ο αιώνα μέσα από τις μουσικές, τους χορούς και τα τραγούδια των συρμών».

Υπεύθυνη, Βησσαρία Ζορμπά-Ραμμοπούλου

Το Μουσικό Σχολείο Αγρινίου αξιοποιώντας τις εμπειρίες από τη συμμετοχή του στις πολιτιστικές δραστηριότητες του εκπαιδευτικού προγράμματος της Βουλής των Εφήβων και λαμβάνοντας υπόψη τους ιδρυτικούς σκοπούς της ύπαρξής του, παρουσιάζει σήμερα μία θεματικού χαρακτήρα πολιτιστική εκδήλωση. Στόχος της δεν είναι μόνο να παρουσιάσει όσα κατάφεραν εφέτος με την πολύτιμη συμβολή των καθηγητών τους οι μαθητές μας αλλά και να τους προσφέρει τη γνώση συνδυασμένη με τη χαρά της συμμετοχικής δημιουργίας και την αξιοποίηση των ενδιαφερόντων τους.

Η εκδήλωση επιχειρεί μία αναδρομή στον πλούτο και την ποικιλία των μέσων έκφρασης και επικοινωνίας των Ελλήνων στον αιώνα που πέρασε. Διατρέχοντας τις δεκαετίες του παράλληλα με τα κύρια ιστορικά γεγονότα, οι μαθητές και οι μαθήτριές μας θα παρουσιάσουν απόψε τα πιο χαρακτηριστικά χορευτικά είδη και τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές ρεπερτορίου δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις εκάστοτε επιλογές της νεολαίας.

Έτσι θα παρακολουθήσουμε το πέρασμα από γενιά σε γενιά, από παλαιό στο μοντέρνο, θα διαπιστώσουμε τη συνύπαρξη του διαχρονικού με το εφήμερο, του τοπικού με το πανελλήνιο αλλά και το εισαγόμενο.

Το τρίπτυχο “τραγούδι – μουσική – χορός” επιβεβαιώνεται ως το κατ’ εξοχήν μέσο έκφρασης και επικοινωνίας για τους Νεοέλληνες όχι μόνο ως τρόπος διασκέδασης και ψυχαγωγίας αλλά και ως σύμβολο ταυτότητας και ιδεολογίας, συνεκτικός κρίκος της κοινωνικής ομάδας , του ατόμου με τη φυλή.

Παράλληλα, με το χορευτικό ρεπερτόριό της η εκδήλωση επιχειρεί να παρουσιάσει και τις διαφοροποιήσεις στην αισθητική και το τελετουργικό της χορευτικής έκφρασης, τις αλλαγές στους χώρους διασκέδασης ανάλογα με τις εποχές και τα κοινωνικά περιβάλλοντα.

Έτσι μεταφερόμαστε από την αθηναϊκή οπερέτα και την επιθεώρηση, στο δρόμο και την οικογενειακή συγκέντρωση. Από τα μπαλ των ακριβών ξενοδοχείων, στην προσφυγική γειτονιά και από το ρεμπέτικο κουτούκι, στη “ μάντρα „ του Αττίκ. Από του “ Τζίμη του Χοντρού „ με τον Τσιτσάνη, στο Media-Luz με το Γιαννίδη και Σογιούλ. Από τα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, στις πίστες των κινηματογραφικών μιούζικαλ και από τις μπουάτ της νεολαίας και τα τραγούδια της αντίστασης, στα πάρτι και τις ντισκοτέκ.

Στόχος του προγράμματος και της εκδήλωσης δεν είναι να διδάξει ιστορία από καθέδρας αλλά με βιωματικό τρόπο να ενσταλάξει στις καρδιές μια μεγάλη ιστορική αλήθεια: Η ζωή πορεύεται μέσα από αγώνες και αγωνίες που εκφράζονται πάντα με το χορό και το τραγούδι˙ η μουσική και η κίνηση έγιναν πάντοτε το όχημα για να εκφραστούν και οι ήττες και οι νίκες˙ και οι χαρές των ευνοημένων και οι πίκρες των αποκλεισμένων˙ και οι ενθουσιασμοί των νικητών αλλά και τα βάσανα και οι καημοί των νικημένων. Κι αν ο μοναδικός στόχος της ιστορικής μνήμης είναι να διδάξει στους επερχόμενους σοφία. Η αποψινή μας εκδήλωση έχει ακόμα ένα στόχο: να μας διδάξει πως με σοφία και εγκαρτέρηση, αισιοδοξία και πίστη, ένας λαός ολόκληρος χορεύοντας τον 20o αιώνα, τον πιο αντιφατικό και αιματηρό της ιστορίας της ανθρωπότητας. Κι αυτός ο λαός δεν είναι άλλος από το δικό μας λαό.

Αυτό είναι λοιπόν και το μήνυμα της αποψινής μας προσπάθειας προς στους νέους μας: Γιατί να γινόμαστε παθητικοί δέκτες και καταναλωτές προπληρωμένων μορφών διασκέδασης όταν η ενεργητική συμμετοχή στη χαρά και στην τελετουργία του ελληνικού γλεντιού μας καλούν είτε με το τζιν της καθημερινότητάς μας είτε με το κοστούμι της ευπρέπειάς μας – να μπούμε στο χορό και να κρατήσουμε τον εαυτό μας ζωντανό χέρι – χέρι με το ροκ του μέλλοντός μας; Ας κρατήσουν οι χοροί λοιπόν, για να βρούμε αλλιώτικα, στέκια επαρχιώτικα… 

Α. 1900 – 1930 ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΦΕ ΣΑΝΤΑΝ ΣΤΟ ΚΑΦΕ ΑΜΑΛ

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ελλάδα αντικρίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Αφήνοντας στον παλιό αιώνα τις πίκρες της ήττας του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου του ’97 και της πτώχευσης, η μικρή χώρα φαίνεται πως αρχίζει να δρέπει τους καρπούς της συνετής πολιτικής του Τρικούπη. Μία δυναμική εγχώρια αστική τάξη φιλοδοξεί να κάνει την Αθήνα μια αληθινά ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ενώ οι μεγαλοαστοί των αλύτρωτων περιοχών ελπίζουν βάσιμα στην ένωσή τους με ένα ισχυρό εθνικό κέντρο. Είναι οι δεκαετίες του Μακεδονικού αγώνα, των Βαλκανικών πολέμων, αλλά και του εθνικού διχασμού και της Μικρασιατικής καταστροφής. Η Ελλάδα του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου κατορθώνει να διπλασιάσει την επικράτειά της στρέφοντας το βλέμμα απαιτητικό και ισότιμο προς τη σύμμαχο Δύση την ίδια στιγμή που χάνει ανεπιστρεπτί την ακριβή της Ανατολή. 

Β. 1930 – 1945 ΑΠΟ ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΣΤΗ ΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚ

Είναι οι δεκαετίες της ανάσα και της υπομονής. Οι πρόσφυγες θυσιάζοντας την ελπίδα της επιστροφής, προσπαθούν τόσο να ενσωματωθούν οι ίδιοι όσο και να ενσταλάξουν στην κοινωνική ζωή την εκφραστική τους ιδιαιτερότητα φέρνοντας μαζί τους το ρεμπέτικο αλλά και τις αστικές τους συνήθειες. Οι άνεμοι του πολέμου όμως θα ξαναφυσήξουν. Οι κακουχίες του Β΄ Παγκοσμίου και της τριπλής κατοχής θα αποτυπωθούν και στην πολεμιστήρια χροιά της Σ. Βέμπο και στον ελεγειακό θρήνο του Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και θα ξορκιστούν με το γέλιο και τη σάτιρα της επιθεώρησης. 

Γ. ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’50:

ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΚ ΕΝ ΡΟΛ ΣΤΟΝ ΤΣΙΤΣΑΝΗ

Η πρώτη μεταπολεμική δεκαετία βρίσκει την Ελλάδα διπλά τραυματισμένη: Η κατοχή και ο αδελφοκτόνος εμφύλιος έχουν αφήσει πληγές που αιμορραγούν. ‘Όπως όλος ο μεταπολεμικός κόσμος έτσι και οι Έλληνες επιθυμώντας να ξαναβρούν τους ρυθμούς της ειρηνικής ζωής προσπαθούν να ξεχαστούν στους ρυθμούς της λεγόμενης “ ελαφράς μουσικής „ . Είναι η εποχή του σχεδίου Μάρσαλ αλλά και η δεκαετία που αξιοποιώντας τους λαϊκούς ρυθμούς θα βάλει το μπουζούκι στα σαλόνια. 

Δ. ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’60 : ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΠΑΡΤΙ

Τα πιο ωραία λαϊκά, σε σπίτια με μωσαϊκά τα είχαμε χορέψει. Ο απόηχος της ψυχεδελικής κουλτούρας των χίπηδων και του Γαλλικού Μάη του ’68 αποτυπώνονται στα νεανικά πάρτυ των πόλεων και των ελληνικών ταινιών. Οι ελληνικές ταινίες, οικογενειακή ψυχαγωγία για όλα τα βαλάντια, ελλείψει τηλεόρασης και βίντεο κλιπ, γίνονται το όχημα με το οποίο οι δισκογραφικές εταιρείες λανσάρουν μουσικούς και τραγούδια στο κοινό. Παράλληλα η δεκαετία του εξήντα είναι η χρυσή στιγμή που η ακριβή ποίηση των μεγάλων δημιουργών θα συναντήσει τον ήχο των λαϊκών οργάνων και των λαϊκών τραγουδιστών. 

Ε. ΤΑ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ

Η επταετία αποτέλεσε χρονολογικά το πέρασμα από τη δεκαετία του ’60 στη δεκαετία του ’70. Είναι η εποχή της ογκώδους εσωτερικής μετανάστευσης, η περίοδος κατά την η μικροαστική κουλτούρα της αντιπαροχής ανάγεται σε πολιτιστικό ιδεώδες και κοινωνική κατάκτηση. Ασφυκτιώντας μέσα στο γύψο της υποχρεωτικής συμμόρφωσης, απλά υποψιασμένοι ή βαθιά συνειδητοποιημένοι πολίτες και φοιτητές θα πυροδοτήσουν την εξέγερση που με κέντρο της το Πολυτεχνείο θα γράψει το τέλος όχι μόνο της χούντας αλλά και της μετεμφυλιακής ψύχωσης. 

ΣΤ. ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Μεταπολίτευση, δηλαδή μετά. Μετά τους πολέμους. Μετά τις εθνικές περιπέτειες και τις προσωπικές τραγωδίες. Μετά τα εμφύλια μίση. Μετά το γύψο της επταετίας. Μετά και μαζί στη σύγχρονη τεχνοκρατούμενη εποχή, με πομπούς και κεραίες, ιστορία γράφουν ακόμη οι παρέες. Και είτε με τις αρχαιότητες, είτε την ορθοδοξία, ζωντανές των Ελλήνων οι κοινότητες, πέρα από το παγκοσμιοποιημένο χωριό της τηλε-επικοινωνίας, ορίζουν το δικό τους γαλαξία.

Γιατί μπορεί η γλώσσα των καιρών να έχει γίνει ξύλινη, η πολιτική να ψάχνει αμήχανα λύσεις σε πρωτοφανέρωτα προβλήματα, η εποχή να μοιάζει απρόσωπη και η Τέχνη να μην έχει βρει ακόμα το όνομά της. Η δικιά μας όμως έχει και σήμερα πρόσωπο, κρατάει και σήμερα το όνομά της, έχει σώμα και θρησκεία, γιατί γι’ αυτά κάποτε διατήρησε ο παππούς μας μέρη αυτόνομα μέσα στην Τουρκοκρατία.

Απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις και κόμπλεξ, ανακαλύπτουμε ξανά την παράδοσή μας, πυκνώνουμε τους δεσμούς μας μ’ αυτήν για να σμίξουμε τους κυκλωτικούς και απελευθερωτικούς μας χορούς με τα ροκ του μέλλοντός μας. Ας μας έχει ο Θεός γερούς. Πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε. Κι ας κρατήσουν οι χοροί…