Open menu

o άνθρωπος που έγραψε ιστορία πάνω σε παρτιτούρα

Τσουκάρα Μαρία, μαθήτρια της Β΄ Γυμνασίου

 

Η ζωή του

Αϊδίνι της Μικράς Ασίας - Τρίπολη - Αθήνα

Στα τουρκικά «σου» σημαίνει νερό και «γιόλ» σημαίνει δρόμος. Όταν ένας πάμπλουτος Έλληνας έμπορος της πόλης διέθεσε τα απαραίτητα κεφάλαια για την ύδρευση του Αϊδινίου, οι κάτοικοι του έδωσαν το όνομα «Σουγιουλτζόγλου». Αυτός ήταν ο προπάππος του Μιχάλη Σουγιούλ…

Πατέρας του ήταν ο Αναστάσιος Σουγιουλτζόγλου, μορφωμένος, μεγαλέμπορας και μητέρα του η Ελένη Σουγιουλτζόγλου, το γένος Ζηρά. Το ζεύγος απέκτησε το πρώτο τους παιδί, τον Μιχάλη. Η οικογένεια θα αποκτήσει άλλα τρία παιδιά. Αλλά πολύ σύντομα τα πράγματα θ’ αρχίσουν ν’ αλλάζουν για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Το Μάιο και τον Ιούνιο του 1919, το Αϊδίνι θα ζήσει την αγριότητα της «νέας τάξης». Έξι μήνες πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, ο πατέρας του πληροφορήθηκε από Τούρκους φίλους του ότι κάτι φοβερό θα συμβεί στη Σμύρνη και γενικά στη Μικρά Ασία. Φοβούμενος για όλα αυτά, πήρε στην οικογένειά του και ήρθαν στην Αθήνα με όσα υπάρχοντα και χρήματα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Ο μικρός Μιχάλης στα πρώτα παιδικά του χρόνια μάλλον δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Μπορεί να ζει μέσα σ’ ένα περιβάλλον φιλόμουσο, αλλά πολύ λίγο δείχνει να ενδιαφέρεται για τη μουσική. Για εκείνη την εποχή αναφέρονται και κάποια πρώτα μαθήματα πιάνου που παίρνει από την αδελφή της μητέρας του, χωρίς όμως ιδιαίτερη έφεση και χωρίς άμεση συνέχεια.

Όταν η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα, εγκαθίσταται στου Ψυρρή σε ένα διώροφο αρχοντικό, που νοικιάζουν. Ο πατέρας δημιουργεί με έναν πρώτο του ξάδερφο το δερματοπωλείο Σουγιουλτζόγλου-Φουρναράκη. Το καλοκαίρι του 1924,η οικογένεια του Αναστασίου Σουγιουλτζόγλου κάνει τις διακοπές της στην Τρίπολη. Ο Μιχάλης περνάει τις ώρες του στο καφεζυθεστιατόριο «Αίγλη», που διαθέτει και πιάνο. Ιδιοκτήτης του είναι ο Χρήστος Κοιλιάρης, ο οποίος θα προσέξει ότι ο νεαρός κάθεται με τις ώρες στο πιάνο και διασκεδάζει με τον καλύτερο τρόπο τους φίλους του. Εντυπωσιασμένος θα προτείνει στον Μιχάλη να τον προσλάβει ως επαγγελματία μουσικό επί πληρωμή. Κι εκείνος θα δεχτεί…

Εντουάρντο Μπιάνκο – Θόδωρος Παπαδόπουλος

Ο«βασιλιάς του τανγκό», ο Εντουάρντο Μπιάνκο, θα φτάσει για πρώτη φορά στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1930. Είναι μια εποχή που η πρωτεύουσα «τανγκοκρατείται», και η έλευση ενός κορυφαίου ξένου εκπροσώπου του αργεντίνικου τανγκό, αποτελεί μέγα κοσμικό γεγονός. Η επιτυχία του θα είναι τέτοια, που την επόμενη χρονιά θα ξανάρθει.

Όταν κάποια στιγμή ακούσει το Μιχάλη Σουγιουλτζόγλου, θα του προτείνει συνεργασία. Ο Εντουάρντο Μπιάνκο θα ζητήσει κάποια στιγμή από τον Μιχάλη να τον ακολουθήσει στις διεθνείς περιπλανήσεις του, αλλά εκείνος θα αρνηθεί. Το μόνο που δεν θα αρνηθεί τελικά για την παράταση της συνεργασίας του με τον Αργεντινό μαέστρο, είναι να ενορχηστρώνει κομμάτια που εκείνος του στέλνει από τα διάφορα μέρη που ταξιδεύει.

Ο Έλληνας μαέστρος και συνθέτης με τον οποίο θα συνεργαστεί περισσότερο εκείνα τα χρόνια ο Μιχάλης, είναι ο Θόδωρος Παπαδόπουλος. Μικρασιατικής καταγωγής επίσης, βιολιστής ο ίδιος. Είναι ακριβώς η «ελληνική εκδοχή» του Μπιάνκο, ο Έλληνας «βασιλιάς του τανγκό». Από τα χρόνια του ’20 φτιάχνει ορχήστρες και στήνει προγράμματα σε κοσμικά κέντρα της εποχής. Εδώ θα προσληφθεί ως μουσικός της ορχήστρας Παπαδόπουλου, ο Μιχάλης... Εδώ ο Μιχάλης θα παίξει για πρώτη φορά και κάποια δικά του τραγούδια, που θα γίνουν γρήγορα «σουξέ»...

Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος

Τις πρώτες μέρες της κήρυξης του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στο Μοντιάλ θ’ ανέβει μια νέα επιθεώρηση, που θα λέγεται «Πολεμική Αθήνα». Σ’ αυτήν θα συμπράξουν μεταξύ πολλών άλλων: Σοφία Βέμπο, Άννα και Μαρία Καλουτά, Μαρίκα Νέζερ, Λίτσα Λαζαρίδου, Γεωργία Βασιλειάδου, Ρένα Βλαχοπούλου και Μίμης Τραϊφόρος... Ο Τραϊφόρος θα γράψει έναν «πολεμικό» στίχο παρωδία πάνω σ’ ένα τραγούδι του Γιάννη Βέλλα. Θα το τραγουδήσει στην παράσταση η Ρένα Βλαχοπούλου... Έτσι θα γεννηθεί το «Πατρίδα, πατρίδα». Η Βέμπο θα το ακούσει και θα ζητήσει να γράψει για εκείνη ένα ανάλογο τραγούδι, στηριγμένος στη μελωδία της «Ζεχρά», του Μιχάλη Σουγιούλ.

Το ίδιο βράδυ ο Τραϊφόρος θα γράψει τους στίχους του «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», θα «περάσει» τους στίχους στη μελωδία με τον παριστάμενο συνθέτη στο πιάνο και οι δυο μαζί, θα το δοκιμάσουν με τη Σοφία. Το τραγούδι θα το πει, η Βέμπο και αμέσως θα το ηχογραφήσει μ’ αυτούς τους στίχους και με την ορχήστρα του Μιχάλη Σουγιούλ. Η αποδοχή του «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» θα είναι τέτοια, που, μέχρι σήμερα, θα παραμείνει το πιο χαρακτηριστικό ίσως τραγούδι εκείνης της περιόδου... Είναι η πρώτη μεγάλη επιτυχία, σε μια σειρά τραγουδιών που γράφονται τότε με αφετηρία το Αλβανικό Έπος, και καθρεφτίζουν τον ενθουσιασμό του κόσμου για τις νίκες του Ελληνικού Στρατού και την απαξίωση του Ιταλού αντιπάλου και του αρχηγού του, Μπενίτο Μουσολίνι.

Τα χρόνια της Κατοχής

Από τις πρώτες κατοχικές επιθεωρήσεις, όπου κάνουν την εμφάνιση τους και οι νέες χορευτικές μόδες, είναι το «Αθήνα και πάλι Αθήνα».Με κείμενα του Γιαννακόπουλου και μουσικές και τραγούδια του Κυπαρίσση και του Σουγιούλ. Συμμετέχει η Σοφία Βέμπο - που τότε αρχίζει να έχει σημαντικά προβλήματα με τις αρχές Κατοχής και, αφού της απαγορεύσουν να εμφανίζεται δημοσίως, θα φύγει στη Μέση Ανατολή. Από την παράσταση «Αθήνα και πάλι Αθήνα» ξεκινάει την πορεία του το ομώνυμο τραγούδι του Σουγιούλ και του Τραϊφόρου.

Ωστόσο, το κύριο θεατρικό στέκι του Σουγιούλ στα χρόνια της Κατοχής, φαίνεται ότι είναι το θέατρο Πάνθεον. Επιθεωρήσεις του Σουγιούλ, είναι οι «Ανοιξιάτικες τρέλες», «Ρεβί επιθεώρησις», «Ταμπλ Ντ’ Οτ»... οι «Μελωδίες του 1943». Πρόκειται για μια σειρά ομοειδών προγραμμάτων με τα οποία διασκεδάζει η Αθήνα της Κατοχής.

«Ρομάντζες» και «Αρχοντορεμπέτικα»

Από τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφεί ο Σουγιούλ όταν αρχίζει η λειτουργία των δισκογραφικών στούντιο, είναι το «Πού να ’σαι τώρα», με τη Στέλλα Γκρέκα.

Τους στίχους του τρυφερότερου ίσως ερωτικού τραγουδιού του Σουγιούλ, του «Ας ερχόσουν για λίγο», ο Τραϊφόρος έλεγε ότι τους έγραψε περιγράφοντας τη δική του ψυχολογική κατάσταση, λόγω της απουσίας της Σοφίας Βέμπο στην Αμερική. Τον Ιανουάριο του 1947 ανεβαίνει η επιθεώρηση «Ελλάδα μου, κουράγιο» γραμμένη από τον Τραϊφόρο και τον Βασιλειάδη. Το τραγούδι αυτό το ηχογράφησε εκ νέου με αλλαγμένο στίχο η Βέμπο, όταν το 1949 – μεσούντος του Εμφυλίου - φεύγει στο Γράμμο και στο Βίτσι για να εμψυχώσει το στρατό.

Η συνεργασία του Σουγιούλ με την επιθεωρησιακή, συγγραφική τριάδα Γιώργου Ασημακόπουλου-Βασίλη Σπυρόπουλου-Παναγιώτη Παπαδούκα αποδίδει ουσιαστικά τρεις επιθεωρήσεις με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Δώδεκα παρά πέντε», «Χαρούμενη Ελλάδα» και «Θέλω να χορεύω».

Η ονομασία «Αρχοντορεμπέτικο» υπάρχει βέβαια στη δισκογραφία, από τη δεκαετία του ’30. Μάλιστα, και τότε χρησιμοποιήθηκε για τραγούδια με αντίστοιχη θεματολογία και μουσική καταγωγή. Συνθέτες κυρίως προερχόμενοι από την ελαφρά μουσική, προσπαθούν να γράψουν με λαϊκή θεματολογία και ρυθμούς. «Ο Σουγιούλ είναι που άνοιξε το δρόμο», ομολογεί και -ο δεύτερος, χρονολογικά αλλά και σε παραγωγή και επιτυχία, δημιουργός «αρχοντορεμπέτικων»- Γιώργος Μουζάκης. Το αρχοντορεμπέτικο είναι δημιούργημα κορυφαίων συνθετών του «ελαφρού» τραγουδιού της εποχής πάνω στους πλέον αντιπροσωπευτικούς λαϊκούς ρυθμούς. Παίζεται με κιθάρες και ελαφρές ορχήστρες, και τραγουδιέται από τους κορυφαίους εκπροσώπους αυτού του χώρου, σολίστες, ντουέτα και τρίο, ενώ η μουσική του φυσιογνωμία «θυμίζει» μπουζούκια και λαϊκές φωνές. Προσπαθεί να προσεγγίσει τη γλώσσα αλλά και τη θυμοσοφία του ρεμπέτικου, αλλά θέλει να κρατήσει και το «φως», τη «χαρούμενη διάθεση» όσων «νίκησαν» τις αντιξοότητες της προηγούμενης δεκαετίας και αντιμετωπίζουν με αισιοδοξία το μέλλον.

Επρόκειτο δηλαδή για τραγούδια που θύμιζαν τα λαϊκά δημιουργήματα της εποχής με πολλά από τα χαρακτηριστικά τους αλλά που διατηρούσαν τη νοοτροπία που διέπει την «ελαφρά» μουσική της περιόδου. Αυτό σημαίνει ότι οι ρυθμοί καθώς και οι ποιότητα των φωνών προέρχονταν από τα ρεμπέτικα. Όμως η θεματολογία καθώς και ο συνδυασμός των οργάνων που χρησιμοποιούνταν παρέπεμπε περισσότερο προς το ελαφρό τραγούδι.

Θέλεις τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής, θέλεις η επιτυχία του «τελευταίου τραμ», θα πυροδοτήσουν μια λαμπρή πορεία του είδους στις θεατρικές σκηνές, στις πίστες, αλλά και στη δισκογραφία της εποχής. Ο Σουγιούλ και οι Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος, κι οι τρεις μαζί, ανά ζεύγη αλλά και ο καθένας με άλλους συνεργάτες, θα γράψουν τα επόμενα χρόνια πολλά ανάλογα τραγούδια.

Η ακμή της επιθεώρησης – Τα «πολεμικά» τραγούδια

Η επιθεώρηση είναι το κατεξοχήν καλοκαιρινό είδος. Για μια εκτεταμένη καλοκαιρινή περίοδο που ξεκινά από το Πάσχα και τελειώνει τον Οκτώβριο, ανεβάζονται στα περισσότερα θέατρα επιθεωρήσεις. Οι οποίες, βέβαια, δεν διαρκούν όλη την περίοδο, αλλά αλλάζουν, ανάλογα με την προσέλευση κοινού που παρουσιάζουν. Η «Φράουλα» ανεβαίνει στο θέατρο Σαμαρτζή στις 24 Μαΐου του 1940 και η επιτυχία της είναι τέτοια, που παίζεται ολόκληρο το καλοκαίρι.

Το τελευταίο καλοκαίρι πριν από τον πόλεμο -το καλοκαίρι της «Φράουλας» και της «Όασης» για τον Σουγιούλ- η Βέμπο θα τραγουδήσει με μεγάλη επιτυχία το «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει». Με την ορχήστρα Σουγιούλ θα ηχογραφηθούν αρκετά από τα πολύ γνωστά «πολεμικά» τραγούδια που λέει τότε η Σοφία Βέμπο και είχαν διασκευαστεί ειδικά για να τονώσουν το δοκιμαζόμενο ηθικό των Ελλήνων. Ανάμεσα σ’ αυτά, η παρωδία του «Στη Λάρ’σα βγαίνει ο αυγερινός», που γίνεται «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός», και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», πάνω στην προπολεμική «Βάσω» που «πλέκει το προικιό της», του Θεόφραστου Σακελλαρίδη... Ο Σουγιούλ, όμως, θα γράψει και δυο καινούρια τραγούδια με θέμα που ξεκινά από εκείνο τον πόλεμο και θα τα τραγουδήσει η Σοφία Βέμπο: «Δυο αγάπες στην καρδιά μου έχω κλείσει, η πατρίδα είναι η μια κι η άλλη εσύ» και «Μας χωρίζει ο πόλεμος».

Μουσική για τον κινηματογράφο

Το καλοκαίρι του 1950 ο Μ. Σουγιούλ συνεργάζεται στο θέατρο με τον Γιώργο Τζαβέλλα. Τον Ιανουάριο του 1950 θα βγει στους κινηματογράφους η ταινία του που έμελλε να αποτελέσει σταθμό στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ο περίφημος «Μεθύστακας» με τον Ορέστη Μακρή.

Το καλοκαίρι του 1950, ανεβαίνουν δυο επιθεωρήσεις με μουσική του Μ. Σουγιούλ. Ο «Αθάνατος Ρωμηός» και «Η γυναίκα με το βέτο». Η συνεργασία Σουγιούλ-Τζαβέλλα θα συνεχιστεί και ο Σουγιούλ θα γράψει τις μουσικές και τα τραγούδια στις επιθεωρήσεις «Πάμε πρίμα» και «Όλα τον ανήφορο».

Και φτάνουμε στο καλοκαίρι του 1951... Είναι το δεύτερο καλοκαίρι που η Σοφία Βέμπο ανεβάζει επιθεώρηση στο δικό της θέατρο, που έχει ανοίξει θριαμβευτικά την προηγούμενη χρονιά με την επιθεώρηση «Βίρα τις άγκυρες». Ο τίτλος άλλης επιθεώρησης είναι... «Έχετε γεια... βρυσούλες».

Ίσως το πιο ανθεκτικό στο χρόνο στοιχείο αυτής της παράστασης είναι δυο τραγούδια του... Μιχάλη Σουγιούλ, το «Χαράμι», με στίχους του Τραϊφόρου, που τραγουδάει η Βέμπο. Αλλά εκείνο που κυριολεκτικά θα κάνει πάταγο εκείνη την περίοδο, είναι πάλι ένα τραγούδι γραμμένο για κάποιο νούμερο το:

«Βρε Μανόλη Τραμπαρίφα βάλε τη διπλή ταρίφα

Φουλαριστός τράβα ντουγρού στη λεωφόρο του Συγγρού

Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα κι εγώ ποτέ χατίρι, δεν του χάλασα...»

Το 1952 ο Σουγιούλ εμφανίζεται να γράφει μουσική και. τραγούδια σε δυο ταινίες του Αλέκου Σακελλάριου. Η μία θα περάσει σχετικά απαρατήρητη και στη συνέχεια θα χαθεί η κόπια της. Η άλλη, όμως, θα κάνει πάταγο - για τα δεδομένα της εποχής- και θα παραμείνει μέχρι σήμερα μια από τις ιστορικές ταινίες της ελληνικής κινηματογραφικής κωμωδίας. Είναι το «Ένα βότσαλο στη λίμνη», όπου ακούγεται το περίφημο «Άλα! Άνοιξε κι άλλη μπουκάλα», ένα ακόμα από τα περίφημα γλεντζέδικα «αρχοντορεμπέτικα» του Σουγιούλ.

Η ταινία το «Σωφεράκι», με μουσική και τραγούδια του Μ. Σουγιούλ θα κόψει κάπου 200 χιλιάδες εισιτήρια... Σε μια σκηνή του, ο Μίμης Φωτόπουλος τραγουδά με μουσική Σουγιούλ:

«Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε

τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε»...

Εκείνο το χειμώνα του 1952-53, ο Μιχάλης Σουγιούλ θα προσθέσει ένα ακόμα «λαϊκό» τραγούδι στο ρεπερτόριο της Σοφίας Βέμπο, το «Όλα ρημάδια»… Αλλά με το ξεκίνημα του 1953, θα προκύψει «ως μεγάλο σουξέ της εποχής»:«Βρε πώς μπατιρίσαμε,που σαρανταρίσαμε

τι γοργά περνούν τα χρόνια μήτε που καλά το ξέρεις,

πάει έσπασε ο Γρηγόρης να που σπάει κι ο Λευτέρης

κι ο Βασίλης, βρε μαράζι, τηνε βγάζει, δεν τη βγάζει…»

Η ταινία «Σάντα Τσικίτα» θα βγει στις αίθουσες το χειμώνα 1953-54. Μέσα στην ίδια περίοδο ο Σουγιούλ θα γράψει μουσική για μια ακόμα ταινία του Σακελλάριου, το «Θανασάκη τον πολιτευόμενο». Λίγους μήνες μετά την επιστροφή του από την Αίγυπτο, ο Σουγιούλ θα έχει την πρώτη ειδοποίηση ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία του: ένα πρώτο -ελαφρύ- εγκεφαλικό επεισόδιο, από το οποίο συνέρχεται σ’ ένα μήνα και επιστρέφει κανονικά στη δουλειά του.

Τελευταίες εμφανίσεις

Αναμφισβήτητα, η πλέον μακρόχρονη συνεργασία του Σουγιούλ με έναν τραγουδιστή, θα είναι αυτή με τη Σοφία Βέμπο. Μαζί της έχει ξεκινήσει δισκογραφικά και θα έχουν μια συνεχή συνεργασία με αποκορύφωμα τα «τραγούδια του ’40», και θα καταλήξουν στα «αρχοντορεμπέτικα» και τις «ρομάντζες» των χρόνων του '50.

Το καλοκαίρι του ’54 η Βέμπο θα τραγουδήσει για πρώτη φορά, στην επιθεώρηση «Σουσουράδα» των Μίμη Τραϊφόρου και Γ. Γιαννακόπουλου, «Το ραγισμένο γυαλί», του Σουγιούλ. Ήδη, όμως, από την προηγούμενη χρονιά έχουν αρχίσει οι αναδρομές στα «20 χρόνια καριέρας» της τραγουδίστριας, στα οποία ο Σουγιούλ έχει ένα σημαντικό μερίδιο. Η τελευταία φορά που θα τραγουδήσει καινούρια τραγούδια του Σουγιούλ στη σκηνή, είναι το καλοκαίρι του 1957. Στη σπονδυλωτή κωμωδία «Στουρνάρα 288», η Βέμπο με τον διπλό ρόλο, του... εαυτού της αλλά και της ξεπεσμένης παλιάς βεντέτας, θα τραγουδήσει το «Αχ! Να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά», του Σουγιούλ.

Η τελευταία μεγάλη επιθεώρηση που συνυπογράφει το σύνολο της μουσικής της και εμφανίζεται ο Σουγιούλ με την ορχήστρα του, είναι τα «Πετροκέρασα». Τα δυο τραγούδια αυτής της επιθεώρησης, που θα δισκογραφηθούν και θ' αντέξουν πιο πολύ στο χρόνο, είναι το «Η ώρα είναι τρεισήμισι» και το «Ο κόσμος έγινε για μας».

Η πτώση της αυλαίας

Σε μια αφήγησή του για τον Σουγιούλ ο Χρήστος Γιαννακόπουλος αναφέρει: «Τέτοιος ήτανε ο κατακαημένος ο Μιχάλης: πρωταθλητής του πενταγράμμου, πρωταθλητής του πηρουνιού, πρωταθλητής του ποτηριού, πρωταθλητής της ευγένειας και της καλοσύνης».

Ύστερα από πάλη τριών ημερών με το θάνατο ο συνθέτης υπέκυψε, τελικά, το απόγευμα της 16ης Οκτωβρίου 1958. Με συγκινητικές εκδηλώσεις ο καλλιτεχνικός κόσμος αποχαιρέτησε για τελευταία φορά την επόμενη 17 Οκτωβρίου 1958 το απόγευμα στο Ιερό Ναό του Αγίου Παντελεήμονος τον αλησμόνητο συνθέτη. Πάνω στον τάφο του στο Α΄ Νεκροταφείο ο στιχουργός και συνεργάτης του Κώστας Κοφινιώτης απήγγειλε τους παρακάτω στίχους:

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

«Μες στου μουντού φθινοπώρου τη νεκρική γαλήνη

Σαν ένα φύλλο κίτρινο σωριάστηκε στη γη

Ο καλλιτέχνης ο αβρός – της μελωδίας πηγή

Κι ένας λυγμός με του βοριά το θρήνο αργοσβήνει.

 

Στο μέτωπο τον φίλησε του φθινοπώρου η θλίψη

Κι όταν αυτός τραγούδησε, του έκλεισε τα μάτια.

Σώπασαν τα τραγούδια του στης γης τα μονοπάτια

Κι ο ήλιος κάποιο δάκρυ του στα νέφη θα ’χει κρύψει.

 

Του καλλιτέχνη το όνειρο μάδησε σαν λουλούδι

Ξεψύχησε μέσα στη μοβ της αγωνίας λουρίδα

Σαν τη στερνή της άνοιξης ολόχρυση ηλιαχτίδα

Κι έγραψε στο πεντάγραμμο ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ.»

Η μουσική προσφορά του

Ο χώρος του «ελαφρού» τραγουδιού της Ελληνικής «μπελ επόκ» καθώς επίσης της μεταπολεμικής περιόδου κυριαρχείται από τα τραγούδια του Σουγιούλ, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς της εποχής του. Η μελέτη των τραγουδιών και των αισθητικών τάσεων που εξέφρασαν οι συνθέτες της «ευρωπαϊκής» μουσικής, όπως ο Σουγιούλ, πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας, γιατί αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του μουσικού παρελθόντος μας.

Από τα χρόνια του ’30 ο Σουγιούλ έστησε μια λαμπρή καριέρα μουσικού, μαέστρου και συνθέτη. Πιστός στο «ευρωπαϊκό τραγούδι» (όπως ονομαζόταν η ελαφρά μουσική της εποχής) τα πρώτα χρόνια της συνθετικής του καριέρας, ο Σουγιούλ έγραψε πολλές επιτυχίες. Ταυτόχρονα, δουλεύει ακατάπαυστα σε νυχτερινά κέντρα και σε μουσικά θέατρα ενώ δεν ξεχνά να δισκογραφεί τακτικά.

Ο καλλιτεχνικός βίος του Σουγιούλ έχει επίσης συνδεθεί άρρηκτα και με την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλά από τα τραγούδια της εποχής, που είχαν διασκευαστεί ειδικά για να εμψυχώσουν τους ηρωικούς μαχητές του αλβανικού μετώπου, ήταν δικές του συνθέσεις. Ιδιαίτερα, το πασίγνωστο τραγούδι «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά» σε στίχους Μ. Τραϊφόρου που είναι βασισμένο στην μελωδία του τραγουδιού «Ζεχρά» σε μουσική Σουγιούλ και στίχους Αιμ. Σαββίδη, έχει ταυτιστεί ανεξίτηλα στη συνείδηση του λαού μας με το Έπος του ’40.

Μετά την Κατοχή, η επιτυχία του Σουγιούλ φτάνει σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα ενώ σχεδόν όλα του τα τραγούδια γίνονται επιτυχίες. Η συνθετική του πρακτική ακολουθεί πάντα τα δεδομένα της ευρωπαϊκής μουσικής και τα κυρίαρχα είδη είναι το ταγκό, το βαλς, το τσάρλεστον κ.ά. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 ο Σουγιούλ καλείται να γράψει τραγούδια για τον κινηματογράφο. Πολλά από τα γνωστότερα τραγούδια που ακούγονται στις, ακόμα και σήμερα, δημοφιλείς ταινίες της εποχής είναι δικά του, όπως: «'Aρχισαν τα όργανα» από την ταινία «Σάντα Τσικίτα», «'Aλα» από την ταινία «Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Ο μήνας έχει εννιά» ή «Μια ζωή την έχουμε» από την ταινία «Το σωφεράκι» και άλλα πολλά.

Παράλληλα, ξεκινά και η ενασχόληση του με τα λεγόμενα «αρχοντορεμπέτικα». Συνεπώς, ο Μιχάλης Σουγιούλ πρέπει να θεωρείται πρωτοπόρος, όχι μόνο γιατί καλλιέργησε και εμπλούτισε το ελληνικό τραγούδι με το πολυσχιδές ταλέντο του, αλλά κυρίως γιατί υπήρξε ένας από τους συνθέτες που κατάφεραν να φέρουν κοντά δυο μουσικά ρεύματα, την ευρωπαϊκή μουσική και το ρεμπέτικο, που έδειχναν να μην έχουν εμφανές σημείο επαφής. Ταυτόχρονα, η διαχρονικότητα πολλών από τα τραγούδια του, καθώς και η επιτυχία τους ακόμα και στις μέρες μας δείχνει ότι πρόκειται, πραγματικά, για σημαντικά δημιουργήματα.

Πηγές

þΤσάμπρας Γ. Μιχάλης Σουγιούλ – ας ερχόσουν για λίγο. Αθήνα: Εκδόσεις Άγκυρα, 2005

þhttp://www.mmb.org.gr/page/default.asp?id=3880

 

 

Ο Μιχάλης Σουγιούλ στα πρώτα χρόνια του '30

 

 

"Μονμάρτη" 1937. Ορχήστρα του Μιχάλη Σουγιούλ

 

Θέατρο «Μετροπόλιταν». Η επιθεώρηση «Μαϊστράλια». Καλοκαίρι 1948

 

 

 

Προγράμματα και φέιγ βολάν κατοχικών μουσικών θεαμάτων