Open menu
NINO ROTA
30 χρόνια από το θάνατό του



Εισαγωγή
Με τις συνθέσεις του μετέδιδε μια αίσθηση ελευθερίας, χαράς, ελπίδας, ηρεμίας. Απάλυνε τα πιο σκληρά κινηματογραφικά έργα (όπως ο Νονός) με μουσικά θέματα που είχαν χάρη και «κομψότητα Με αφιερώματα για τα 30 χρόνια από το θάνατο του βραβευμένου με Όσκαρ κορυφαίου συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής, Νίνο Ρότα,με τα οποία ταξιδεύουμε και ονειρευόμαστε μαζί. Θυμόμαστε τα λαμπρότερα χρόνια του σινεμά, την αληθινή δημιουργία, την ποιοτική διασκέδαση που τόσο νοσταλγούμε. Θυμηθήκαμε κάτι, σχεδόν ξεχασμένο, δηλαδή τι σημαίνει μεγάλο ταλέντο και φαντασία στη μουσική, ικανότητα να υπογραμμίζονται κινηματογραφικές σκηνές μουσικά, μοναδικά, ανεξίτηλα, να ενώνεται με μαεστρία ο ήχος με την εικόνα, ιδανικά, παντοτινά. 0 Νίνο Ρότα πέθανε το 1979. Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του, το έτος 2009 έχει ανακηρυχθεί «Έτος Νίνο Ρότα».
Με τις συνθέσεις του μετέδιδε μια αίσθηση ελευθερίας, χαράς, ελπίδας, ηρεμίας. Απάλυνε τα πιο σκληρά κινηματογραφικά έργα (όπως ο Νονός) με μουσικά θέματα που είχαν χάρη και «κομψότητα». Έμοιαζε ο Νίνο Ρότα με το δικό μας αγαπημένο συνθέτη, τον Μάνο Χατζιδάκι. «Έρχονται και οι δύο με τον αέρα, με μουσικές που τις φέρνει ο άνεμος…»!! «Ο Νίνο Ρότα σφράγισε με τη μουσική του τον καιρό μας, μεταχειριζόμενος μνήμες αλλοτινών καιρών. Μόνο το μεγάλο ταλέντο του μπορούσε να πετύχει αυτό το μοναδικό αποτέλεσμα» έλεγε ο φίλος του Μάνος Χατζιδάκις! Ή όπως έλεγε το καλλιτεχνικό του «alter ego», ο Φεντερίκο Φελίνι για τον αχώριστο και μυστηριώδη Μαγευτικό του Φίλο: «Ο Νίνο σκηνοθετεί μουσικά». Κι όπως θα’ γραφε το λεξικό των «Πνευματικών Ηρώων του 20ου αιώνα»: «ΝΙΝΟ ΡΟΤΑ θα πει μαγεία, γιορτή και μελωδία της εικόνας»!

Βιογραφία
Ο Νίνο Ρότα, το μελωδικό «alter ego» του μεγάλου σκηνοθέτη του ιταλικού και διεθνούς κινηματογράφου Φεντερίκο Φελίνι, γεννήθηκε στο Μιλάνο. Ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές σε Μιλάνο και Ρώμη, όπου ως «παιδί θαύμα», στα δεκαπέντε του μόλις χρόνια, συνέθεσε μια όπερα και ένα ορατόριο. Είκοσι ετών -με προτροπή του δάσκαλου του και φημισμένου διευθυντή ορχήστρας Αρτούρο Τοσκανίνι, μετέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου φοίτησε με υποτροφία στο Ινστιτούτο Κέρτις της Φιλαδέλφειας. Εκεί, διαμόρφωσε καθοριστικά τη μουσική του ταυτότητα, γνωρίζοντας τον Άαρον Κόπλαντ, τη μουσική του Τζορτζ Γκέρσουιν και τον αμερικανικό κινηματογράφο.
Το 1933 υπογράφει το πρώτο του σάουντρακ, στην ταινία του Ραφαέλε Ματαράτσο «Treno Popolare», ενώ το 1939 επιστρέφοντας στην Ιταλία, αναλαμβάνει να διδάξει και αργότερα να διευθύνει το Ωδείο του Μπάρι. Ανάμεσα στους πολλούς -διάσημους, αργότερα, μαθητές του- ήταν ο μαέστρος Ρικάρντο Μούτι και ο συνθέτης Νικόλα Πιοβάνι.
Το πλούσιο έργο του Ρότα -εκτός της μουσικής που συνέθεσε για περίπου 150 ταινίες- περιλαμβάνει δεκάδες κλασικές συνθέσεις για χορωδία και μουσική δωματίου, τρεις συμφωνίες, τρία κοντσέρτα για βιολοντσέλο, μουσικά μοτίβα για πολλές τηλεοπτικές σειρές, 23 μπαλέτα και θεατρικά -έγραψε για όλα σχεδόν τα έργα του Κάρλο Γκολντόνι και του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο- καθώς και 10 όπερες. Περισσότερο γνωστές είναι οι «Αριοδάντης» και «Τορκεμάδα», ενώ μεγάλη απήχηση είχαν και τα κωμικά του έργα «Οι δυο δειλοί», «Το καπέλο από ψάθα Φλωρεντίας», «Η Νύχτα ενός Νευρασθενή» και «Ο Αλαντίν και το μαγικό λυχνάρι». Στην μεγάλη οθόνη αναδείχτηκε ο διασημότερος μουσικός της γενιάς του. Συνέθεσε σπουδαία και διαχρονικά ακούσματα και έντυσε μοναδικά και αναπόσπαστα με τα πλέον αγαπημένα και αναγνωρίσιμα «σάουντρακ» της παγκόσμιας κινηματογραφικής ιστορίας, πολλά από τα αριστουργήματά της: «Ντόλτσε Βίτα», «Λα Στράντα», «Οκτώμισι», «Νύχτες της Καμπίρια», «Ρόμα», «Σατυρικόν», «Αμαρκορντ», «Ιουλιέτα των Πνευμάτων», «Λευκός Σεΐχης», «Βοκάκιος», «Αθώοι», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Γατόπαρδος», «Πρόβα Ορχήστρας», «Ο Ρόκο και τα Αδέρφια του», «Νονός Ι» και «Νονός ΙΙ» -για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ καλύτερης μουσικής από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, το 1975. Συνεργάστηκε με τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα, το Λουκίνο Βισκόντι, τη Λίνα Βερντμίλερ, το Φράνκο Τζεφιρέλι, το Φράνσις Φορντ Κόπολα, το Φράνκο Ρόσι, το Μάουρο Μπολονίνι, το Ακίρα Κουροσάβα, το Λουί Μάλ, το Βιτόριο Ντε Σίκα, το Ρενέ Κλεμάν, ενώ ταυτίστηκε στην κυριολεξία με το στενό του φίλο και συνεργάτη Φεντερίκο Φελίνι.
Στη χώρα μας, ο Ρότα αγαπήθηκε όσο λίγοι ξένοι δημιουργοί. Το ελληνικό κοινό, όμως, σπάνια είχε την ευκαιρία να προσεγγίσει και να απολαύσει από «κοντά» το έργο του. Αν βέβαια εξαιρέσει κανείς κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις, όπως εκείνη η εξαιρετική συναυλία που του αφιέρωσε πριν από πολλά χρόνια ο άλλος καλός του φίλος, με τις κοινές αισθητικές συγγένειες, ο επίσης μεγάλος συνθέτης, Μάνος Χατζιδάκις, που είχε αναφέρει σχετικά: «Ο Νίνο Ρότα σφράγισε με τη μουσική του τον καιρό μας, μέσα από τις ταινίες του Φελίνι, μεταχειριζόμενος μνήμες αλλοτινών καιρών. Μόνο το μεγάλο ταλέντο του μπορούσε να πετύχει αυτό το πάντρεμα αναμνήσεων και παρόντος χρόνου. Το αποτέλεσμά του υπήρξε μοναδικό».

Ύφος
Ο Νίνο Ρότα, ένας συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής από τους πιο ταλαντούχους και σημαντικούς, προτιμά σχεδόν πάντα να ντύνει μουσικά τις ταινίες χρησιμοποιώντας τη λύση του λάιτμοτιφ (σύντομο και χαρακτηριστικό μελωδικό, αρμονικό ή ρυθμικό μοτίβο του οποίου ο σκοπός είναι να επαναλαμβάνεται περιοδικά και να θυμίζει ένα ορισμένο πρόσωπο μια ιδέα ή ένα συναίσθημα). Το στυλ Ρότα για μουσική χαρακτηρίζεται από ένα ορισμένο καλό-χιούμορ ενέργειας αγγίζει τα όρια της σάτιρας.  Το ύφος του ήταν σαν ένα μίγμα μεταξύ του θεατρικού ειρωνεία του Προκόφιεφ και η διαβολικός πνεύμα του Francis Poulenc.  Είναι μερικές φορές χρησιμοποιείται ένα ελαφρύ ιδίωμα της τζαζ, και θα μπορούσε να συγκριθεί με Mancini κατά κάποιο τρόπο. Δεν αγνοούμε εντελώς την συναισθηματική πλευρά των ταινιών που σκόραρε, αλλά αποφεύγεται η υπερβολικά συναισθηματική από φαινομενικά έρχονται στο θέμα λοξά με ελαφρά αίσθηση του παραλόγου. Αυτή ελαφρώς αποσπασμένους αισθάνονται είναι ένα χαρακτηριστικό που συνδέονται στενά με τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, κυρίως ιταλικές και γαλλικές ταινίες.  Ενώ στην επιφάνεια η περιγραφή αυτή μπορεί να ακούγεται σαν μια έλλειψη φροντίδας, έχει συχνά ως αποτέλεσμα artisically ευχάριστο και πολύ συχνά οδυνηρή, αλήθεια-για-ιστορίες ζωής σε σύγκριση με την αναπόφευκτη υπερβολικά απλοποιημένη Χόλιγουντ ανακατασκευάζει. (Μπορεί να βοηθήσει να σκεφτώ αυτό που χρησιμοποιούν όλο το φάσμα χρωμάτων και όχι μια συγκαταβατική μαύρο και άσπρο.)

Κινηματογραφική μουσική
Στο τέλος του 19 αιώνα και στις αρχές του 20, ξεκινούν τα πρώτα βήματα του κινηματογράφου, σαν ένα παιχνίδι που γρήγορα εξελίχτηκε σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε 7η τέχνη. Η μουσική (Αρχαιότερη τέχνη) προϋπήρχε έχοντας μάλιστα βαθιά σχέση με σχετικά θεάματα (μελόδραμα, μουσικό θέατρο). Από την αρχή τις καινούριας τέχνης η μουσική μαζί με την σκηνοθεσία και τους ηθοποιούς αναδείχτηκε σε ένα από τα ποιο σημαντικά συστατικά μιας κινηματογραφικής ταινίας. Μέσα από τη δύναμη της να εκφράζει οποιοδήποτε συναίσθημα και οποιαδήποτε κατάσταση στέκεται δίπλα στην εικόνα και χαρακτηρίζει την ίδια την ταυτότητα της ιστορίας. Η ταινία χωρίς τη μουσική χάνει τη φωνή της. Στην εξέλιξή του ο κινηματογράφος αφομοίωσε πολλές τέχνες και τεχνολογίες. Η εικόνα, ο λόγος, η κίνηση, ο ήχος και η μουσική αλληλεπιδρούν και συνθέτουν ένα καινούριο σύμπαν με ισορροπίες ανάμεσα σε διαφορετικούς νόμους και κώδικες. Τέχνες που φαίνονται ανεξάρτητες η μία με την άλλη συνδυάζονται και η χημεία της ένωσης τους διαμορφώνει το κινηματογραφικό περιβάλλον και οδηγεί σε μια καινούρια θεώρηση των πραγμάτων μέσα από την εμπειρία του να παρακολουθείς μια ταινία.Αυτό σημαίνει πως η μουσική για τον κινηματογράφο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα μέχρι τότε κριτήρια της μουσικής, δεν προορίζεται αποκλειστικά για ακρόαση. Συνοδεύει την εικόνα και ο σκοπός της είναι να λειτουργήσει παράλληλα υπηρετώντας τον τελικό στόχο.

Τα πρώτα βήματα
Με την εμφάνιση του κινηματογράφου η μουσική μπαίνει στη υπηρεσία του κυρίως με μηχανικό τρόπο. Στη διάρκεια της προβολής τις κινούμενες εικόνες συνόδευε κάποιο μηχανικό μέσο (γκονγκ κ.λπ.), πιάνο ή μερικές φορές ολόκληρη ορχήστρα. Η όλη διαδικασία αποτελούσε μέρος της προβολής και δεν ήταν ενσωματωμένη στην ταινία. Τα θέματά της ήταν μελωδίες από τραγούδια, ή αποσπάσματα κλασικών έργων που προϋπήρχαν. Σιγά-σιγά εμφανίζονται και ειδικά διαμορφωμένες για την ταινία συνθέσεις. Η μεγάλη τομή όπως είναι φυσικό γίνεται γύρο στην δεκαετία του ’30 όταν ο βωβός κινηματογράφος μετατράπηκε σε ομιλούντα.

Σήμερα
Η γενικότερη εικόνα που επικρατεί τα τελευταία χρόνια είναι αυτή που μουσικά παραπέμπει σε ένα χωνευτήρι όλων των μουσικών τάσεων παρόντος και παρελθόντος. Η προσέγγιση μπορεί να γίνει μέσα από συγκεκριμένες ταινίες περισσότερο. Η βιομηχανία και οι εταιρίες που την ελέγχουν με τα συμβόλαια των καλλιτεχνών και τα τεράστια μέσα παραγωγής και διάθεσης έχουν αναγάγει το σάουντρακ σε σημαντικό διαφημιστικό και οικονομικό παράγοντα. Η απαραίτητη πρόβλεψη για την πολυχρηστικότητα της ταινίας έχει επηρεάσει τόσο την τέχνη του κινηματογράφου όσο και της μουσικής του. Όπως αποφεύγονται τα πολύ μακρινά κινηματογραφικά πλάνα που ακυρώνονται στη μικρή οθόνη έτσι και η μουσική μεταμορφώνεται για να μπορέσει να λειτουργήσει τόσο στην κινηματογραφική αίθουσα όσο και στο γρήγορο και πρόχειρο περιβάλλον της τηλεόρασης.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όταν η κινηματογραφική μουσική συνοδεύει ταινίες που προορίζονται για παγκόσμια καριέρα είναι αυτονόητο να αποβάλλει στοιχεία από ιδιαίτερες τοπικές ή παραδοσιακές μελωδίες και να προσαρμοστεί σε μια αναγνωρίσιμη- εύπεπτη μορφή. Η δημοφιλής μουσική της εποχής που έτσι και αλλιώς αποτελεί παγκόσμια μόδα συμβάλλει στη μαζική εμπορική αποδοχή της ταινίας.

Ο ρόλος του συνθέτη
Στη δημιουργία της ταινίας και στις ιδιαίτερα λεπτές σχέσεις του συνθέτη με τον σκηνοθέτη ο τελευταίος είναι αυτός που έχει τον αποφασιστικό λόγο. Στην ιστορία του κινηματογράφου υπάρχουν σπουδαία ζευγάρια με αριστουργηματικές δημιουργίες (Χίτσκοκ-Χέρμαν, Φελίνι-Ρότα, Μορικόνε-Λεόνε, Μπάρτον-Ελφμαν). Ο συνθέτης επιλέγεται από τη φήμη, το ταλέντο τον επαγγελματισμό του αλλά και από τυχόν προηγούμενη συνεργασία του με το σκηνοθέτη. Δεν υπάρχει κανόνας για τη στιγμή που ο συνθέτης θα εμπλακεί στην ταινία. Αυτό μπορεί να γίνει με την ανάγνωση του σεναρίου ή ακόμη και μετά την ολοκλήρωση του μοντάζ.
Η σύλληψη της ιδέας της μουσικής (concept) προέρχεται από την ανάλυση των ηρώων τον τόπο τον χρόνο της ιστορία και παρουσιάζονται σε μακέτα της ενορχήστρωσης από συνθεσάιζερ. Στη συνέχεια ηχογραφείται και μιξαρίζεται με τους διαλόγους και τον ήχο. Για να θεωρηθεί ολοκληρωμένος ένας συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής χρειάζεται να γνωρίζει την ιστορία της μουσικής τα διάφορα είδη ενορχήστρωσης τα προηγούμενα σημαντικότερα έργα αλλά και να έχει πλήρη εικόνα της κινηματογραφικής διαδικασίας. Εκτός της τεχνικής είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μπορεί να εκφράζεται μέσω της μουσικής σε δραματουργικό, ψυχολογικό ή συναισθηματικό επίπεδο.
Ο συνθέτης ουσιαστικά καλείται να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό δίλημμα. Από τη μια η μουσική του δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή από το θεατή γιατί αν αυτονομηθεί και προβληθεί εκτός του περιβάλλοντος της ταινίας θεωρείτε αποτυχημένη. Από την άλλη χρειάζεται η μουσική να έχει απήχηση στο ευρύ κοινό να τον βοηθήσει στην καλλιτεχνική και επαγγελματική του καταξίωση αλλά και να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των παραγωγών για ένα εμπορικό σάουντρακ.

Η λειτουργία της μουσικής σε μια ταινία
Όπως είδη αναφέραμε η μουσική έχει τη δύναμη να εκφράσει οποιαδήποτε κατάσταση και να χρωματίσει οποιαδήποτε συναισθηματική χροιά. Έτσι στην διάρκεια της ταινίας η μουσική παρεμβαίνει σχολιαστικά ή επεξηγηματικά στη δράση. Μεταφέρει μηνύματα (πολλές φορές αντίθετα από τα διαδραματιζόμενα εντείνει τα νοήματα, τονίζει ή αποκαλύπτει κρυφές σκέψεις ή συναισθήματα συμπληρώνοντας τον διάλογο. Είναι ένα ισχυρό τεχνικό εργαλείο που άλλοτε μέσω του λάιτμοτίφ «υποχρεώνει» τον θεατή να ανακαλεί το βίωμα που συνδέθηκε με την πρώτη του εμφάνιση και άλλοτε λειτουργεί αμβλύνοντας την πραγματικότητα αποσαφηνίζοντας και εξωτερικεύοντας τις ψυχολογικές διαδικασίες.
Πολλές φορές με το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί αμβλύνει την κριτική ικανότητα του θεατή, τον οδηγεί στην συμφωνία και την αποδοχή και σε περίπτωση κακής χρήσης στην πνευματική χαύνωση (κλισέ). Γίνεται μια παντοδύναμη υπνωτιστική φωνή που αιχμαλωτίζει τον θεατή, τον σπρώχνει σε επιλεκτικές παρατηρήσεις και τον κάνει εύπιστο απέναντι στους σκοπούς της ταινίας (προπαγάνδα).
Τις περισσότερες φορές ενεργώντας παράλληλα και κάθετα στα δρώμενα δίνει βάθος και ποιότητα στο λόγο και συμμετέχει καθοριστικά στη κυρίαρχη λειτουργία του κινηματογράφου που είναι η ψευδαίσθηση πως ότι γίνεται είναι η πραγματικότητα και όχι ένα τεχνολογικό κατασκεύασμα.
Πάντα όμως η μουσική με τη φυσική της ελευθερία και ευελιξία στέκεται απέναντι στην εικόνα και τον λόγο δίνει ζωή και ρυθμό στον χρόνο στον τόπο και στα πρόσωπα βοηθάει στην ισορροπία των αντιθέσεων και το βασικότερο έχει τη δύναμη να μεταφέρει μηνύματα. Είναι σίγουρο πως ακριβώς οι ίδιες ταινίες αν βλέπονταν με διαφορετική μουσική επένδυση θα βλέπονταν σαν κάτι τελείως διαφορετικό. Η μουσική ως «τέχνη των ήχων» είναι ένα από τα ουσιαστικότερα ηχητικά εκφραστικά μέσα του κινηματογραφιστή και συμβάλει αποφασιστικά στην αισθητική διαμόρφωση  μιας ταινίας, αν χρησιμοποιηθεί σωστά και με τον κατάλληλο, ανάλογα με την περίπτωση, τρόπο. Όπως άλλωστε και όλα τ’ άλλα  δομικά στοιχεία της ταινίας, πρέπει ισότιμα να συντάσσεται στο φιλμικό της χώρο, έχοντας, στην κάθε περίπτωση το μερίδιο που της ανήκει. Είναι ευνόητο, βεβαία, ότι αυτό δεν ισχύει για ορισμένες κατηγορίες ταινιών, όπως, για παράδειγμα τα μιούζικαλ ή  τα ντοκιμαντέρ, όπου το μερίδιο της μουσικής είναι σαφώς μεγαλύτερο. Είναι κατανοητό, όμως, ότι τα παραπάνω δεν συνιστούν ένα συνταγολόγιο δόσεων! Είναι ανεπίτρεπτο λάθος η δουλειά των συνθετών κινηματογραφικής μουσικής να χαρακτηρίζεται από κάθε άποψη ατυχώς, ως «μουσική μπαγκράουντ», τώρα μάλιστα που δεν υπάρχει κανένας σοβαρός κριτικός που να μη θεωρεί υποτιμητικό τον ορισμό αυτόν. Ο ορισμός «μουσική μπαγκράουντ» είναι παραπλανητικός και δεν περιγράφει την πραγματική λειτουργία της μουσικής στην ταινία.