Open menu

Ο «ΜΑΚΒΕΘ» ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΙ ΣΤΗ ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ:

ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΕΝΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΞΙΩΣΕΩΝ

 Αλματώδης η ανάπτυξη της μοναδικής - δυστυχώς - Όπερας στη χώρα μας, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια, δημιουργεί δε δικαιολογημένα ατμόσφαιρα αισιοδοξίας τόσο στους λίγους φίλους του είδους. Το ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής παρουσιάζεται ιδιαίτερα εμπλουτισμένο και ανανεωμένο κατά το προαναφερθέν διάστημα: «Πανελλήνιες πρώτες» παρουσιάσεις, έργα ξεχασμένα, όπως εκείνα της όπερας μπαρόκ, αλλά και αξιόλογες προσπάθειες για την προσέλκυση νέων ανθρώπων στο χώρο της όπερας, όπως οι παιδικές παραγωγές, με τις οποίες το σχολείο μας είχε μια πρώτη επαφή, όταν κατά τον περασμένο Νοέμβριο παρακολούθησε το έργο του C. M. V. WEBER ¨Ο Ελεύθερος Σκοπευτής¨.

Ξεχωριστή στιγμή ωστόσο της φετινής σεζόν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ανέβασμα της όπερας «Μάκβεθ» του κορυφαίου Ιταλού συνθέτη Giuseppe Verdi. Η όπερα αυτή, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ αποτελεί μια εντελώς ξεχωριστή δημιουργία στο δημοφιλές ρεπερτόριο της ιταλικής όπερας. Ο μεγάλος ιταλός συνθέτης καταπιάστηκε με τη σύνθεση της μουσικής για το «Μάκβεθ» κατά την πρώτη περίοδο της συνθετικής του δημιουργίας, εργάστηκε δε σ’ αυτήν ιδιαίτερα επίπονα, προσπαθώντας ν’ αποδώσει μουσικά το δράμα του Σκωτσέζου στρατηγού που δεν διστάζει να διαπράξει τα στυγερότερα εγκλήματα και μάλιστα με απεχθή τρόπο, ώστε ν’ αναρριχηθεί στ’ ανώτερα αξιώματα της εξουσίας, βαδίζοντας όμως ταυτόχρονα προς την ολοκληρωτική καταστροφή του. Συνοδοιπόρος του σ’ αυτή την καταστροφική πορεία η σύζυγός του Λαίδη Μάκβεθ, που σταθερά τον παροτρύνει και τον ενθαρρύνει να διαπράξει τους φόνους των ανωτέρων του αξιωματούχων, ώστε να καταλάβει τις θέσεις τους.

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τη δυσκολία που συνάντησε ο Βέρντι στη σύνθεση του συγκεκριμένου έργου, αλλά και έκδηλος είναι ο ενθουσιασμός του ακροατή στο άκουσμα της μουσικής της όπερας, καθώς διαπιστώνει την μεγαλοφυΐα του Ιταλού συνθέτη του 19ου αιώνα και την ικανότητά του ν’ αποδίδει μουσικά τόσο έντονες δραματικές καταστάσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι την αρχική εκδοχή του έργου του 1848 επανεπεξεργάστηκε ο Βέρντι το 1865 ¨επί το ¨δραματικώτερον¨ όταν το συγκεκριμένο έργο επρόκειτο ν’ ανέβει στην όπερα του Παρισιού.

Οι φωνητικές απαιτήσεις των ρόλων - κυρίως των πρωταγωνιστών - της όπερας «Μάκβεθ» είναι τεράστιες. Το μέρος του Μάκβεθ – τον οποίο ήρωα ο Βέρντι εμπιστεύεται σε βαρύτονο - είναι ιδιαίτερα μεγάλο σε διάρκεια, ενώ πέρα απ’ τις φωνητικές απαιτήσεις και δυσκολίες απαραίτητη είναι η υποκριτική ικανότητα του τραγουδιστή. Το μέρος της Λαίδης Μάκβεθ απαιτεί το σπάνιο είδος της φωνής της σοπράνο, που ονομάζεται «δραματική κολορατούρα». Ο ίδιος ο συνθέτης είχε διατυπώσει την εκτίμηση ότι η συγκεκριμένη ηθοποιός θα πρέπει να διαθέτει φωνή ¨τόσο γοητευτική όσο και σατανική¨, αφού το κείμενο που αποδίδει είναι μια διαρκής παραίνεση για τη διάπραξη εγκλημάτων χάριν της εξουσίας.

Η Ελλάδα, η χώρα όπου γεννήθηκε η αττική τραγωδία, ανέδειξε κατά τον 20ο αιώνα τον καλύτερο «Μάκβεθ» όλων των εποχών, που σύμφωνα με διεθνείς κριτικές έγκριτων μουσικολόγων ο Κώστας Πασχάλης, ενώ η άλλη ¨θεά¨ της όπερας, η Μαρία Κάλλας, τραγούδησε με ιδιαίτερη επιτυχία το έργο της λαίδης Μάκβεθ στο θέατρο ¨Alla Scala¨ του Μιλάνο το 1957.

Με τόλμη και αυτοπεποίθηση η Λυρική Σκηνή πραγματοποίησε τη φετινή παραγωγή της τόσο ιδιόρρυθμης και απαιτητικής αυτής όπερας, ύστερα από 15 χρόνια όπου είχε πραγματοποιηθεί το τελευταίο ανέβασμα του έργου στον ίδιο χώρο. Ο βαρύτονος Robert Human τραγούδησε με ιδιαίτερη φωνητική άνεση το ρόλο του Μάκβεθ, ενώ μαζί του η σοπράνο Tatiana Serjan επέδειξε την απαιτούμενη φωνητική δεξιοτεχνία αλλά χωρίς την απαιτούμενη δραματικότητα. «Μάκβεθ» της δεύτερης διανομής ο Έλληνας βαρύτονος Κύρος Πατσαλίδης, που εύκολα ξεπέρασε τη σχετική του απειρία στο να τραγουδάει τόσο απαιτητικούς ρόλους, ενώ η σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου εξέπληξε με τη δραματικότητα της φωνής της αλλά και με την άνεση με την οποία εκινείτο στη σκηνή. Πολλά υποσχόμενη εμφανίστηκε και η ¨λαίδη¨ της τρίτης διανομής, Βασιλική Καραγκούνη.

Ιδιαίτερα ικανοποιητικοί και οι υπόλοιποι συντελεστές. Ο τενόρος Δημήτρης Στεφάνου (¨Μάκντοφ¨ στη Α΄ διανομή) τραγούδησε το μέρος του με τον αέρα που του έδινε η εμπειρία δεκαετιών στο χώρο της όπερας, προκαλώντας τη συγκίνηση με την άρια « Ah! La paterna mano!” της Γ’ Πράξης, όπου ο σκωτσέζος ευγενής θρηνεί για το θάνατο της γυναίκας του και των παιδιών του από το Μάκβεθ. Το ρόλο του στρατηγού Μπάνκο τραγούδησαν ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος (Α’ διανομή), ο οποίος έχοντας αποκομίσει εμπειρία απ΄ τις μεγάλες σκηνές του κόσμου, αποτελεί εγγύηση σκηνικής παρουσίας και φωνητικής αρτιότητας, ενώ ο Κωνσταντίνος Σφυρής (¨Μπάνκο¨ στη Β΄ διανομή) εντυπωσίασε με τον όγκο και τη δραματικότητα της φωνής του.

Αξιόλογη και η παρουσία της χορωδίας, της οποίας το μέρος παρουσιάζει ιδιαίτερες απαιτήσεις, αφού άλλοτε καλείται να υποδυθεί τις μάγισσες (γυναικείες φωνές μόνο), άλλοτε τους δολοφόνους (άντρες) κι άλλοτε να συμπράξει σε μεγάλες σκηνές, τραγουδώντας μαζί με τους σολίστες και με τη συνοδεία της ορχήστρας να παίζει σε δυνατά επίπεδα.

Η ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Χρύσανθου Αλισάφη απέδωσε μ’ επιτυχία την τόσο πρωτοποριακή αλλά και εντυπωσιακή ενορχήστρωση του Βέρντι χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στους τραγουδιστές, παρά το γεγονός ότι σπάνια ανεβαίνει το συγκεκριμένο έργο κι ως εκ τούτου οι μουσικοί δεν το γνωρίζουν επαρκώς.

Μια παράσταση που θα άξιζε να επαναληφθεί…

 

Καλλιάς Κων/νος

Καθηγητής ανωτέρων θεωρητικών.